Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ο Αλέξανδρος Παπάγος πρωταγωνίστησε στα ελληνικά πράγματα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30. Πρώτα σε στρατιωτικό και, στη συνέχεια, και σε πολιτικό επίπεδο, με τον ρόλο του να αυξάνει διαρκώς σε σημασία όσο περνούσαν τα χρόνια.

Ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στα τέλη του Μεσοπολέμου, ο Παπάγος συνέβαλε ουσιωδώς στη σημαντική πλην αθόρυβη πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδας και, φυσικά, στην άμυνά της μετά την ιταλική εισβολή. Αργότερα, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στην τελική έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου, παρά το γεγονός ότι δύο εξωγενείς κύριες παράμετροι ήταν αυτές που βάρυναν στο αποτέλεσμα: αφενός το γεγονός ότι ο Τίτο συγκρούστηκε με τη Μόσχα και τα βόρεια σύνορα έκλεισαν για τα σώματα του Δημοκρατικού Στρατού και αφετέρου ότι η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια υπό τον Βαν Φλιτ ενισχύθηκε με οπλισμό ορεινής πυροβολαρχίας. Αυτές οι δύο παράμετροι ανέτρεψαν την εικόνα μιας σύγκρουσης για καιρό «αμφίρροπης», με την πλευρά του Στρατού να αλλάζει συχνά ηγεσίες καθώς δεν μπορούσε να επικρατήσει.

Μαζί με τον Αϊζενχάουερ, τον Ντε Γκολ και άλλους, ο Παπάγος, όπως άλλωστε και ο κεντρώος Πλαστήρας, ανήκει στην κατηγορία των μεταπολεμικών ηγετών μεγάλης αποδοχής από τους λαούς τους, οι οποίοι πέρασαν στην πολιτική από τις τάξεις των στρατευμάτων τους. Οταν αποφάσισε την κάθοδό του, αυτή έγινε με πολιτική «προίκα» όλα τα παραπάνω και υπήρξε σαρωτική. Το 1951, σχεδόν δύο χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου και με την πολιτική αναταραχή να κυριαρχεί, μέσα σε λίγες ουσιαστικά εβδομάδες, ο Παπάγος ανέτρεψε άρδην τις ισορροπίες και πέτυχε πολύ υψηλά ποσοστά, που όμως δεν του επέτρεπαν να κυβερνήσει αυτοδύναμα. Το 1952, τα ποσοστά του αυξήθηκαν και πλησίασαν πολύ κοντά στο πρωτοφανές 50% και μπόρεσε άνετα να σχηματίσει κυβέρνηση, η διάρκεια της οποίας υπήρξε ταυτόσημη του φυσικού του βίου: παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι τον θάνατό του το φθινόπωρο του 1955. Η λαϊκή υποστήριξη στο πρόσωπό του υπήρξε, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, εξαιρετικά ισχυρή.

Η σχέση του Παπάγου με τον Βασιλιά Παύλο κάθε άλλο παρά ανέμελη υπήρξε, όπως συνέβη και με τη σχέση του με ορισμένες νεότερες ειδικά τάξεις του στρατεύματος από το οποίο προερχόταν, αλλά και με τους Αμερικανούς και με τους Αγγλους, παρά το γεγονός ότι το κύριο δόγμα εξωτερικής πολιτικής του Παπάγου ήταν η ταύτιση με τις ΗΠΑ. Πάντως, στο ιδιότυπο πλαίσιο της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου και με εντονότατη την ανάγκη να προχωρήσουν τα πράγματα, ο Παπάγος έλαβε έντονη στήριξη από τον αστικό χώρο όχι μόνον της Δεξιάς, αλλά και του Κέντρου, όπως άλλωστε ευθέως αντικατοπτρίζεται στον Τύπο, με τον Δημήτριο Λαμπράκη να πρωτοστατεί στην ευρύτερη προσπάθεια σταθεροποίησης έπειτα από την ασταθή περίοδο των κυβερνήσεων του Κέντρου που είχαν προηγηθεί και είχαν αποτύχει να «γυρίσουν σελίδα» για την Ελλάδα. Ο Παπάγος πέτυχε τη σταθεροποίηση, την οποία από το 1955 και για οκτώ περίπου χρόνια εγγυήθηκε ο διάδοχός του στην πρωθυπουργία Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Οι δύο άλλες κυριότερες διαστάσεις της πρωθυπουργίας του συνδέονται με την εξαιρετική επιτυχία της «Νέας δραχμής» που εμπνεύστηκε και εφάρμοσε ο Σπύρος Μαρκεζίνης ως ο βασικός υπουργός του, αλλά, από την άλλη πλευρά, και με τις δραματικές εξελίξεις στο Κυπριακό και τις ισορροπίες με την Αγγλία και τις ΗΠΑ, έπειτα από την απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου να φέρει το ζήτημα της Κύπρου στον ΟΗΕ το 1954 σε ευθεία σύγκρουση με το Λονδίνο. Σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία, ο Παπάγος εισερχόταν πλέον στην τελική ευθεία του πολιτικού, και κυρίως, του βιολογικού του βίου, καθώς μια παράξενη και ουσιαστικά αδιάγνωστη ασθένεια τον οδήγησε σταδιακά σε αδυναμία άσκησης των καθηκόντων του και, σύντομα, στον θάνατο.