Βραβεύτηκε πρόσφατα στα 13th Outfest Legacy Awards, θεσμό που προάγει τη gay κουλτούρα και στηρίζει τους gay καλλιτέχνες σε κινηματογράφο και τηλεόραση. Η Λίλι Τόμλιν ήταν πάντα διακριτική στα θέματα που αφορούσαν την προσωπική ζωή της, χωρίς όμως ποτέ να κρυφτεί. Εξάλλου το 2013 παντρεύτηκε σε στενό κύκλο την επί 42 χρόνια σύντροφό της και μίλησε για τη σχέση τους λέγοντας πως όλοι γνώριζαν, αλλά κανείς δεν ασχολούνταν, γιατί δεν υπήρχε λόγος. Ηταν απλώς η ζωή της. Τον τελευταίο, πάντως, καιρό η προσωπική ζωή και η τέχνη της με έναν τρόπο «συναντώνται», καθώς το gay στοιχείο είναι έντονο στη δουλειά της, και στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση – όχι επειδή το επιδίωξε, επειδή έτυχε: Στη μεγάλη οθόνη ερμήνευσε μια λεσβία ποιήτρια και γιαγιά στην ταινία «Grandma» (για να βρεθεί υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα). Στη μικρή οθόνη, στο σίριαλ του Netflix «Grace and Frankie», ερμηνεύει μια γυναίκα της οποίας ο άντρας αποκαλύπτεται ως gay. Συμπρωταγωνίστριά της η Τζέιν Φόντα, με την οποία συναντήθηκε για πρώτη φορά στα γυρίσματα της τεράστιας κινηματογραφικής επιτυχίας των 80s «Εννέα με πέντε».

Μια τολμηρή σειρά

 Στο «Grace and Frankie», που έχει ολοκληρώσει τον τέταρτο κύκλο ενώ τώρα γίνονται τα γυρίσματα για τον πέμπτο, η 78χρονη σήμερα Τόμλιν είναι η Φράνκι, μια δασκάλα εικαστικών με χίπικη νοοτροπία και με μεγάλη αγάπη προς καθετί εναλλακτικό. Είναι, επίσης, η καλύτερη… άσπονδη (ή μάλλον αταίριαστη) φίλη τής comme il faut και πάντα οργανωμένης Γκρέις, που την ερμηνεύει η Φόντα. Μια όμορφη ημέρα οι σύζυγοί των δύο γυναικών, κολλητοί φίλοι και συνέταιροι, τους ανακοινώνουν πως είναι ερωτευμένοι και σχεδιάζουν να περάσουν τα επόμενα χρόνια της ζωής τους μαζί. Η Γκρέις και η Φράνκι μετά το αρχικό σοκ περνάνε όλα τα στάδια από τα οποία μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος όταν βρεθεί αντιμέτωπος με την απόρριψη: την οργή, τη θλίψη, την αυτολύπηση, ξανά την οργή… Ακολούθως, μαζεύουν τα συντρίμμια τους και προσπαθούν να στήσουν τις νέες ζωές τους, βρίσκοντας η μία στήριγμα στην άλλη. Ολα αυτά τη στιγμή που, όσο και αν αγαπιούνται, διαφωνούν ριζικά σχεδόν σε όλα. Αρκετά τολμηρό το θέμα της σειράς, αλλά εδώ εξαντλείται η πρωτοτυπία. Στην πραγματικότητα το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι μια νέα, δροσερή πρόταση, αλλά μια αρκετά ρουτινιάρικη αναβίωση των κωμικών σειρών που βλέπαμε στη δεκαετία του ’80. Ομως ο λόγος της επιτυχίας είναι οι δύο κυρίες με τις απολαυστικές ερμηνείες τους. Η σταρ πρωταγωνίστρια Φόντα και η αντιστάρ και πάντα συμπρωταγωνίστρια Τόμλιν. Η οποία συμπρωταγωνίστρια, όσο και αν πάντα ξεχωρίζει με το ταλέντο της, παραμένει μια γνωστή – άγνωστη. Ας τη γνωρίσουμε.

Τα πρώτα βήματα

Ο πατέρας της ήταν εργάτης σε ένα εργοστάσιο, η μητέρα της ήταν νοικοκυρά και κατά διαστήματα εργαζόταν ως βοηθός νοσοκόμας. Η Λίλι Τόμλιν γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ το 1939. Εζησε ήσυχα παιδικά χρόνια. Σπούδαζε βιολογία στο Πανεπιστήμιο όταν πήρε μέρος σε μια θεατρική οντισιόν, γεγονός που άλλαξε τη ζωή της, καθώς τότε άρχισε να καταλαβαίνει τι ήταν εκείνο που κυρίως την ενδιέφερε να κάνει. Οχι, δεν ήταν η βιολογία. Αρχισε να εμφανίζεται σε διάφορες μικρές σκηνές του Ντιτρόιτ και έπειτα της Νέας Υόρκης ως stand up comedian. Ταυτόχρονα έκανε μαθήματα υποκριτικής στο HB Studio. Το 1965 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση, στο διάσημο σόου του Μερβ Γκρίφιν. Εναν χρόνο μετά άρχισε να συνεργάζεται με το «Garry Moore Show», μια από τις πιο επιτυχημένες ψυχαγωγικές εκπομπές του αμερικανικού ραδιοφώνου και (ακολούθως) της τηλεόρασης. Με τις εμφανίσεις της στο «Rowan and Martin’s laugh-in» από το 1969 ώς το 1973 έγινε ακόμα πιο γνωστή και βρέθηκε υποψήφια για βραβείο EMMY καθώς και για Χρυσή Σφαίρα, χωρίς όμως να κερδίσει. Ακολούθησαν τα «Lily», «The Caroll Burnett Show» και «The electric company». Το 1971 κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο της που περιελάμβανε κωμικά σκετσάκια ηχογραφημένα live. Το «This is a recording», όπως ήταν ο τίτλος του, τιμήθηκε με Grammy καλύτερης κωμικής ηχογράφησης. Ακολούθησε και άλλο άλμπουμ με τον τίτλο «And that’s the truth».

Η δική της Τζέιν

Για την κυκλοφορία του «And that’s the truth» η Τόμλιν συνεργάστηκε με τη συγγραφέα, σκηνοθέτρια και παραγωγό Τζέιν Βάγκνερ. Εκτοτε οι δύο γυναίκες ζουν μαζί. Η Τόμλιν κράτησε τη σχέση τους μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Στον Τύπο μίλησε ανοικτά πριν από μερικά χρόνια, για να αποκαλύψει πως το 1975 την είχαν προσεγγίζει από το περιοδικό «Time» προσφέροντάς της το εξώφυλλο αν μιλούσε για την ερωτική ζωή της. Αισθάνθηκε προσβεβλημένη, δεν το έκανε.

Το κινηματογραφικό ντεμπούτο

Πίσω στα επαγγελματικά όμως, η Λίλι Τόμλιν είχε κλείσει μια δεκαετία τηλεοπτικής καριέρας όταν έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο, παίζοντας στη μουσική σάτιρα του Ρόμπερτ Αλτμαν «Nashville», για να βρεθεί υποψήφια για Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου, για Χρυσή Σφαίρα και για BAFTA της πιο πολλά υποσχόμενης πρωτοεμφανιζόμενης ηθοποιού σε κινηματογραφική ταινία. Καθόλου άσχημα. Ακόμα καλύτερα πήγε η επόμενη ταινία της, το «Late show» (1977) του Ρόμπερτ Μπέντον. Για την ερμηνεία της βραβεύτηκε με την Ασημένια Αρκτο του 27ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Βερολίνου. Το 1978, στο «Moment by moment» υποδύθηκε τη γυναίκα που ερωτεύεται έναν πολύ νεότερό της άντρα. Δίπλα της ο Τζον Τραβόλτα που μερικούς μήνες πριν είχε κάνει επιτυχία με το «Grease».

Η ώρα του «9 to 5»

Η πραγματικά μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία για την Τόμλιν ήρθε όταν μπήκε στη ζωή της η Τζέιν Φόντα. Η οποία είχε την αρχική ιδέα για το «Εννέα με πέντε» («9 to 5»). Τελικά την ταινία έγραψε και σκηνοθέτησε ο Κόλιν Χίγκινς το 1980. Η Φόντα ήταν επίσης εκείνη που ζήτησε ως συμπρωταγωνίστριες την Τόμλιν και την Ντόλι Πάρτον, γιατί, όπως αποκάλυψε αργότερα, «ήθελα πάντα να παίξω μαζί τους». Κάτι ήξερε. Η ταινία έφερε στα ταμεία της 20th Century Fox περισσότερα από 103.000.000 δολάρια. Είχε στοιχίσει 10.000.000 δολάρια.

Ακολούθησαν και άλλες επιτυχίες: Στην ταινία «Η γυναίκα που ζαρώνει» (1981) η Τόμλιν υποδύεται μια νοικοκυρά που όταν εκτίθεται στο κοκτέιλ που δημιουργείται από τα καθαριστικά υγρά που χρησιμοποιεί στο σπίτι της αρχίζει να συρρικνώνεται. Στο «Κανείς δεν είναι τέλειος» (1984) έπαιξε μαζί με τον Στιβ Μάρτιν. Στην απολαυστική συνάντησή της με την Μπέτι Μίντλερ στο «Big business» (1988) ερμήνευε δύο δίδυμες αδελφές – το ίδιο και η Μίντλερ. Στο «Τσάι με τον Μουσολίνι» (1999) βρέθηκε στο ίδιο πλατό με τις Σερ, Μάγκι Σμιθ, Τζούντι Ντεντς και Τζόαν Πλόουραϊτ, ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες του Φράνκο Τζεφιρέλι. Στο «Νόημα της ζωής και πώς να το χάσετε» παίζει με τον Ντάστιν Χόφμαν, τον Τζουντ Λο, την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τη Ναόμι Γουότς. Και στην πιο πρόσφατη «Grandma» κάνει τη λεσβία, ποιήτρια, με πανεπιστημιακή καριέρα, γιαγιά που προσπαθεί να βρει τα χρήματα που χρειάζεται η εγγονή της για να κάνει έκτρωση. Πρόκειται για τον πρώτο πραγματικά πρωταγωνιστικό ρόλο στην κινηματογραφική καριέρα της:

«Ώς τώρα έπαιζα συμπρωταγωνιστικούς ρόλους» έχει σχολιάσει η ίδια, «το «Grandma» είναι η πρώτη ταινία στην οποία είμαι πρωταγωνίστρια. Αλήθεια, εμφανίστηκε το όνομά μου μόνο του στην οθόνη; Δεν θυμάμαι, δεν πολυπρόσεχα γιατί ήμουν αγχωμένη».

Η Λίλι Τόμλιν ανήκει στην κατηγορία των σταρ που αισθάνεσαι πως θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι τους περιβάλλοντός σου, φίλοι σου και συγγενείς σου. Ισως αυτό να είναι τελικά το μεγαλύτερο ταλέντο της: η λιτότητα και η αμεσότητα των ερμηνειών της. Η ίδια αμεσότητα και ειλικρίνεια που αισθάνεσαι πως τη χαρακτηρίζει και ως άνθρωπο όποτε παρακολουθείς live εμφανίσεις της ή διαβάζεις τις συνεντεύξεις της. Ναι, τελικά θα μπορούσε να είναι μια (ελαφρώς εκκεντρική;) θεία ή μια (λίγο παράξενη;) μεγάλη εξαδέλφη που όταν έρχεται επίσκεψη δεν χορταίνεις να την ακούς και να την παρατηρείς. Που είναι πάντα καλοδεχούμενη!