Η πρώτη μου επαφή με την Ανγκελα Μέρκελ ήταν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2000, περίπου έναν μήνα μετά την εκλογή της στην ηγεσία του CDU, όταν ήρθε να μας μιλήσει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Οφείλω να πω ότι δεν εντυπωσιάστηκα από το στυλ της. Ισως, ομολογώ, επειδή την έκρινα με μεσογειακά κριτήρια ηγέτη. 18 χρόνια – και 4 εκλογικές της νίκες – αργότερα, αποδείχθηκε ότι η αρχική μου εντύπωση ήταν πεπλανημένη. Διότι η κ. Μέρκελ μπορεί να μην είχε τα χαρακτηριστικά του Χέλμουτ Κολ, του Βίλι Μπραντ ή του Χέλμουτ Σμιτ, όμως δημιούργησε ένα δικό της χαρακτηριστικό – και αποτελεσματικό – στυλ ηγεσίας. Εγινε η «μητερούλα» της γερμανικής πολιτικής, που είχε την ικανότητα να συνθέτει απόψεις και να βρίσκει λύσεις κοντά στην εκάστοτε θέση της. Παράλληλα, κατάφερε να αποπνέει υπευθυνότητα και αξιοπιστία και μόνο με βάση τη φυσιογνωμία της. Ενδεικτικό είναι πως οι προεκλογικές αφίσες του CDU το 2013 είχαν μια φωτογραφία που απεικόνιζε τα χέρια της να σχηματίζουν τον ρόμβο – σήμα κατατεθέν της, συνοδευόμενη από το σύνθημα «το μέλλον της Γερμανίας είναι σε καλά χέρια».

Την τελευταία δεκαετία η Γερμανία ήταν η αδιαμφισβήτητη κυρίαρχος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε σημείο που πολλοί μιλούσαν για «γερμανική Ευρώπη». Αυτό είχε να κάνει τόσο με τις θετικές επιδόσεις της οικονομίας της όσο και με τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της Γαλλίας, αλλά και το ότι Ηνωμένο Βασίλειο ήταν πάντα με το ένα πόδι εκτός ΕΕ, μέχρι που αποφάσισε να βγει και με τα δύο πόδια. Το γεγονός ότι η κ. Μέρκελ αποφάσισε να δρομολογήσει την έξοδό της – νωρίτερα ή αργότερα – σημαίνει πως, δυστυχώς, η Ευρώπη δύσκολα θα εκμεταλλευτεί το παράθυρο ευκαιρίας για ριζικές μεταρρυθμίσεις που φάνηκε να υπάρχει μετά το παράθυρο εκλογής του Μακρόν στη Γαλλία. Διότι με τη Γερμανία «φρεναρισμένη», και πιθανή την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών στις επερχόμενες ευρωεκλογές, μοιάζει πιο δύσκολο να προχωρήσουν οι αλλαγές που θα κάνουν την Ευρώπη πιο αποτελεσματική.

Αυτή η έλλειψη αποτελεσματικότητας της Ευρώπης έγινε ιδιαίτερα φανερή κατά την οικονομική κρίση, η οποία χτύπησε πιο έντονα την Ελλάδα. Την περίοδο αυτή, η Γερμανία αντικατέστησε τις ΗΠΑ ως η πιο μισητή χώρα στην ελληνική κοινή γνώμη. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, λόγω του συχνά απότομου τρόπου του, ήταν αυτός στον οποίο κατευθύνθηκαν τα περισσότερα βέλη με αφορμή τις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν στη χώρα μας. Από κοντά, όμως, ήταν και η «go back Madam Merkel». Αλλά επειδή η κρίση κράτησε πολύ, δόθηκε η δυνατότητα και στα κόμματα που της πέταγαν βελάκια να συνεργαστούν μαζί της, και στην ίδια να δείξει πληρέστερα τη φιλοσοφία της γύρω από την Ελλάδα και την Ευρώπη. Η κ. Μέρκελ ήταν πάντα συνεσταλμένη. Με τοποθετήσεις σταθερές αλλά χωρίς γωνίες. Συνεργάστηκε με όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθώντας – όπως έκανε και στη Γερμανία – να περάσει τις θέσεις της με κάποιες μικρές παραχωρήσεις. Αυτό έκανε και με την κυβέρνηση Παπανδρέου, και με την κυβέρνηση Σαμαρά, και με την κυβέρνηση Τσίπρα, παραμένοντας σταθερά στην επικαιρότητα. Εξαίρεση δεν αποτέλεσαν ούτε οι τελευταίοι μήνες. Με τρία θέματα – συντάξεις, Σκόπια και πρόσφυγες – να διαπλέκονται στις ειδήσεις και, ενδεχομένως, στις συζητήσεις μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου. Θα φανεί σύντομα τι έχει συμβεί.

Θα παραμείνει καγκελάριος μέχρι τις ευρωεκλογές ή μέχρι το 2021; Κανείς δεν ξέρει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, ανεξαρτήτως του μέλλοντος της κ. Μέρκελ, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν διορθώνεται με θαύματα ή με διπλωματικές χειρονομίες. Πέρα από τη δημοσιονομική εξυγίανση που πετύχαμε με λάθος τρόπο – δηλαδή με υπερφορολόγηση – απαιτείται να προχωρήσουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές, να ακολουθήσουμε ένα άλλο μείγμα πολιτικής και να εφαρμόσουμε αυτά που πέτυχαν σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος. Πρέπει, με λίγα λόγια, να γίνουμε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Και αυτό πρέπει να το κάνουμε είτε με είτε χωρίς την κ. Μέρκελ, έστω και αν η παρουσία της, όπως θα έλεγε ο Καβάφης, ήταν «μια κάποια λύσις».