Επί δεκαετίες σατιρίζονταν από τους γελοιογράφους και την επιθεώρηση τα πυκνά φρύδια του Καραμανλή, το κοντό μπόι του Κωνσταντίνου Τσάτσου και η μακριά μύτη του Ντε Γκολ και κανείς δεν μίλησε ποτέ για κανέναν ρατσισμό, διότι ο όρος «ρατσισμός» είναι κάτι άλλο, πολύ βαρύ και ειδικό, δεν είναι καταπότιο διά πάσα νόσο. Το διακριτό χαρακτηριστικό ενός πολιτικού ή όχι, έστω και σωματικό, αποτελούσε απ’ την  εποχή του Αριστοφάνη αφορμή σάτιρας και συχνά, για να το δούμε κι αντίστροφα, στοιχείο διάκρισης και διαφήμισής του, εφόσον κάθε δημοσίευση ακόμα και κριτική ή σαρκαστική καταλήγει να είναι διαφήμιση. Αυτό το γνώριζαν κάποιοι ευφυείς πολιτικοί και παρακαλούσαν τους γελοιογράφους να τους σατιρίζουν κάθε μέρα, ανηλεώς, για να είναι στην επικαιρότητα.

Xρειάζεται ευρυχωρία πνεύματος – σαν τον Σωκράτη που ενώ παιζότανε μια κωμωδία όπου τον σατίριζε ο Αριστοφάνης, σηκώθηκε όρθιος μέσα στο θέατρο κι έδειχνε χαμογελαστός και καμαρωτός τον εαυτό του, διότι ήταν ο σατιριζόμενος. Υπάρχει μια άλλη περίπτωση πολωνού πρωθυπουργού που ένα βράδυ σε μια θεατρική παράσταση αντικατέστησε τον ηθοποιό που τον σατίριζε, αυτοσαρκαζόμενος έτσι, ευθέως, διότι διέθετε το μεγαλείο της γνώσης ότι όλα είναι σοβαρά και ιλαρά ταυτόχρονα – δεν μπορώ να ξεχάσω και τον συγγραφέα Πάνο Θεοδωρίδη, ο οποίος όντας καλλιτεχνικός διευθυντής στη «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997» έγραψε ένα έξοχο σατιρικό ποίημα κατά του εαυτού του και το μοίραζε ο ίδιος, σε χιλιάδες αντίτυπα, μπροστά στον Ιανό, στην Πλατεία Αριστοτέλους. (Εχω ακόμα κρατημένο ένα αντίτυπο).

Ισως φαίνονται ακραία όλα αυτά, αλλά δεν είναι. Είναι απλώς ελληνικά, διότι ο Ελληνισμός έφτασε πρώτος και πολύ νωρίς σε τέτοιο σημείο λυτρωτικής αυτοαναίρεσης, γράφοντας ιδιοφυείς κωμωδίες και βιτριολικές σάτιρες κατά του εαυτού του, που είναι πάντα ευεργετικές για τη σκέψη εφόσον την αποφλοιώνουν από κάθε μονοδιάστατη αντίληψη, κάθε ολοκληρωτισμό, ακκισμό και σοβαροφάνεια.

Ας ξεφυλλίσουμε πάλι τους αρχαίους λυρικούς, τους κωμωδιογράφους, τον Λουκιανό, τα κατορθώματα του Διογένη, τα παίγνια των σοφιστών, το «Φαλάκρας εγκώμιον» του Βυζαντινού Συνέσιου του Κυρηναίου (4ος αι. μ.Χ.), τα σατιρικά και επαιτικά ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου (12ος αι. μ.Χ.) – όλα αυτά αποτελούν μια γνωστή, αποδεκτή στάση και άποψη, που όμως τείνουνε να ξεχνούμε, εφόσον πια, κάθε κριτική ή σάτιρα αποδίδεται από ντεκαφεϊνέ άσχετους σε ρατσισμό, σεξισμό και λοιπά, ενώ έτσι δεν εκφράζουν παρά δυσφορία λόγω του ψευδοκορέκτ ζουρλομανδύα που τους φόρεσαν άλλοι ανεπαισθήτως, πονηρότεροι, σαν ξύλινο κοστούμι. Η ελευθεριότητα της ευτραπελίας, η ιλαρότητα, ακόμα και ο καρναβαλισμός είναι βασικά στοιχεία και του μεγάλου γάλλου συγγραφέα Ραμπελέ (16ος αι.), τον οποίο εκθειάζει με πάθος ο Τσέχος Μίλαν Κούντερα θεωρώντας τον κορυφαίο – αλλά τι να πρωτοσκεφτείς; Την Κομέντια ντελ Αρτε; Τον Μολιέρο; Τον Ντάριο Φο; Την νέα ιταλική κωμωδία – το ευρωπαϊκό πνεύμα χωρίς τη σάτιρα θα είχε περιοριστεί στον προτεσταντισμό, σε διάφορες μορφές ολοκληρωτισμού, σε κομφορμισμούς και απόλυτες ιδέες, ωραίες και αβάσταχτες που δεν θα ανέπνεαν από πουθενά. Σε ποικιλίες κορέκτ, σε νοβοπάν, πόζα και πιθανές διώξεις.

Ωστόσο, ακόμα και την ακρότητα, την ιεροσυλία, το βέβηλο και το πλήρως ανατρεπτικό, έως και το κακόγουστο, το κιτς (ποιος θέτει τα όρια;) η Ευρώπη, εδώ και αιώνες έως τώρα, σε μέγα βαθμό, τα αντέχει – κι ευτυχώς. Ενα εδραίο, δημοκρατικό πολίτευμα δεν κινδυνεύει από τη σάτιρα, απεναντίας δι’ αυτής αποδεικνύει την ευανάπνευστη ελευθερία του – ακόμα και εκείνη τη σάτιρα που είναι μονομερής, καταγγελτική, ιδεοληπτική, ντιρέκτ προπαγάνδα και αναλόγως κρίνεται από το κοινό και την Ιστορία. (Περίπτωση Λάκη). Αλλά δεν απαγορεύεται. Κατά συνέπεια δεν μπορείς σήμερα ή αύριο να κρίνεις ή να σατιρίζεις τις πράξεις, ή χαρακτηριστικά μιας υπουργού κι αμέσως να βγαίνουν διάφοροι και να σε καταγγέλλουν για σεξισμό, που συχνά γίνεται στανικώς  άλλος ένας ταλαίπωρος όρος του δήθεν ορθού. (Και ποιος ορίζει τα όρια του ορθού και με ποια κριτήρια;). Κι αυτό επειδή η υπουργός είναι γυναίκα, δηλαδή με βάση μια παλαιοαστική, ρομαντική αντίληψη ευγένειας (περί θήλεως μη μου άπτου), μια άποψη που υποδύεται και τη δήθεν προοδευτική κάνοντας διακρίσεις, αλλά μιλάει και για ισότητα των δύο φύλων. Βγάλε άκρη. Το κορέκτ επιστρατεύεται μονίμως ως ασπίδα άσχετη με το ίδιο το θέμα. Τυφλοσούρτης. Ο σεξισμός επίσης. Κι όχι ότι δεν υπάρχει και σεξισμός και ρατσισμός, αλλά οι όροι δεν είναι για κάθε χρήση και κατάχρηση. Δεν είναι έμπλαστρα για καθετί. Είπες στον άλλον ότι ελαφρώς πάχυνε, άρα είσαι ρατσιστής. Το ‘χουμε ξεφτιλίσει.

Πρόκειται για λεκτικές καραμέλες που δήθεν προστατεύουν τους αδύναμους – και ποιος μας έβαλε εμάς, τους δήθεν δυνατούς, προστάτες των αδυνάτων, και πώς εννοούνται οι αδύναμοι; Μήπως χαρακτηρίζοντάς τους έτσι δεν τους θεωρούμε ανάξιους να αυτοπροστατευθούν, ή τους ονομάζουμε ούτω πως λόγω κάποιων χαρακτηριστικών που ακριβώς θα έπρεπε να μην τα θεωρούμε άξια λόγου; Η με το ζόρι κι εξ υπαρχής θυματοποίηση ομάδων ή ανθρώπων δεν σημαίνει κατά βάθος δική μας υπεροψία; Θα ήταν άστοχο να πω ρατσισμό, διότι ο όρος σημαίνει κάτι συγκεκριμένο και πολύ οδυνηρό, ώστε να τον επικαλούμαστε για ψύλλου πήδημα, ή για ψύλλου σημειωτόν. Εξευτελίζεται, γίνεται προπαγάνδα υπέρ άλλων διακρίσεων και μεγαλοστομία.

 

Θα πεις έχουν τόση σημασία οι λέξεις; Ναι, τη μεγαλύτερη. Ολα μέσα στις λέξεις κρύβονται κι εκεί αντανακλώνται. Γι’ αυτό και ο κάθε ολοκληρωτισμός τρέμει τη σάτιρα, βγάζει ιλαρά. Γράφει ο Κούντερα πως ο κομμουνισμός στην Τσεχοσλοβακία εξέπνευσε περί το 1968, πριν εισβάλουν οι Σοβιετικοί, όταν κάθε συμβατικός ιδεολογικός, λεκτικός όρος του καθεστώτος αντιμετωπιζόταν από τους πολίτες με ιλαρότητα. Με κωμική διάθεση. Τότε κατέρρευσε το σύμπαν. Και βέβαια μπήκαν τα τανκς.