«Μετά την κηδεία θα κατεβάσουμε τον μπαμπά στο χωριό…» μου είπε η ξαδέλφη μου στο προαύλιο του νεκροταφείου. Εμεινα άναυδος. «Ποιο χωριό, Ελενά μου; Αφού ο θείος Χάρης ήταν Αθηναίος τέταρτης γενιάς. Στο εξοχικό σας εννοείς, στο Ζούμπερι;». «Κρύβε λόγια!» μου ψιθύρισε έντρομη. «Δεν βλέπεις τον παπά; Ετσι και μάθει ότι θα τον πάμε για αποτέφρωση, θα αρνηθεί να τον κηδέψει. Το έχει κάνει το καψώνι σε κάτι φίλους και τρέχανε τον πεθαμένο τους σε άλλη εκκλησία…».

Η κατάσταση είναι γνωστή στο πανελλήνιο. Με διάφορες δικαιολογίες καθυστερεί εδώ και χρόνια η κατασκευή κρεματορίου οπουδήποτε στην Ελλάδα. Η Εκκλησία την μπλοκάρει στην πραγματικότητα με το επιχείρημα ότι η ορθόδοξη πίστη απαγορεύει την καύση των νεκρών. «Πρέπει να θάβονται», δογματίζει, «ώστε με τη Δευτέρα Παρουσία να αναστηθούν εν σώματι». «Εν σώματι αλλά εν ετέρα μορφή…» αντιλέγουν οι μυημένοι στα θεολογικά.

Το επιχείρημα του κλήρου μας καταρρίπτεται πολύ απλούστερα, διά της στοιχειώδους λογικής. Οσοι είχαν τη βάσκανο μοίρα να απανθρακωθούν ή να διαμελιστούν σε δυστύχημα δεν θα παρουσιαστούν καθώς πρέπει ενώπιον του Πλάστη και Κριτή τους; Οταν θα έλθει Εκείνος εν δόξη κρίναι ζώντας και νεκρούς, θα είναι παρακατιανοί; Αποσυνάγωγοι; Το επιχείρημα του κλήρου μας θυμίζει τον Σαν Γιάο Τινγκ, τον τελευταίο κινέζο ευνούχο, που φύλαγε ο δυστυχής εντός κυτίου τους όρχεις του, με την πεποίθηση ότι στον άλλο κόσμο θα ξαναγινόταν αρτιμελής…

Εχει αναπτυχθεί ως επακόλουθο το πιο αλλόκοτο, το πιο μακάβριο είδος τουρισμού. Πλήθος γραφεία τελετών είναι συμβεβλημένα με τα αποτεφρωτήρια της Βουλγαρίας. Δεκάδες πενθούντες αναχωρούν καθημερινά για τη Σόφια συνοδεύοντας τον νεκρό τους. Τον παραδίδουν στο φέρετρο και παραλαμβάνουν, λίγες ώρες αργότερα, μια λήκυθο με τη στάχτη του. Θα υπάρχει σίγουρα τιμοκατάλογος – διαφορετικά θα χρεώνεται ένα απλό μεταλλικό σκεύος και διαφορετικά ένα οπάλινο βάζο με σκαλισμένο σε χρυσή ετικέτα το όνομα του μακαρίτη.

Στη βάση των παραπάνω βρίσκεται ο ανθρώπινος παραλογισμός που δεν γιατρεύεται ούτε με τον θάνατο. «Ο μπαμπάς», με ενημέρωσε συγκινημένη η Ελενα, «μας έχει δώσει εντολή να τον σκορπίσουμε στο Πήλιο…». «Γιατί στο Πήλιο;». «Εκεί είχε πάει μήνα του μέλιτος με τη μαμά. Σε μια πανσιόν μες στα πλατάνια, συνελήφθη ο αδελφός μου». «Ε και λοιπόν;». «Θέλει να ενωθεί με τον αέρα του βουνού…». Εάν ήμουν σκάνταλος, θα τη συμβούλευα να κρατήσει λίγη από τη στάχτη του για να ράνει την είσοδο του ξενοδοχείου ημιδιαμονής στο Παγκράτι όπου έσμιγε ο θείος Χάρης με την επί δεκαετίες «παράνομη» ερωμένη του. Τον είχα πετύχει τυχαία καμιά-δυο φορές στο απέναντι πεζοδρόμιο, μου ‘χε χαμογελάσει ζαβολιάρικα…

Κούνησα το κεφάλι μου με σεβασμό και κατανόηση δήθεν. Θυμήθηκα τον δικό μου πατέρα που αστειευόμενος – ίσως όμως όχι και τόσο – μας παράγγελνε να τον βάλουμε στον οικογενειακό τάφο της μάνας του, στο Πρώτο, ώστε να ξαναβρεί εκεί τον αγαπημένο του ξάδελφο, τον Βασίλη. «Θα πίνουμε τα ουζάκια μας και θα κουτσομπολεύουμε!» έλεγε. «Πίνουν ούζο οι πεθαμένοι;» τον προσγείωνα. «Δεν ξέρεις εσύ, είσαι μικρός!» ψευτοτσαντιζόταν. Του κάναμε βεβαίως το χατίρι.

«Τόσες φορές που έχω ακούσει τα λόγια της νεκρώσιμης ακολουθίας, στο δικό μου το ξόδι θα τα ξέρω πλέον απ’ έξω, θα ψέλνω κι ο ίδιος μέσα από την κάσα!» καλαμπούρισε ο κολλητός μου ο Σοφοκλής ενώ ρουφούσαμε τον καφέ της παρηγοριάς ενός κοινού μας φίλου. «Ευτυχώς ή δυστυχώς, εσύ θα είσαι ο μόνος που σίγουρα θα λείπεις από την κηδεία σου» του απάντησα.

Το έχω σκεφτεί επανειλημμένα. Πιστεύουμε δεν πιστεύουμε στον Θεό και στη μεταθανάτια ζωή (οι δύο προσδοκίες δεν ταυτίζονται απαραιτήτως), το σίγουρο είναι ότι αφ’ ης στιγμής πεθαίνεις είτε βυθίζεσαι στην ανυπαρξία είτε έχεις με πολύ πιο θαυμαστά πράγματα να ασχοληθείς από το εάν σου έστειλαν στεφάνια ή εκφωνήθηκαν λόγοι πριν από τον τελευταίο ασπασμό.

Το λέω και το εννοώ στο ακέραιο. Μου είναι παγερά αδιάφορο εάν θα με θάψουν, θα με κάψουν, θα δωρίσουν το λείψανό μου στο ανατομείο του πανεπιστημίου για να εκπαιδευθούν τεμαχίζοντάς με οι φοιτητές ή θα με μαγειρέψουν με πατάτες στον φούρνο. Δεν πρόκειται κανέναν να επιβαρύνω με καμιά επιθυμία σχετικά με την τύχη του άδειου κελύφους που θα είναι πια το σώμα μου. Σας συμβουλεύω να κάνετε το ίδιο. Ετσι κι αλλιώς, όσοι μας έχουν αληθινά αγαπήσει, θα μας κρατάνε μέσα τους για πάντα.