«Αν δεν υπάρχει όμοιά μου, πληρώστε με γι’ αυτό που αξίζω»: με αυτά τα λόγια η Βαϊόλα Ντέιβις καταγγέλλει την παραδοξότητα που ζει από τότε που έγινε διάσημη: Ολοι την επαινούν και τη θαυμάζουν, λίγοι την προτιμούν όταν κάνουν κάστινγκ. «Εχω μια επαγγελματική καριέρα 30 χρόνων και βάλε» σχολίασε σε συνέντευξή της και συνέχισε: «Εχω μια καριέρα που, πιθανόν, συγκρίνεται με αυτή της Μέριλ Στριπ, της Τζούλιαν Μουρ, της Σιγκούρνι Γουίβερ. Εκαναν την ίδια διαδρομή με εμένα και ακόμη δεν είμαι διόλου κοντά τους: ούτε όσον αφορά τα χρήματα ούτε όσον αφορά τις επαγγελματικές ευκαιρίες. Διόλου κοντά τους».

Η πρώτη Αφροαμερικανή που τιμήθηκε με Primetime Emmy, που έχει στο ενεργητικό της ένα βραβείο Οσκαρ, δύο βραβεία Tony και μία Χρυσή Σφαίρα και αυτή τη στιγμή πρωταγωνιστεί στο τηλεοπτικό «How to get away with murder» (από τις 27 Σεπτεμβρίου προβάλλεται ο 5ος  κύκλος) και στο κινηματογραφικό «Widows» του Βρετανού Στιβ ΜακΚουίν (πρεμιέρα στις 16 Νοεμβρίου), είναι θυμωμένη. Καταγγέλλει πως «ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο κόσμος μιλάει για πολυπολιτισμικότητα είναι επειδή το θέμα ήταν της μόδας πέρυσι. Ηταν ένα hashtag. Η κοινωνική ενσωμάτωση πρέπει να ξεκινάει από τους επικεφαλής των κινηματογραφικών στούντιο που δίνουν το πράσινο φως για ταινίες. Δεν θα σε υπολογίσουν για έναν ρόλο που έχει γραφτεί για τη Σάντρα Μπούλοκ ή τη Ρις Γουίδερσπουν. Φοβούνται ότι η ταινία δεν θα κάνει λεφτά διεθνώς». Ευτυχώς για εκείνη υπήρξαν κάποιοι παραγωγοί που ξεπέρασαν τους φόβους τους και της έδωσαν ρόλους στους οποίους έλαμψε το ταλέντο της. Υπήρξε και η Σόντα Ράιμς, η δημιουργός του «How to get away with murder», που επιλέγοντας την Ντέιβις ως πρωταγωνίστρια της έδωσε μια από τις μεγαλύτερες ευκαιρίες στην καριέρα της: τη δυνατότητα να δείχνει την αξία της σε εκατομμύρια θεατές κάθε εβδομάδα χρησιμοποιώντας την τεράστια δύναμη της τηλεόρασης. Είχε ώς τότε εμφανιστεί και σε άλλες σειρές, είχε παίξει και σε τηλεταινίες, αυτή όμως τη φορά ο ρόλος γράφτηκε πάνω της. Και τι ρόλος! Η δικηγόρος Αναλίζ Κίτινγκ είναι μια από τις πιο σύνθετες προσωπικότητες που έχουμε δει σε τηλεοπτική σειρά – τη μια αντιπαθητική, την άλλη συμπαθητική, τη μια σκληρή και δεσποτική, την άλλη ανυπεράσπιστη και τρυφερή, τη μια βίαιη, την άλλη η στοργική μαμά στην αγκαλιά της οποίας θέλεις να γείρεις και να κλάψεις – βρίσκοντας στο πρόσωπο της Ντέιβις την ιδανική ερμηνεύτρια. Είναι εξάλλου και εκείνη όπως και η Ντέιβις, παιδί που δούλεψε και αγωνίστηκε σκληρά για να τα καταφέρει. Αυτό, βεβαίως, πρέπει να είναι το μοναδικό κοινό της ηθοποιού με την αδίστακτη δικηγόρο.

Μεγαλώνοντας στην εξαθλίωση

Κόρη ενός εκπαιδευτή αλόγων και μιας εργάτριας, η Ντέιβις γεννήθηκε το 1965 στο Σεντ Μάθιους της Νότιας Καρολίνας και μεγάλωσε στο Ρόουντ Αϊλαντ μαζί με τρία από τα πέντε αδέλφια της. Αυτό που κυρίως θυμάται είναι πως «δεν είχαμε φαγητό». Γι’ αυτό και η μετακίνηση της μισής οικογένειας στο Ρόουντ Αϊλαντ έγινε στο πλαίσιο της δραματικής προσπάθειας να επιζήσουν. Οι Ντέιβις βρήκαν στέγη σε μια πολυκατοικία που επρόκειτο να γκρεμιστεί, ώστε να μη χρειάζεται να πληρώνουν ενοίκιο. Ζούσαν μέσα στη βρώμα και στους αρουραίους – οι εικόνες παραμένουν ανεξίτηλες στη μνήμη της Βαϊόλα. Της ανήσυχης Βαϊόλα που όταν πήγε στο σχολείο ανακάλυψε την αγάπη της για το θέατρο. Ηθελε, βεβαίως, μεγάλη προσπάθεια για να μπορεί να ονειρεύεται μέσα στην κόλαση που ζούσε και στην οποία αναφέρθηκε στον λόγο που έβγαλε όταν τιμήθηκε για το φιλανθρωπικό έργο της: «Ημουν ένα από τα 17 εκατομμύρια παιδιά σε αυτή τη χώρα που δεν γνώριζαν πότε θα φάνε το επόμενο γεύμα. Εκανα τα πάντα για βρω φαγητό. Μεταξύ άλλων έκλεψα και έψαξα μέσα σε κάδους σκουπιδιών. Στο σχολείο ήμουν πάντα τόσο πεινασμένη και ντρεπόμουν. Δεν μπορούσα να αξιοποιήσω τις δυνατότητές μου, ήμουν τόσο εξαντλημένη, που δεν μπορούσα να αγωνιστώ για να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα». Και όμως τα έκανε! Τελειώνοντας το σχολείο παρακολούθησε θεατρικές σπουδές στο Rhode Island College για να βρεθεί, αμέσως μετά, στην Juilliard School της Νέας Υόρκης.

Τα πρώτα βήματα

Το 1996 έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της παίζοντας μια νοσοκόμα στο «The substance of fire». Τα γυρίσματα για τον ρόλο της διήρκεσαν μία ημέρα. Πληρώθηκε με 528 δολάρια. Την ίδια χρονιά έκανε το τηλεοπτικό ντεμπούτο της ερμηνεύοντας δύο μικρούς ρόλους στα «NYPD Blue» και «New York Undercover». Δύο χρόνια μετά, το 1998, ήρθε η ώρα του θεατρικού ντεμπούτου της με το «Joe Turner’s come and gone» του Ογκουστ Γουίλσον, του  πρώτου αφροαμερικανού θεατρικού συγγραφέα που κέρδισε το Πούλιτζερ. Ακολούθησαν και άλλοι θεατρικοί ρόλοι, ώς το 2001 που κέρδισε Tony και Drama Desk Award για την ερμηνεία της στο «King Hedley II», πάλι του Γουίλσον. Το δεύτερο Drama Desk Award ήρθε το 2004 για την εμφάνισή της στο «Intimate apparel» της Λιν Νότατζ. Τελευταία φορά πάτησε στη θεατρική σκηνή το 2010 για το «Fences» που είχε γράψει, για άλλη μία φορά, ο Γουίλσον και που έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην καριέρα της. Στο μεταξύ ευχάριστα ήταν τα νέα και από τα κινηματογραφικά πλατό, με την Ντέιβις να συνεργάζεται, μεταξύ άλλων, με τον Στίβεν Σόντερμπεργκ στις ταινίες «Out of sight», «Traffic», «Ocean’s Eleven» και «Solaris». Ηταν όμως η «Αμφιβολία», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ (πάνω στο θεατρικό έργο του ίδιου), που έστρεψε όλα τα μάτια πάνω της.

Ο δρόμος προς τα Οσκαρ

Στον πολύ σύντομο ρόλο της μητέρας ενός εφήβου που μπορεί και να έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά από έναν ιερέα – δάσκαλο (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν), η Ντέιβις κλέβει την παράσταση και βρίσκεται υποψήφια για Οσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου, για Χρυσή Σφαίρα, για Critic’s Choice Movie Awards και για Screen Actors Guild Awards. Κριτικοί και κοινό επαινούν το ταλέντο της και τα υπερθετικά σχόλια παίρνουν ακόμα μεγαλύτερη αξία δεδομένου ότι η Ντέιβις έπαιζε δίπλα στη Μέριλ Στριπ. Μπορεί να μην κέρδισε το Οσκαρ, όμως λίγο μετά ήρθε ένα ακόμα Tony, το δεύτερό της, για να την παρηγορήσει. Της απονεμήθηκε για την ερμηνεία της στο «Fences». Με την κινηματογραφική μεταφορά του «Fences» κέρδισε και το Οσκαρ καλύτερου Β’ γυναικείου ρόλου. Και Χρυσή Σφαίρα. Και Screen Actors Guild Award. Η Βαϊόλα Ντέιβις ήταν πια αναγνωρισμένη ως μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς των ημερών μας. Το ήξερε, το απολάμβανε, κοιτούσε το κοινό κατάματα με τη σιγουριά που της χαρίζει το ταλέντο της. Αυτό έκανε και το βράδυ που της απονεμήθηκε το Οσκαρ, λέγοντας κατά τη διάρκεια της ομιλίας της: «Υπάρχει ένα μέρος όπου συγκεντρώνονται όλοι οι άνθρωποι με μεγάλες προοπτικές, μόνο ένα μέρος. Το νεκροταφείο. Οι άνθρωποι με ρωτούν συνέχεια: τι είδους ιστορίες θέλεις να πεις, Βαϊόλα; Κι εγώ τους απαντώ: Ξεθάψτε αυτούς τους ανθρώπους. Τις ιστορίες τους. Τις ιστορίες ανθρώπων που ονειρεύτηκαν και δεν είδαν τα όνειρά τους να γίνονται πραγματικότητα. Ανθρώπων που ερωτεύτηκαν και έχασαν. Εγινα ηθοποιός γιατί το δικό μας επάγγελμα είναι το επάγγελμα που γιορτάζει τη ζωή».

«Εγκλημα» για πολλά βραβεία

Στο μεταξύ, στη δική της ζωή είχαν έρθει η Σόντα Ράιμς και τα ABC Studios με το «How to get away with murder». Η σειρά αποδείχθηκε πιο σημαντική για την καριέρα της και από τις καλύτερες ταινίες που είχε ώς τότε γυρίσει. Χάρη σε αυτήν η Ντέιβις έγινε η πρώτη Αφροαμερικανή που κέρδισε, ανάμεσα σε άλλα βραβεία, Emmy για την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία σε δραματική σειρά. Ηταν φυσικό: Η ηθοποιός πήρε πάνω της το σίριαλ καταφέρνοντας να κρατάει το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο. Μπορεί να περιστοιχίζεται από πολύ καλούς ηθοποιούς, όμως το «How to get away with murder» το βλέπεις κυρίως για τη σατανική, πολυμίσητη αλλά και αξιαγάπητη (και όμως!) Αναλίζ της Ντέιβις. Το γνωρίζει και η ίδια, γι’ αυτό και δίνει τα πάντα στον ρόλο της, χαρίζοντάς μας σκηνές που θα μείνουν στην ιστορία της τηλεόρασης. Κορυφαία ανάμεσά τους η σκηνή του πρώτου κύκλου, όπου έχοντας μάθει την απιστία του συζύγου της, προδομένη και θλιμμένη, σε ένα αμείλικτο γκρο πλαν, αφαιρεί την περούκα της, τις βλεφαρίδες της και όλο το μακιγιάζ της, αποκαλύπτοντας με θάρρος την πραγματική εικόνα της (στην πιο παρακμιακή εκδοχή της). Και απογυμνώνοντας με ευφυή τρόπο την ψυχή της φτιαγμένης από σίδερο δικηγόρου. Οπως η ίδια έχει αποκαλύψει, η ιδέα για το «ξεγύμνωμα» ήταν δική της.

Μητέρα και ακτιβίστρια

Θα περίμενε κανείς σήμερα να μην προλαβαίνει να διαλέξει ρόλους. Εκείνη όμως εξακολουθεί να καταγγέλλει ένα Χόλιγουντ διακρίσεων. Οπως εξακολουθεί να αγωνίζεται για να σταματήσουν αυτές οι διακρίσεις, προικισμένη ως φαίνεται με το αγωνιστικό πνεύμα της μητέρας της, που ήταν ενεργό μέλος του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Κάνει δωρεές σε σχολεία και σε βιβλιοθήκες, μαζεύει χρήματα για τα παιδιά που πεινάνε συνεργαζόμενη με το «Hunger Is», δεν σταματάει ποτέ να διαμαρτύρεται για την πείνα, τη φτώχεια, για το δικαίωμα όλων των ανθρώπων στην εκπαίδευση. Μητέρα ενός κοριτσιού που υιοθέτησαν με τον σύζυγό της το 2011, αλλά και του γιου και της κόρης που αυτός είχε από προηγούμενο γάμο του, η Ντέιβις ονειρεύεται έναν κόσμο όπου κανένα παιδί δεν θα περάσει αυτά που εκείνη πέρασε. Επιβεβαιώνοντας με κάθε ευκαιρία, σε κάθε συνέντευξή της, πως δεν έχει αφήσει πίσω της το δραματικό παρελθόν της. Το εξαθλιωμένο κορίτσι που δεν είχε να φάει ζει για πάντα μέσα της. Αυτό το κορίτσι τη σπρώχνει τώρα να διεκδικήσει μια πιο δίκαιη εποχή για τα παιδιά που θα έρθουν. Και για αυτό τον αγώνα της η Ντέιβις γίνεται αγαπητή. Κερδίζοντας, εκτός από την εκτίμηση του κοινού για το ταλέντο της, και την εκτίμηση για τον μαχητικό και φωτεινό χαρακτήρα της.