Δεν πέρασαν λίγες μέρες από τη λήξη του τρίτου Μνημονίου και η χώρα μας έζησε την πρώτη τραυματική εμπειρία της στις σχέσεις της με τις αγορές. Οσο οι υπουργοί και τα στελέχη της κυβέρνησης μοίραζαν παροχές, τόσο ανέβαιναν τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών ομολόγων. Και όσο ανέβαιναν τα τελευταία, τόσο πιο απόμακρη γινόταν η πολυπόθητη έξοδος στις αγορές. Σκηνή βγαλμένη από το μέλλον και μάθημα για όσους εξακολουθούν να καλλιεργούν λανθασμένες εντυπώσεις για τους βαθμούς ελευθερίας στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής στα χρόνια μετά τη λήξη του τρίτου Μνημονίου.

Το τρίτο Μνημόνιο έληξε αλλά η χώρα μας δεν ανέκτησε την ελευθερία της στη λήψη των αποφάσεων. Και δεν την ανέκτησε γιατί βασικές δεσμεύσεις του εξακολουθούν να ισχύουν ενώ για άλλα μέτρα που προβλέπει έχει δοθεί «υποσχετική» για να εφαρμοσθούν στο μέλλον. Το χειρότερο όμως είναι ότι την τυπική λήξη του τρίτου Μνημονίου διαδέχονται ουσιαστικά δύο νέα Μνημόνια: Το ένα με τις αγορές οι οποίες θα παρακολουθούν και θα αξιολογούν την πορεία της χώρας και την οικονομική πολιτική. Το άλλο είναι το Μνημόνιο του χρέους με τους δανειστές, που προβλέπει ότι οι νέες επιμηκύνσεις στην αποπληρωμή τόκων που έχει ανάγκη η Ελλάδα για να θεωρείται «βιώσιμη» οικονομία θα γίνουν εφόσον εφαρμοσθούν οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στην οικονομική πολιτική.

Μέσα σε λίγες ώρες την περασμένη εβδομάδα τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών τίτλων εκτοξεύτηκαν στο 4,6% γιατί οι αγορές αντέδρασαν στην παροχολογία. Ετσι δουλεύει το Μνημόνιο της χώρας με τις αγορές. Ανεβαίνουν τα σπρεντ και ακυρώνεται οποιαδήποτε προοπτική εξόδου της χώρας για δανεισμό τον οποίο έχει ανάγκη στο μέλλον για να καλύπτει τις υποχρεώσεις της. Και αυτό γιατί όταν εξαντληθεί το μαξιλάρι ασφαλείας των 24 δισ. ευρώ δεν θα υπάρχει χρηματοδότηση από τους δανειστές. Και τι θα γίνει χωρίς δανεισμό από τις αγορές; Ενα νέα δανειακό Μνημόνιο από τους εταίρους μας θα έλθει για να καλύψει το κενό για να αποφευχθεί η χρεοκοπία.

Οσο για το Μνημόνιο χρέους που συνήψε η κυβέρνηση με τους δανειστές προβλέπει εν ολίγοις τα εξής: Οι ευρωπαίοι εταίροι μας θα εξετάσουν μετά το 2032 το ενδεχόμενο νέων ελαφρύνσεων στο ελληνικό χρέος για τη βιωσιμότητα του οποίου υπάρχουν ισχυρές ενστάσεις από τις αγορές. Αλλά αυτό θα γίνει εφόσον τηρούνται τα συμφωνηθέντα. Με άλλα λόγια οι δανειστές κρατούν τα κλειδιά της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και έτσι της δυνατότητας πρόσβασης της χώρας στις αγορές οι οποίες δεν δανείζουν μη βιώσιμες καταστάσεις.

Κάπως έτσι, η χώρα μας είναι δεμένη για τα επόμενα 40 χρόνια μέχρι το 2060 οπότε και αναμένεται βάσει των σημερινών προβλέψεων να αποπληρώσει τον μεγάλο όγκο των χρεών της. Και αυτοί είναι οι μηχανισμοί ελέγχου από τους οποίους θα περάσουν και οι σημερινές εξαγγελίες Τσίπρα από τη ΔΕΘ. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα χρειάζεται μειώσεις φόρων και άλλων εξοντωτικών βαρών που επέβαλε (κυρίως) η σημερινή κυβέρνηση. Χρειάζεται αποκατάσταση των αδικιών που καθιερώθηκαν στο Ασφαλιστικό με τον νόμο Κατρούγκαλου. Αλλά χρειάζεται όμως και εκσυγχρονισμός του Δημοσίου. Χρειάζεται κλίμα ανάπτυξης και όχι φθηνής παροχολογίας, που είναι και επικίνδυνο και αποπροσανατολιστικό για την κοινωνία.