Συνέβη πριν από λίγες ημέρες. Πριν μπω καλά-καλά στο ταξί, ο οδηγός μού ξεκαθάρισε ότι το pos ήταν χαλασμένο. Ουδέν πρόβλημα, μια και το τελευταίο που θα πλήρωνα με πιστωτική κάρτα είναι το ταξί (Κακώς; Κακώς). Πάντως με αυτό ως αφορμή, η σχετικά σύντομη διαδρομή μου διανθίστηκε με τις αποκαλύψεις που μου έκανε ο 55χρονος ταξιτζής περί ηλεκτρονικών πληρωμών, τις οποίες μάλιστα είχε από πρώτο χέρι, κατευθείαν από την Κίνα. Διότι εκεί συμβαίνουν τα ακατανόμαστα. Ο στόχος, όπως μου εξήγησε, είναι να μας έχουν φακελωμένους όλους. Σε έναν κεντρικό υπολογιστή (χρησιμοποιώ τη δική του ορολογία) έχουν περάσει τα δεδομένα μας, ειδικά τα σχετικά με την υγεία μας. Αν λοιπόν έχω ζάχαρο και πάω να αγοράσω, με κάρτα, μια τούρτα, το μηχάνημα θα απορρίψει τη συναλλαγή. Ο λόγος; Να μην επιβαρύνω το κράτος με τα έξοδα θεραπείας του ζαχάρου μου διότι είναι ακριβές και οι ινσουλίνες. Στην Κίνα συμβαίνει ήδη, σύντομα και κοντά μας, εν τω μεταξύ είχα φτάσει στον προορισμό μου.

Η δημόσια κουβέντα περί επιδόματος στους οδηγούς ταξί ώστε να μεταφέρουν με χαμηλότερο κόμιστρο τους μεθυσμένους του Σαββατοκύριακου, μου έφερε στον νου απίθανες ιστορίες με ταξιτζήδες. Και δεν ξέρω αν αποτελούν, μόνο στην Ελλάδα, μια ιδιαίτερη κατηγορία ή συμβαίνει και αλλού. Πάντως εγώ, επειδή δεν οδηγώ, τους θεωρώ κάπως σαν μέλη της οικογένειάς μου. Σπάνια να μην ανοίξω κουβέντα μαζί τους και επίσης σπάνια να μην προκύψουν από αυτήν «θησαυροί ηθογραφίας».

Θυμάμαι κάποιον που μου εξηγούσε αναλυτικά για ποιον λόγο μαυρίζουμε καλύτερα όταν κάνουμε ηλιοθεραπεία… το βράδυ. Διότι, σου λέει, το έδαφος απορροφά κατά τη διάρκεια της ημέρας την ηλιακή ακτινοβολία αλλά το βράδυ την εκπέμπει και έτσι, αν ξαπλώσουμε καταγής, θα έρθουμε σε άμεση επαφή και θα μαυρίσουμε στο πιτς φυτίλι. Επίσης, στον πρώτο κιόλας μήνα του λοκντάουν, μπορεί και την πρώτη φορά που πήρα ταξί επί καραντίνας, ο οδηγός ήταν σίγουρος, κάθετος και αδιαπραγμάτευτος, ότι το εμβόλιο για τον κορωνοϊό υπήρχε ήδη και το είχαν πολύ καλά φυλασσόμενο σε μια αποθήκη στου Ρέντη αλλά δεν πρόκειται να το κυκλοφορήσουν διότι θέλουν να μας κρατήσουν μέσα στα σπίτια μας για πάντα. Και θυμάμαι εκείνον τον σιωπηλό τύπο που ενώ δεν άνοιξε το στόμα του σε όλη τη διαδρομή – ήταν μέρα που δεν είχα κι εγώ κέφια – την ώρα που μου έδινε τα ρέστα με «πυροβόλησε» με την πρόταση: «Κυρία μου, βλέπετε ότι ο Θεός με έκανε φτυστό με τον Ερμή. Αλλά εκείνου του έδωσε φτερωτά σανδάλια κι εμένα βατραχοπέδιλα».

Γενικώς, αφού δεν μπορώ να τις αποφύγω, χαλαρώνω και απολαμβάνω τις συζητήσεις με οδηγούς ταξί. Ακόμη κι εκείνη τη φορά που ήμουν μαζί με φίλη μου, σύζυγο πολιτικού, κι ο οδηγός (που, φυσικά, δεν την ήξερε) μας μιλούσε για την τεράστια περιουσία της και για την αλυσίδα καταστημάτων της οποίας ήταν ιδιοκτήτρια (καμία σχέση). Μου έχουν τύχει όμως και πολύ ευχάριστες εκπλήξεις. Ο οδηγός που, με το που μπήκα, με ρώτησε ποια όπερα θα ήθελα να ακούσω στη διαδρομή (για να πω τη μαύρη μου αλήθεια, πιστεύω πολύ στο σωστό soundtrack και, μέσα στο ταξί, έναν Καρρά τον προτιμώ) και ο άλλος που, ενώ μιλούσαμε με τη φίλη μου για το «Γκιακ», επενέβη με πολύ καίριες παρατηρήσεις για τη συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου.

Πήγαινέ τους όπου θέλουν, ταξιτζή

Το μέτρο περί επιδότησης που ανακοινώθηκε πριν από δύο μέρες έχει ήδη ανακληθεί ύστερα από το τρολάρισμα που δέχθηκε. Απορώ ωστόσο ποιος ή πώς το σκέφτηκε. Και κατέληξα στο εξής συμπέρασμα. Οποιος και να είναι, ή δεν είχε ακούσει ποτέ ή είχε ακούσει πριν από πέντε λεπτά την παρλάτα του Χάρι Κλιν που, μεθυσμένος, ρωτάει τον ταξιτζή αν μπορεί ν’ αφήσει στο πίσω κάθισμα δύο πίτσες και έξι μπίρες. Και ξερνάει.