Με εξαίρεση αυτή τη χαριτωμένη τουριστική νότα, ένιωθα σα να είχα το πάρκο για πάρτη μου – οι υπόλοιποι ήμασταν “της γειτονιάς”, οικογενειακά: μόνο δρομείς, ποδηλάτες και όσοι βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους. Μάλλον εγώ ήμουν η μόνη παραφωνία – η παράξενη μοναχική οδοιπόρος, ούτε σκύλος ούτε τίποτα. (Βέβαια παραλίγο να μπω μόνη και να βγω με “κατοικίδιο”: ένα νεαρό ρακούν είχε παγιδευτεί κάτω από μια σχάρα κοντά στη Λίμνη, και του έκανα παρέα μέχρι να βεβαιωθώ ότι η σχετική υπηρεσία είχε καταγράψει το αίτημά μου να έρθουν να το απεγκλωβίσουν. Κόντεψα να παγώσω, δεν μπόρεσα να μείνω άλλο στους μείον οχτώ Κελσίου να δω τη διάσωση.)

Ασφαλώς και το πάρκο είναι πιο ελκυστικό όταν το περιχύνει η πορτοκαλί παλέτα του φθινοπώρου ή όταν το πασπαλίζει με λευκά και ρόδινα μικρά θαύματα το ραβδάκι της άνοιξης ή όταν γίνεται ολόκληρο μια καταπράσινη όαση να σου χαϊδεύει τα αφτιά και να σου δροσίζει το δέρμα. Όμως τα δέντρα κάνουν όσο ποτέ αισθητή την παρουσία τους στην καρδιά του χειμώνα: γυμνές, εκτεθειμένες, οι σκοτεινές σιλουέτες μοιάζουν τόσο απροστάτευτες που είναι σαν να απαιτούν να στραφείς προς αυτές και να τις ρωτήσεις: “Είστε ακόμα ζωντανά, δέντρα;”

Αν και ζω στη Νέα Υόρκη εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, ντρέπομαι αλλά θα το πω: δεν ξέρω το Σέντραλ Παρκ τόσο καλά (ή όσο καλά θα έπρεπε, δεδομένου ότι το έχω περπατήσει αμέτρητες φορές). Κάθε φορά ξεκινάω με τη δίψα φυσιοδίφη, αποφασισμένη να φτάσω όσο πιο βαθιά γίνεται στους θάμνους του “The Ramble” (του πιο άγριου, από άποψη βλάστησης, κομματιού του πάρκου) και να χαθώ επιτέλους στο δάσος, μακριά από τους τουρίστες που φωτογραφίζονται σε γεφυρούλες και βαρκούλες, και τους ντόπιους που κάνουν πικ νικ στα γκαζόν, αλλά πάντα καταλήγω να υποκύπτω στα γεωμετρικά μοτίβα του εικοσιεννεαόροφου Αρ Ντεκό κτιρίου “El Dorado” ή να θαυμάζω την πρώην Έπαυλη Κάρνεγκι (νυν Μουσείο Cooper Hewitt), που με τα Μποζ-Αρ στοιχεία της με στέλνει πίσω στο φοιτητικό μου Παρίσι. Ποτέ δεν καταφέρνω να μείνω μέσα στο πάρκο – με τραβάνε οι αρχιτεκτονικές “σειρήνες”, τα αριστουργηματικά κτίρια που κοσμούν τις λεωφόρους που πλαισιώνουν τον εμβληματικό ορθογώνιο “πνεύμονα.”

Παρηγοριέμαι σκεπτόμενη ότι οι εγκέφαλοι που κρύβονται πίσω από την υπέροχη πράσινη “νησίδα μέσα στη νησίδα”, την έχουν επίτηδες σχεδιάσει έτσι· ότι δηλαδή πέφτω στην παγίδα που αριστοτεχνικά συνέλαβαν το 1858 οι Frederick Law Olmsted και Calvert Vaux, και ότι ο ιδιοφυείς αρχιτέκτονες με παρακολουθούν από το υπερπέραν να απολαμβάνω μεν τις χελώνες και τις χήνες που λιάζονται στα βραχάκια των πολυάριθμων λιμνών του πάρκου, αλλά με ενθαρρύνουν κιόλας να βγαίνω στην 72η Οδό για να μελετήσω τους δαυλούς που φωτίζουν την παραμυθένια είσοδο της “Ντακότα”, και να αφήνω τη φαντασία μου να καλπάσει στα… βοσκοτόπια του Άπερ Γουέστ Σάιντ του 1884, όταν ανεγέρθηκε η θρυλική πολυκατοικία, περίπου έναν αιώνα πριν μετακομίσουν σε ένα από τα υπερπολυτελή διαμερίσματά της ο Τζον και η Γιόκο.

Ο Γούντι, οι στοές και η αιώνια αναβολή

Εκτός από την ενοχή ότι προδίδω τη φύση για χάρη της αρχιτεκτονικής, επιπλέον με καταδιώκει και ο Dobel, ο ήρωας τον οποίον παίζει ο Γούντι Άλλεν στην ταινία του “Anything Else.” Οι περισσότερες από τις σκηνές με τον εν λόγω ρόλο εκτυλίσσονται στο Σέντραλ Παρκ – όπως βέβαια και τόσες άλλες σκηνές του κινηματογραφιστή που ίσως έχει αιχμαλωτίσει και λατρέψει όσο κανείς το Μεγάλο Μήλο, σε βαθμό που να αναρωτιέσαι: το Μήλο έκανε τον Γούντι ή ο Γούντι το Μήλο;

Στην κορύφωση της πλοκής, λοιπόν, νομίζω ότι ο Dobel δίνει ραντεβού στον Τζέρρυ (Jason Biggs) σε μια από τις στοές του πάρκου. Μέχρι σήμερα, δεν έχω ταυτίσει τη στοά· την αφήνω να πλανάται ως μυστήριο, κι έτσι κάθε φορά που περιπλανιέμαι και περνάω από κάποια στοά, αναρωτιέμαι αν ήταν εκείνη της κρίσιμης σκηνής τού “Anything Else.” Αντιστέκομαι στον πειρασμό να κάνω google τις στοές του Σέντραλ Παρκ· περιμένω να βρεθούν στο διάβα μου μόνες τους.

Και την ταινία – που την ερωτεύτηκα πριν με βγάλει ο δρόμος στη Νέα Υόρκη – έχω χρόνια να την ξαναδώ· τραβάω στα άκρα το να ζω με την επίγευση της νεοϋορκέζικης πεμπτουσίας όπως τη θυμάμαι από τα παλιά, με την αθώα ματιά μου του τότε, και όπως μόνο ο Γούντι ξέρει τα μαγικά να την αποτυπώνει: οι αρχετυπικοί ήρωές του – η Αμάντα (Cristina Ricci), φιλόδοξη αλλά με τρικυμία εν κρανίω νεαρή ηθοποιός· η μεσήλικας μουσικός μαμά της (Stockard Channing), που προσπαθεί να αναθερμάνει την καριέρα της· και φυσικά το ντουέτο, οι φίλοι κωμωδιογράφοι (ο νεαρότατος Biggs και ο πολύ μεγαλύτερός του, σε ρόλο μέντορα, Γούντι) – όλοι δοσμένοι στα πάθη τους, χάνονται και ξαναβρίσκονται, χάνουν και ξαναβρίσκουν τον έρωτα και την ευτυχία, πάντα μέσα στη γλυκόπικρη παρηγοριά της μυθικής Πόλης.

Ο φανταστικός Sempé

Όμως δεν με στοιχειώνει μόνο ο Γούντι: καθώς χαζεύω τους εν πάρκω συντρόφους μου να κάνουν ποδήλατο και να τρέχουν, αναδύονται εικόνες ζωγραφισμένες από έναν μη γηγενή αλλά απόλυτο Νεοϋορκέζο, στον οποίο χρωστάμε κάποιες από τις πιο αυθεντικές απεικονίσεις της ζωής στη μητρόπολη. Πάνω στους σημερινούς “συν-παρκιστές” προβάλλω τις πετσετέ κορδέλες αλά Μπιορν Μποργκ που φορούσαν στο τζόγκινγκ στα ’80ς ή νομίζω ότι οι δρομείς τού σήμερα κρατάνε τα γουώκμαν τους – απίθανες λεπτομέρειες διά χειρός Sempé.

(Ποιος θα φανταζόταν πόσο γρήγορα τα ανθρωπάκια που διαβάζουν όλα τους σε κάθε πιθανή θέση και στάση -σε παγκάκια, περπατώντας, κάνοντας ρόλλερς- τους Τάιμς, έμελλε να φαντάζουν “μουσειακά”· ένας στους εκατό βλέπω πια να κρατάει εφημερίδα στο πάρκο, όλοι παίζουν με τα κινητά τους.)

Τα σπαρταριστά σκίτσα που τόση εντύπωση είχαν κάνει στα παιδικο-εφηβικό μυαλό μου όταν τα χάζευα στα ελληνικά περιοδικά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, αφότου τα αναβίωσε η αφιερωμένη στον απαράμιλλο Γάλλο σκιτσογράφο έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Νέας Υόρκης.

Οι “Πύλες” του 2005

Άφησα για το τέλος την επιστροφή εκεί όπου ξεκίνησαν όλα: μάλλον αγαπώ το Σέντραλ Παρκ όπως είναι αυτή την εποχή, χιονισμένο κι ερημικό, γιατί έτσι το πρωτογνώρισα, ακριβώς πριν 20 χρόνια. Τον Φεβρουάριο του 2005, την πρώτη μας μέρα στη Νέα Υόρκη (και στον “νέο κόσμο”), η αδερφή μου κι εγώ ανεβήκαμε ξαναμμένες τη Λεωφόρο Μάντισον και τρέξαμε να πατήσουμε το χιονάκι στα μονοπάτια και στις πλαγιές του πάρκου, ακολουθώντας τις… “Πύλες” κάποιων (και πάλι) Ευρωπαίων: διάσπαρτα, τα μεταλλικά πλαίσια του Κρίστο και της Ζαν-Κλοντ σε σχήμα πόρτας, με τα πορτοκαλί κρεμασμένα υφάσματα να ανεμίζουν σαν κουρτίνες, “πιτσιλούσαν” το κατάλευκο τοπίο με θερμό χτυπητό χρώμα. Αν και η εγκατάσταση (“The Gates”) του εικαστικού ζεύγους κράτησε μόνο λίγες μέρες, η πύλη της μαγικής πόλης είχε ανοίξει διάπλατα για πάντα.

Γιατί όπως λένε και ξαναλένε σε παραλλαγές διάφοροι διάσημοι, αρκεί μόνο μια φορά για να “βαπτιστείς” στη Νέα Υόρκη: αρχίζεις να της ανήκεις τη στιγμή που πατάς το πόδι σου, και το φίλτρο κρατάει για πάντα.

Η Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.