Με τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν να παραμένει σε εκκρεμότητα – και ανοιχτό το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να «ξεμπλοκάρει όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και καθώς οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να μπουν στον εκλογικό κύκλο του 2024 – το Ιράν αναζητά άλλες διεξόδους για το πετρέλαιό του, αλλά και συνολικά για τις οικονομικές του συναλλαγές.

Και φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό κοιτάζει… ανατολικά. Δηλαδή, προς την κατεύθυνση της Κίνας

Τριπλασιασμός των εξαγωγών ιρανικού πετρελαίου στην Κίνα

Σύμφωνα με εκτιμήσεις οι εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου στην Κίνα έχουν περίπου τριπλασιαστεί τα τελευταία τρία χρόνια. Ειδικότερα, το 2020 οι εξαγωγές ήταν στο ύψος των 324.000 βαρελιών/ημέρα, για να αυξηθούν σε 584.000 και 770.00 βαρέλια/ημέρα αντίστοιχα το 2021 και το 2022 και σύμφωνα με τις ενδείξεις από τον Ιανουάριο του 2023 έως και τώρα έχουν φτάσει το ύψος του 1,1 εκατομμυρίου βαρελιών/ημέρα.

Η αύξηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για το Ιράν. Και αυτό γιατί η χώρα δέχτηκε ένα πολύ σοβαρό πλήγμα στις εξαγωγές πετρελαίου όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ, επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, αποφάσισε το 2018 να αποχωρήσει μονομερώς από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και άρα να επιβάλει εκ νέου μονομερείς στο Ιράν.

Οι αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν σημαίνουν ότι όχι μόνο δεν μπορούν αμερικανικές εταιρείες να εμπορεύονται ιρανικό πετρέλαιο, αλλά και δημιουργείται ένα ιδιαίτερα ασφυκτικό περιβάλλον για ξένες εταιρείες ή τράπεζες που θα ήθελαν συναλλαγές με τις ιρανικές εταιρείες, καθώς αντιμετωπίζουν κυρώσεις από τις αμερικανικές αρχές ακόμη και όταν  οι χώρες τους δεν έχουν επιβάλει ανάλογες κυρώσεις.

Μια τέτοια χαρακτηριστική πρακτική είναι οι κατά καιρούς κατασχέσεις ιρανικών φορτίων πετρελαίου ακόμη και στη βάση αποφάσεων αμερικανικών δικαστηρίων που συνδέουν το Ιράν με την υποστήριξη της τρομοκρατίας και διατάσσουν την κατάσχεση για λόγους αποζημίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι διάφορες περιπτώσεις όπου οι ιρανικές αρχές παρακρατούν ξένα δεξαμενόπλοια έχουν να κάνουν με αντίποινα για τέτοιες κατασχέσεις.

Το αποτέλεσμα της κλιμάκωσης των αμερικανικών κυρώσεων ήταν σε πρώτη φάση μια πραγματική κατάρρευση των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το αποτέλεσμα της αλλαγής της αμερικανικής πολιτικής ήταν οι ιρανικές εξαγωγές πετρελαίου από πάνω από 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα να υποχωρήσουν κάποια στιγμή ακόμη και σε ένα επίπεδο λίγο πάνω από 400.000 βαρέλια την ημέρα.

Όμως, στη συνέχεια η ζήτηση από την Κίνα αλλά και άλλες χώρες που δεν συμμερίζονται στις αμερικανικές κυρώσεις φαίνεται ότι οδήγησαν στην εκ νέου ανάκαμψη, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου.

 Το Ιράν επιμένει ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα

Ούτως ή άλλως το τελευταίο διάστημα εκπρόσωποι της κυβέρνησης του Ιράν έχουν διατυπώσει αισιόδοξες εκτιμήσεις για τις εξαγωγές πετρελαίου και συμπυκνωμάτων φυσικού αερίου, υποστηρίζοντας ότι αυτή τη στιγμή η σχετική παραγωγική ικανότητα του Ιράν έχει φτάσει τα 3,8 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.

Μάλιστα, πρόσφατα ο υπουργός Πετρελαίου του Ιράν, Τζαβάντ Οουτζί, υποστήριξε ότι η χώρα του κατάφερε τους τελευταίος 20 μήνες να κλείσει συμφωνίες ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων με φίλιες χώρες.

Ένας λόγος για αυτή την αύξηση των εξαγωγών είναι και ότι το Ιράν μπορεί να προσφέρει σχετικά χαμηλότερες τιμές, προσελκύοντας πελάτες που «διψούν» για πετρέλαιο, όπως είναι η Κίνα.

Η σημασία της συμμετοχής στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης

Η ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης του Ιράν ως πλήρους μέλους στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης σηματοδότησε μια συνολικότερη επιλογή αναβάθμισης της συνεργασίας με τη Ρωσία και την Κίνα.

Με έναν τρόπο σηματοδοτεί μια συνολικότερη εκτίμηση της ιρανικής ηγεσίας, ιδίως των «συντηρητικών» που τώρα έχουν την εξουσία, ότι αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν περιθώρια αναβάθμισης των σχέσεων με τη Δύση, παρότι αυτό παρέμεινε για μεγάλο διάστημα βασική επιδίωξη και άλλωστε ήταν ο βασικός λόγος που το Ιράν είχε αποδεχτεί τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα.

Όμως, με την προοπτική να είναι πλέον σαφώς η συνέχεια και κλιμάκωση των κυρώσεων από την πλευρά των ΗΠΑ, κυρώσεων που είναι έτσι διατυπωμένες ώστε επί της ουσίας να δεσμεύουν και τις άλλες δυτικές χώρες στην έμπρακτη εφαρμογή τους, η στροφή προς τα ανατολικά καθίστατο σχεδόν μονόδρομος.

Ούτως ή άλλως όπως πρόσφατα υπογράμμισε το ίδιο το επίσημο ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων, το εμπόριο του Ιράν, εξαιρουμένου του πετρελαίου, με τις χώρες-μέλη του Οργανισμού  Συνεργασίας της Σαγκάης ανάμεσα στον Μάρτιο και τον Αύγουστο του 2022 αυξήθηκε κατά 31% φτάνοντας τα 17 δισεκατομμύρια δολάρια.

Βεβαίως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης παραμένει μια αρκετά χαλαρή δομή και δεν είχε ούτε τα χαρακτηριστικά οικονομικής ολοκλήρωσης που παρατηρούμε σε άλλες μορφές διακρατικής συνεργασίας, ούτε τη «σφιχτή» αμυντική δομή του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, ακόμη και στο συμβολικό επίπεδο αποτελεί μια αναβάθμιση της συνεργασίας του Ιράν με τη Ρωσία και την Κίνα.

Κυρίως, μαζί με την αναβάθμιση της οικονομικής συνεργασίας με τη Κίνα αλλά και της συνεργασία στο επίπεδο της προμήθειας μη επανδρωμένων αεροσκαφών από τη Ρωσία, σηματοδοτεί ότι η ιρανική ηγεσία εκτιμά ότι οδεύουμε με επιταχυνόμενους ρυθμούς σε έναν κόσμο πιο διαιρεμένο και πολυπολικό και κάνει την επιλογή να συντονιστεί περισσότερο με τον πόλο στον οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν η Ρωσία και η Κίνα.

Επιπλέον, η ένταξη στον συγκεκριμένο οργανισμό διευκολύνει και τις συνεργασίας της Κίνας και με άλλες χώρες που ανήκουν σε αυτόν όπως είναι η Ινδία στην οποία προσβλέπει η ιρανική ηγεσία για σημαντικές επενδύσεις.

Εάν σε όλα αυτά προστεθούν οι κινεζικές επενδύσεις στο Ιράν που έχουν ήδη συζητηθεί και μεθοδεύονται αλλά και τα διάφορα σχέδια για μεγάλους διαμετακομιστικούς άξονες που θα κάνουν πράξη τη στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος» και τα οποία συμπεριλαμβάνουν και το Ιράν μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία που έχει αυτή η «στροφή προς ανατολάς» του Ιράν.

Οι Ρεπουμπλικάνοι πιέζουν για νέες κυρώσεις σε βάρος όσων Κινέζων συναλλάσσονται με το Ιράν

Όλα αυτά έχουν θορυβήσει τις ΗΠΑ και ιδίως εκείνα τα τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου που έχουν μια παραδοσιακή εχθρότητα απέναντι στην Ισλαμική Δημοκρατία.

Σε αυτό το φόντο δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα μια ομάδα οκτώ ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών, με επικεφαλής του Μάρκο Ρούμπιο (Φλόριντα) και Τζιμ Ρις (Αϊντάχο) απέστειλε επιστολή στον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και την υπουργό Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, με την  οποία να επιβληθούν ακόμη περισσότερες κυρώσεις σε βάρος Κινέζων πολιτών αλλά και κινεζικών εταιρειών που εμπλέκονται στο ιρανικό εμπόριο πετρελαίου και άλλων πετροχημικών προϊόντων.