Το παράδοξο των εμφυλίων πολέμων είναι ότι είναι πιο εύκολοι να ξεσπάσουν από όσο νομίζουμε. Και σίγουρα δεν ανήκουν σε κάποιο ιστορικό παρελθόν. Από την Γιουγκοσλαβία έως το Ιράκ και πιο πρόσφατα την Ουκρανία έχει γίνει σαφές ότι είναι εφικτό να αποδιαρθρωθεί η όποια πολιτική και κοινωνική συνοχή, να λείψει η παράμετρος που επέτρεπε τον χειρισμό των αντιθέσεων και αυτές να πάρουν τη μορφή του αιματηρού εμφυλίου πολέμου. Μπορεί να είναι η διάλυση μιας προηγούμενης ομοσπονδιακής μορφής που απελευθερώνει αδικαίωτους εθνικισμούς, η κατάρρευση ενός κρατικού μηχανισμού που φέρνει εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες αντιμέτωπες, ή πολιτικές επιλογές που διαβάζονται ως διαδικασία αποκλεισμού από μεγάλες κοινωνικές ομάδες, όμως σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: «αυτοί που συνυπήρχαν» για δεκαετίες ή αιώνες να παίρνουν τα όπλα ο ένας εναντίον του άλλου.

Το βάρος του Εμφυλίου Πολέμου στις ΗΠΑ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια χώρα που ξεκίνησε από μια επανάσταση αλλά κατεξοχήν διαμορφώθηκε από έναν εμφύλιο πόλεμο, ιδιαίτερα αιματηρό και καταστροφικό και που πλευρές του διατηρήθηκαν ενεργές για πολύ καιρό ακόμη και ακόμη και σήμερα αποτυπώνουν βαθιές διαχωριστικές γραμμές στην αμερικανική κοινωνία, διαφορές πολιτικής κουλτούρας και συχνά και θεσμικών αντιλήψεων.

Οι ΗΠΑ με έναν τρόπο ήταν πάντα επιρρεπείς σε μια τέτοια σύγκρουση: η θεσμική ένταση ανάμεσα στις ομοσπονδιακές μορφές και τις ισχυρές εξουσίες σε πολιτειακό επίπεδο, μια μακρά παράδοση δυσπιστίας απέναντι στην προτεραιότητα των ομοσπονδιακών θεσμών και βέβαια αμερικανικές ιδιοτυπίες όπως η εκτεταμένη οπλοκατοχή και η μυθοποίηση του υποτιθέμενου δικαιώματος στις πολιτοφυλακές.

Ούτε είναι τυχαίο ότι παρότι το αμερικανικό ομοσπονδιακό κράτος και κρίσιμοι θεσμοί του (όπως π.χ. τo FBI) ήταν πάντα σε μια αρκετά δεξιόστροφη (με τον Ψυχρό Πόλεμο να κάνει τον αντικομμουνισμό επίσημη κρατική ιδεολογία), η αμερικανική ακροδεξιά πέραν του να είναι ρατσιστική και αντισημιτική είχε πάντα μια μεγάλη δυσπιστία απέναντι στο ομοσπονδιακό κράτος, μαζί με μια μεγάλη αγάπη για τις θεωρίες συνωμοσίας.

Μάλιστα, αυτή η ιδιαίτερη έμφαση στις θεωρίες συνωμοσίες και ιδίως σε αυτές που παραπέμπουν σε μια συμπαιγνία όσων μεθοδεύουν ταυτόχρονα την παγκοσμιοποίηση, την υπονόμευση της θέσης των λευκών και την άρνηση των διαφορών ανάμεσα στα φύλα, είναι που επιτρέπει στις παραλλαγές της ακροδεξιάς να έχουν ακροατήριο σε ένα κοινό κατεξοχήν λευκό, τις περισσότερες φορές αντρικό και έτοιμο να στρέψει την οργή για το χαμένο «αμερικανικό όνειρο» στις μειονότητες που υποτίθεται ότι έχουν «προνομιακή μεταχείριση» και τους «φιλελεύθερους» στο Κογκρέσο και τα ΜΜΕ.

Το κοινό αυτό επικοινωνεί εδώ και χρόνια και με το κοινό των Ρεπουμπλικάνων, ιδίως από τη στιγμή που οι τελευταίοι επέλεξαν και την πλήρη συμπόρευση με τη θρησκευτική δεξιά και υιοθέτησαν μια πολιτική ατζέντα που ενσωμάτωνε τέτοιες πλευρές σε ένα αντιφατικό υβρίδιο όπου συνυπήρχαν ο ενστερνισμός του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού με τον αυταρχισμό, την ποινικοποίηση των αμβλώσεων και την αμφισβήτηση των μέτρων αναδιανομής.

Ο Τραμπ και η συσπείρωση της αμερικανικής ακροδεξιάς

Ο Τραμπ ήταν ο πολιτικός που μπόρεσε να συσπειρώσει αυτό το κοινό της αμερικανικής ακροδεξιάς πιο αποτελεσματικά. Ο τρόπος που εμφανίστηκε ως κάποιος που είναι «εκτός συστήματος» και η επιλογή μιας λαϊκιστικής ρητορικής ενάντια στο «κατεστημένο της Ουάσιγκτον», είχαν μια ιδιαίτερη απήχηση σε αυτό ακριβώς το κομμάτι του ακροατηρίου των Ρεπουμπλικανών και σε κάποιες περιπτώσεις του επέτρεψε και ένα άνοιγμα κυρίως σε δυσαρεστημένους λευκούς ψηφοφόρους χωρίς πτυχίο κολεγίου σε περιοχές χτυπημένες από κύματα αποβιομηχάνισης.

Όμως, το κρίσιμο στοιχείο ήταν ότι ο Τραμπ περισσότερο από οποιονδήποτε πρόεδρο των ΗΠΑ εδώ και πάρα πολλά χρόνια δοκίμασε να παίξει το χαρτί της ευθείας αμφισβήτησης του αποτελέσματος των εκλογών. Αρκεί να θυμηθούμε τις εκλογές του 2000 όπου ήταν πολύ πιο εμφανής η μεθόδευση και αλλοίωση του αποτελέσματος στη Φλόριντα που οδήγησε στην εκλογή του Τζορτζ Μπους, αλλά ο Αλ Γκορ προτίμησε να αποδεχτεί την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, παρότι ήταν εμφανές ότι ήταν μια πολιτική απόφαση.

Αντιθέτως, ο Τραμπ από πολύ νωρίς επένδυσε σε ένα κλίμα ότι θα πάνε «να κλέψουν την εκλογή του». Αυτό αποτυπώθηκε στην αμφισβήτηση νομικά των επιστολικών ψήφων, σε ένα πλήθος από διαδικαστικά ζητήματα για την καταμέτρηση, μια πανστρατιά νομικών για να βρουν νομικά επιχειρήματα για ακύρωση των εκλογών και πάνω από όλα μια ανοιχτή πρόσκληση προς τους ψηφοφόρους να αμφισβητήσουν με μαζική κινητοποίηση το αποτέλεσμα των εκλογών.

Τι σήμαιναν τα έκτροπα στις 6 Ιανουρίου 2021

Η κινητοποίηση στις 6 Ιανουαρίου ήταν το τελευταίο του χαρτί σε αυτή την προσπάθεια. Ανεξαρτήτως των όσων έχει δηλώσει είναι σαφές ότι το σχέδιο ήταν για μια τεράστια κινητοποίηση που θα ασκούσε πίεση στο Κογκρέσο για να μην αναγνωρίσει τα αποτελέσματα των εκλογών. Ουσιαστικά, επένδυε σε μια εξωθεσμική (και ως ένα βαθμό αντιθεσμική) πίεση προς τη νομοθετική εξουσία να αμφισβητήσει την ίδια τη λαϊκή ετυμηγορία.

Και βέβαια σε αυτή την κινητοποίηση ενεργοποιήθηκε ακριβώς το «λαός του Τραμπ»: άνθρωποι έτοιμοι να υιοθετήσουν θεωρίες συνωμοσίας, έντονη ακροδεξιά ρητορική και βέβαια αναπόσπαστο τμήμα οι οργανώσεις που θεωρούν ότι «χρειάζεται να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους» όπως οι Proud Boys  αλλά και ένα ευρύτερο φάσμα από οργανώσεις και δίκτυα με πρακτική και λογική «πολιτοφυλακής». Άλλωστε, αρκετοί από αυτούς είχαν συναντηθεί ως ένα βαθμό και προηγουμένως από διάφορα on line φόρουμ έως τις διαδηλώσεις κατά των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία. Ας προσθέσουμε σε όλα αυτά ότι πέραν της αγάπης για τα όπλα, η Αμερική είναι και μια χώρα με ένα αρκετά υψηλό ποσοστό ανθρώπων που είναι πρώην στρατιωτικοί και μάλιστα με πολεμική εμπειρία, αποτέλεσμα των «ατελείωτων πολέμων» στους οποίους εμπλέκεται η υπερδύναμη.

Το ποιος ήταν ο σχεδιασμός του ίδιου του Τραμπ και του επιτελείου και ποιος των πιο «μαχητικών» ομάδων, όπως και τελικά συνολικά τι από όσα συνέβησαν αναλογούσε σε σχέδιο και τι στην αυθόρμητη δυναμική των πραγμάτων μικρή σημασία έχει. Το βασικό ήταν ακριβώς η λογική ότι μπορούν «ομάδες πατριωτών» να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και ακόμη και με τη βία να υπερασπιστούν αυτό που θεωρούν ότι είναι σωστό και αναγκαίο. Μόνο που αυτό στην πραγματικότητα δεν ανοίγει το δρόμο απλώς για πρακτικές βίαιου όχλου, αλλά ουσιαστικά και επαναφέρει το ξεχασμένο φάσμα του εμφυλίου πολέμου.

Επιπλέον, αυτό αποτυπώνεται και στην ένταση με την οποία ολοένα και περισσότερο αναδεικνύονται οι διαιρέσεις στις ΗΠΑ. Η αίσθηση ότι υπάρχουν «παράλληλα σύμπαντα» ως προς την πρόσληψη της πραγματικότητας ανάλογα π.χ. με το εάν κανείς παρακολουθεί Fox News ή MSNBC, η συνεχιζόμενη απήχηση θεωριών συνωμοσίας, το τραγικό και εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο με τους «μοναχικούς λύκους» που πολιτικοποιούνται στο διαδίκτυο και έπειτα εκμεταλλευόμενοι την εύκολη πρόσβαση σε όπλα σπέρνουν τον τρόμο για να «αντιπαλέψουν τη μεγάλη αντικατάσταση», η τεράστια φόρτιση ζητημάτων όπως η αντίθεση στις αμβλώσεις αλλά και η συνεχιζόμενη στοχοποίηση των αφροαμερικανών από τις αστυνομικές δυνάμεις, όλα αποτυπώνουν μια χώρα διαιρεμένη και ικανή να κατρακυλήσει σε ακόμη μεγαλύτερη βία, μια χώρα που πολεμάει τον εαυτό της (την ώρα που θέλει να κυριαρχήσει στον κόσμο), μια χώρα με έναν υφέρποντα εμφύλιο πόλεμο.

Η σημασία της έρευνας του Κογκρέσου

Οι ακροάσεις που κάνει αυτές τις μέρες η αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η παρουσίαση των στοιχείων που έχει συλλέξει για το πώς εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα με την επίθεση στο Καπιτώλιο και συνολικά η υπενθύμιση των γεγονότων της 6ης Ιανουρίου 2021 επανέφεραν στο προσκήνιο αυτό το ζήτημα. Ανεξαρτήτως των πολιτικών σκοπιμοτήτων που προφανώς και υπάρχουν στον ορίζοντα των κρίσιμων εκλογών του Νοεμβρίου (mid-term) και του βαθμού στον οποίο τελικά θα αποδειχθεί το «οργανωμένο από τον Τραμπ πραξικόπημα» που είναι η θέση των Δημοκρατικών, το σίγουρο είναι ότι το ερώτημα για το εάν και υπό ποιες συνθήκες η  Αμερική μπορεί να (ξανα)κατρακυλήσει στην ανεξέλεγκτη βία θα παραμένει ενεργό.