Η παγκοσμιοποίηση έχει, σε όλα τα επίπεδα, αναδείξει τις δυνατότητες αλλά και τα τρωτά χαρακτηριστικά επιμέρους κοινωνιών ανά τον κόσμο. Ως προς την πολιτισμική παγκοσμιοποίηση, αξίζει να τονιστεί ότι για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου πολιτισμικά προϊόντα διακινούνται μεταξύ διαφορετικών λαών και αναλίσκονται με τέτοια συχνότητα και ταχύτητα αλλά και σε τέτοια ποικιλία, πρωτίστως ως αποτέλεσμα των διαδοχικών τεχνολογικών επαναστάσεων εδώ και έναν αιώνα περίπου. Αυτή είναι η θετική εκδοχή της παγκοσμιοποίησης. Υπάρχει, ωστόσο, και η άλλη πλευρά, η λιγότερη λαμπερή, η, τρόπον τινά, κίβδηλη, του νομίσματος της παγκοσμιοποιημένης πολιτιστικής οικονομίας: αναφέρομαι στην οικοδόμηση πολιτισμικών αυτοκρατοριών, οι οποίες έχουν πλέον αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό, λόγω και των τεράστιων οικονομικών κερδών που εξασφαλίζουν, τις στρατιωτικά επιβαλλόμενες αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η λεγόμενη «ήπια ισχύς» (soft power) έχει αναχθεί σε αποτελεσματικό όπλο εδραίωσης και συντήρησης πολιτιστικών και κατά συνέπεια ιδεολογικών, συμβολικών αλλά και βεβαίως οικονομικών αποικιοκρατικών συσχετισμών.

Δρώντα υποκείμενα της ήπιας ισχύος δεν είναι, ως επί το πλείστον, κράτη (τουλάχιστον όχι επισήμως) αλλά ηγετικοί οργανισμοί, βιομηχανίες, κατά κάποιον τρόπο, πολιτιστικής παραγωγής, π.χ. στους χώρους του κινηματογράφου ή της μουσικής. Η υπερίσχυση συγκεκριμένων ηγεμονικών πολιτιστικών προτύπων εισάγει, μεταξύ άλλων, πρακτικές πολιτιστικής και άλλης (συμπεριλαμβανομένης, κατά το δυνατόν, και γλωσσικής) ομογενοποίησης σε πάμπολλες χώρες ανά την υφήλιο με εντελώς διαφορετικές ιστορικές και πολιτιστικές καταβολές και ουσιαστικές ανάγκες. Το φαινόμενο αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό και ιδεολογικό/συμβολικό πεδίο.

Εξίσου ανησυχητική με την ίδια την ομογενοποιητική δράση φορέων πολιτιστικής αποικιοκρατίας είναι η άρνηση σε αυτοβαυκαλιζόμενους κύκλους της διανόησης να διαγνώσουν, πόσω μάλλον να συζητήσουν με σοβαρότητα και, κατά το δυνατόν, χωρίς δεξιόστροφες ή αριστερόστροφες εντυπωσιοθηρικές παρεκτροπές, την πραγματικότητα των ποικίλων εντάσεων που προκαλούνται από το δίπολο «πολιτιστική παγκοσμιοποίηση – πολιτιστική εντοπιότητα». Σε συγκεκριμένους, λοιπόν, κύκλους το πρώτο ή το δεύτερο σκέλος του διπόλου αυτού ανάγεται σε απόλυτη ιδεολογική ετερότητα που αντίκειται σε συντηρητικές ή (αυτοπροβαλλόμενες ως) προοδευτικές «ορθοδοξίες».

Στον πολιτιστικό τομέα και στην κλίμακα των διεθνών, διαπολιτιστικών συναλλαγών, μία από τις πιο σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν (χωρίς πάντοτε να το συνειδητοποιούν…) οι πολιτικές οντότητες που συνεχίζουν να υπάρχουν ως σήμερα υπό τη μορφή των λεγόμενων «εθνικών κρατών» είναι η αντίθεση μεταξύ ηγεμονικής ομογενοποίησης και εντοπιότητας. Παρόμοια αντίθεση μεταξύ κεντρομόλου ομογενοποίησης και τοπικών, περιφερειακών ή μειονοτικών εστιών πολιτιστικής παραγωγής παρατηρείται συχνά, σε μικρότερη κλίμακα, και στο εσωτερικό των «εθνικών κρατών».

Τα δίπολα αυτά εν πολλοίς μεταφράζονται, για να χρησιμοποιήσω όρους του οξυδερκούς στοχαστή Κορνήλιου Καστοριάδη, στο δίπολο «ετερονομία – αυτονομία». Είναι εφικτή και, αν ναι, πώς και κατά πόσο, η προαγωγή της αυτονομίας εν μέσω ηγεμονικών πρακτικών πολιτιστικής ομογενοποίησης στις κλίμακες που μόλις περιέγραψα; Φρονώ ότι αυτά είναι ερωτήματα τα οποία στοχαστές και δρώντα υποκείμενα στον χώρο του πολιτισμού ή, ορθότερα, της πολιτιστικής πολιτικής πρέπει να διερευνήσουν ενδελεχώς και δημιουργικά, επίσης ενόψει και των ποικίλων ανακατατάξεων που επιφέρουν οι παγκόσμιες ανθρωπιστικές κρίσεις (εννοώ κυρίως τη μετανάστευση και τον ξεριζωμό και την πολιτική και πολιτιστική μεταιχμιακότητα των προσφύγων), των οποίων, παρεμπιπτόντως, επίκειται ραγδαία επιδείνωση τις επόμενες δεκαετίες ως επακόλουθο των οικολογικών καταστροφών στην Ασία και την Αφρική.

Στο παρόν άρθρο δεν είναι, βεβαίως, δυνατόν ούτε καν να απαριθμηθούν οι σπουδαιότερες διαστάσεις των ερωτημάτων αυτών. Θα ήθελα να περιοριστώ σε μία πρόταση που, αν και σε πρώτη ματιά μπορεί να φανεί υπερβολικά φιλόδοξη, κάθε άλλο παρά ουτοπική είναι, αν υπάρχει η πολιτική βούληση και ο αντίστοιχος σχεδιασμός.

Αντλώντας λοιπόν από τον πολιτικό θεσμό της δελφικής αμφικτιονίας, θα πρότεινα την ίδρυση πολιτιστικής αμφικτιονίας με συντονιστική έδρα την Αθήνα ή τους Δελφούς ή κάποια πόλη της λεγόμενης περιφέρειας. Η πολιτιστική αμφικτιονία θα λειτουργεί σε δύο κλίμακες: 1) ελλαδική και 2) διεθνική. Στόχος της θα είναι η κατά το δυνατόν ενίσχυση, εις πείσμα της βιομηχανοποίησης και προώθησης ομογενοποιητικών πολιτιστικών τάσεων, της «αυτονομίας» είτε των τοπικών ή μειονοτικών πολιτιστικών παραγωγών (κλίμακα 1) είτε των «εθνικών» – αλλά, βεβαίως, μακριά από τοπικιστικές (όσον αφορά την πρώτη κλίμακα) ή εθνικιστικές (όσον αφορά τη δεύτερη) αγκυλώσεις. Πρέπει να ιδρυθεί ένα δίκτυο πόλεων σε 1) ελλαδικό και σε 2) διεθνές επίπεδο που θα ήθελαν να συμμετάσχουν στις πολιτιστικές αυτές αμφικτιονίες. Στο πλαίσιο αυτών των αμφικτιονιών και με τη συνδρομή των τεχνολογιών επικοινωνίας (για ευνόητους οικονομικούς λόγους) θα προβάλλεται κάθε χρόνο σε όλο το δίκτυο των συμμετεχουσών πόλεων η πολιτιστική δημιουργία συγκεκριμένου τόπου, περιοχής ή λαού. Ως προς την κλίμακα 1, οι διάφορες περιφέρειες και δήμοι θα έχουν τον πρώτο λόγο. Ως προς την κλίμακα 2, η αρωγή και κινητοποίηση διεθνών φορέων (ΟΗΕ, UNESCO κ.λπ.) και η πολιτιστική διπλωματία θα είναι εξαιρετικά σημαντικές. Δεν θα ήταν άστοχο ένα μέρος από το Ταμείο Ανάκαμψης να χρησιμοποιηθεί προς την υλοποίηση αυτών των αμφικτιονιών. Διακόσια περίπου χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, μια τέτοια πρωτοβουλία θα συνιστούσε σημαντική προσφορά της Ελλάδας στην παγκόσμια κοινότητα.

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead