Στις 15 Ιανουαρίου 2021 η Σοφία Μπεκατώρου βρίσκει το θάρρος να «εκτεθεί» και να εκθέσει το δράμα της ζωής της. Βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει για τον σωματικό και συναισθηματικό βιασμό που υπέστη όταν ξεκινούσε την καριέρα της.

Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα η Ελλάδα έχει έρθει τούμπα. Οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη, τα στόματα έχουν ανοίξει, διαδικτυακά κινήματα έχουν ξεκινήσει να στηρίζουν γυναίκες ή άνδρες που κακοποιήθηκαν.

Εχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη, όπου αυτό είναι εφικτό, έχουν υπάρξει ηχηρές παραιτήσεις, και θα έρθουν κι άλλες.

Τα όσα συγκλονιστικά συμβαίνουν έχουν προκαλέσει και πολιτική αντιπαράθεση, μιας και στην Ελλάδα ακόμη και οι βιασμοί, ακόμη και οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις ή κακοποιήσεις πρέπει να έχουν κομματικό χρώμα.

Η λογική του «είναι δεξιός, φίλος του Κυριάκου και της Μαρέβας. Είναι από τους άριστους» ή «έρχονται και αποκαλύψεις για δικούς σας, αριστερούς ή… τον Χαϊκάλη ποιος τον διόρισε υφυπουργό», δημιουργεί συνθήκες πολιτικής αθλιότητας.

Ο φόβος της συγκάλυψης ή στην καλύτερη περίπτωση της εστίασης στα ήσσονα και όχι στα μεγάλα και σημαντικά, είναι ορατός από όλους.

Ένα ερώτημα, όμως είναι αυτό που τριγυρίζει το μυαλό μου: «Αν δεν μιλούσε η Σοφία τι θα γινόταν;»

Πραγματικά, τα όσα ακολούθησαν μετά από εκείνη την εκ βαθέων εξομολόγηση της Μπεκατώρου, δείχνουν ότι αν δεν μιλούσε θα ήμασταν ακόμη μια χώρα στο σκοτάδι.

Μια κοινωνία που ενώ ξέρει, ενώ βλέπει, ενώ διαισθάνεται, δεν μιλά. Είτε γιατί φοβάται μην εκτεθεί, είτε γιατί έχει επικρατήσει ο ωχαδελφισμός είτε γιατί σε όλους τους χώρους που συμβαίνουν ντροπιαστικά γεγονότα επικρατεί η θεωρία του μιθριδατισμού.

Ήτοι, ξέρουμε τι συμβαίνει, αλλά έχουμε συνηθίσει στην καφρίλα που δεν μας κάνει πια εντύπωση και τα αφήνουμε να περνάνε.

Αν δεν είχε μιλήσει, λοιπόν, η Σοφία, δεν θα κάναμε λόγο σήμερα για βιασμούς, σεξουαλικές παρενοχλήσεις, εκβιαστικά διλήμματα κυρίως σε γυναίκες – αθλήτριες. Μπορεί να «ξέραμε» τι συμβαίνει σε πολλά αθλήματα, αλλά με την Μπεκατώρου «προσωποποιήθηκε» το έγκλημα.

Αν δεν είχε μιλήσει δεν θα μαθαίναμε με λεπτομέρειες τις διαστροφές του τάδε σκηνοθέτη – ηθοποιού ή του δείνα τηλεστάρ που δεν δίσταζε να εκφοβίζει και να πιέζει γυναίκες συναδέλφους του για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του.

Ούτε θα μαθαίναμε ότι υπάρχει ηθοποιός με το παρατσούκλι «πάρτον» ή ότι είναι σχεδόν φυσιολογικό να είσαι «άνδρας παλαιάς κοπής» και να κυνηγάς μιας γυναίκα… αυτοϊκανοποιούμενος.

Αν δεν είχε μιλήσει η Μπεκατώρου, δεν θα γνωρίζαμε σε πανελλήνια μετάδοση ότι υπάρχει πολύ βρομιά στο θέατρο και γενικά στον καλλιτεχνικό χώρο.

Δεν θα βλέπαμε γυναίκες να αφυπνίζονται, να βγάζουν τα εσώψυχά τους, να απελευθερώνονται από τους δαίμονές τους. Δεν θα τις βλέπαμε να τολμούν να καταγγείλουν, να φωνάξουν, να βρίσουν, να ουρλιάξουν για τον πόνο που τους προκάλεσε κάποτε, κάποιος.

Ούτε θα βλέπαμε άνδρες να μιλούν για όσα υπέστησαν από μεγαλόσχημους του θεάτρου προκειμένου να πάρουν ένα ρόλο.

Αν δεν μιλούσε η Σοφία, για να μιλήσουμε και με ονόματα:

Ο Λιγνάδης θα συνέχιζε να είναι επικεφαλής στο Εθνικό Θέατρο και να απολαμβάνει της αναγνώρισης του υποκριτικού και διοικητικού ταλέντου του.

Ο Πέτρος Φιλιππίδης θα συνέχιζε στη σειρά «Χαιρέτα μου τον πλάτανο» ή στο σποτάκι για την Digea και σίγουρα δεν θα μας… χαιρετούσε τον πλάτανο στο τέλος μιας εκπληκτικής καριέρας από έναν, αναμφισβήτητα, ταλαντούχο κωμικό ηθοποιό, πλην όμως «σκοτεινό» εργοδότη.

Ο Παύλος Χαϊκάλης θα ήταν σίγουρα σε κάποιο σήριαλ, θα συνέχιζε τις αστρολογικές του αναζητήσεις και… γιατί όχι; Μπορεί να βρίσκονταν 18.533 Ελληνες που θα τον ξαναέκαναν βουλευτή του ελληνικού κοινοβουλίου και κάποιος πρωθυπουργός να τον επέλεγε ξανά για κάποιον υπουργικό θώκο.

Ο Γιώργος Κιμούλης θα παρέμενε ο γνωστός (στους καλλιτεχνικούς κύκλους) αυστηρός, για να μην πούμε κάτι χειρότερο εργοδότης.

Κάποιοι άλλοι που σήμερα τρέμουν γιατί έρχεται και η δική τους σειρά για συνταρακτικές αποκαλύψεις, θα συνέχιζαν τις ζωούλες τους, και τις μεγάλες τους καριέρες.

Ενδεχομένως κάποιοι να συνέχιζαν να χτυπάνε και να βρίζουν ηθοποιούς, να βιάζουν 14χρονα παιδάκια, να επιδίδονται σε σεξουαλικές διαστροφές.

Και τέλος, αν δεν μιλούσε η Σοφία, κάποιες δεκάδες γυναίκες (ακόμη και όσες το έκαναν για προσωπική προβολή) θα παρέμεναν στα σκοτάδια της ψυχής τους βουτηγμένες.

Ευτυχώς που μίλησε, λοιπόν, η Σοφία έστω και με… καθυστέρηση όπως την κατηγορούν πολλοί που βλέπουν το δάκτυλο κι όχι το φεγγάρι.

Ευτυχώς που μίλησε για να αφυπνιστούν κι άλλες γυναίκες, κι άλλα θύματα άθλιων συμπεριφορών.

Ευτυχώς που μίλησε για να φουντώσει το ελληνικό #metoo.

Φτάνει όμως αυτό ή θα ευτελιστεί ό,τι καλό έχει γίνει μέχρι σήμερα; Αραγε θα μιλήσουμε για τους σκελετούς στη ντουλάπα της ελληνικής κοινωνίας και της οικογένειας ή θα μείνουμε μόνο στα «σέξι» θέματα που τα κοιτάμε από την κλειδαρότρυπα;

Τι θα γίνει με τα σκάνδαλα παιδεραστίας στον καλλιτεχνικό χώρο; Ή και στον εκκλησιαστικό;

Τι θα γίνει με σεξουαλικές επιθέσεις και κακοποιήσεις στο χώρο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας;

Τι θα γίνει με τους… άλλους ηθοποιούς που «ψωνίζουν« ανήλικα;

Τι θα γίνει ακόμη και με την κακοποίηση γυναικών μέσα στα ίδια τους τα σπίτια;

Τι θα γίνει με την κουλτούρα του «άντρακλα» που έχει δικαίωμα να απλώνει χέρι στις γυναίκες. Τι θα γίνει με την Παιδεία και την οικογένεια που διδάσκει την «ανωτερότητα» του αρσενικού στη λογική «είμαι άνδρας και το κέφι μου θα κάνω».

Θα περιμένουμε κάποια άλλη Σοφία να μιλήσει; Ή θα αποφασίσουμε να βάλουμε το δάκτυλο «επί τον τύπον των ήλων»;

Ιδού η απορία, το μεγάλο ερωτηματικό. Κι απ’ ότι μας έχει διδάξει η ελληνική ιστορία τα σκάνδαλα διαρκούν όσο και τα θαύματα.

Τρεις ημέρες…