«Θα συνεχίσουμε, καθηγητά. Θα υπερασπιστούμε την ελευθερία που τόσο ωραία διδάσκατε και θα κρατήσουμε ψηλά την κοσμικότητα, δεν θα απαρνηθούμε τις καρικατούρες, τα σκίτσα, ακόμα και αν άλλοι κάνουν πίσω»: αυτή την υπόσχεση έδωσε το βράδυ της περασμένης Τετάρτης ο Εμανουέλ Μακρόν στο νέο «πρόσωπο της Ρεπουμπλίκ», τον Σαμουέλ Πατί, τον 47χρονο καθηγητή Ιστορίας – Γεωγραφίας που αποκεφαλίστηκε από έναν 18χρονο τσετσένο ισλαμιστή επειδή έδειξε σε μαθητές του γελοιογραφίες του Μωάμεθ, στο πλαίσιο ενός μαθήματος για την ελευθερία της έκφρασης.

Την ώρα που το γαλλικό κράτος απέτινε τον ύστατο φόρο τιμής στον Πατί στον προαύλιο χώρο της Σορβόνης, καρικατούρες με την υπογραφή του Charlie Hedbo προβάλλονταν πάνω σε δημόσια κτίρια της Τουλούζης και του Μονπελιέ – «καμία αδυναμία, κανένας συμβιβασμός με τους εχθρούς της Δημοκρατίας», αιτιολογούσε την πρωτοβουλία της η σοσιαλίστρια περιφερειάρχης της Οξιτανίας, Καρόλ Ντελγκά.

Οι εικόνες έκαναν τον γύρο του κόσμου, ενθουσίασαν όλους όσους πιστεύουν πως η Γαλλία δίνει επί του παρόντος, λόγω περιστάσεων αλλά και παράδοσης, τη μάχη για την ελευθερία της έκφρασης ολόκληρης της Ευρώπης – όλους όσοι φοβούνται, και είναι πολλοί, πως η ελευθερία της έκφρασης τελεί υπό ομηρία. Στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, τα καλέσματα για μποϊκοτάζ των γαλλικών προϊόντων πολλαπλασιάστηκαν στα σόσιαλ μίντια χωρών όπως η Τουρκία, το Ιράν, η Ιορδανία και το Κουβέιτ, σε κάποιες χώρες ξεκίνησαν ήδη, ενώ ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αμφισβήτησε δις, για τους δικούς του ξεχωριστούς λόγους, την ψυχική υγεία του γάλλου προέδρου.

Η συζήτηση για την ελευθερία της έκφρασης και τα όρια που της επιβάλλονται, από τον νόμο, από τον φόβο, από την αυτολογοκρισία που αυτός φέρνει, ή και από τις ιδεολογικές παρωπίδες που μπορεί να διατηρεί κανείς, δεν είναι καινούργια, μοιάζει ωστόσο περισσότερο επιτακτική από ποτέ.

Η ιστορία είναι, όπως πάντα, διδακτική. Λίγοι ενδεχομένως να το θυμούνται, όμως η όλη υπόθεση των «γελοιογραφιών του Μωάμεθ» ξεκίνησε από ένα παιδικό βιβλίο και τον δανό συγγραφέα του, τον Καρ Μπούλτιγκεν. Ηταν το 2005, τέσσερα χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του ολλανδού σκηνοθέτη Τέο βαν Γκογκ από έναν φανατικό ισλαμιστή με αφορμή μια 10λεπτη, επικριτική για το Ισλάμ ταινία που είχε γυρίσει, την «Υποταγή».

Ο Μπούλτιγκεν είχε γράψει ένα παιδικό βιβλίο με τίτλο «Το Κοράνι και η ζωή του προφήτη Μωάμεθ», δεν μπορούσε όμως να βρει κανέναν να του το εικονογραφήσει, όλοι φοβούνταν, μοιράστηκε λοιπόν την οργή του με έναν δημοσιογράφο της συντηρητικής εφημερίδας Jyllands Posten και αυτή αποφάσισε να προκηρύξει έναν σχετικό διαγωνισμό – καταλήγοντας να δημοσιεύσει, στις 30 Σεπτεμβρίου του 2005, 12 καρικατούρες του Μωάμεθ. Λίγες ημέρες μετά, ο μουσουλμανικός κόσμος πήρε φωτιά. Και οι σκιτσογράφοι άρχισαν να δέχονται απειλές κατά της ζωής τους.

Σε πολλές δυτικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, τα Μέσα απέφυγαν να αναδημοσιεύσουν τις επίμαχες φωτογραφίες. Στη Γαλλία όμως η καρικατούρα έχει μεγάλη παράδοση, άρχισε να χρησιμοποιείται από τα τέλη του 14ου αιώνα, χαραγμένη σε ξύλο τότε, και γνώρισε μεγάλες δόξες επί Γαλλικής Επανάστασης. Και μπορεί η ελευθερία της έκφρασης να πλαισιώνεται από έναν νόμο (του 1881) που απαγορεύει τη συκοφαντία, την υποκίνηση φυλετικού ή αντισημιτικού μίσους και την άρνηση του Ολοκαυτώματος αλλά η βλασφημία δεν αποτελεί αδίκημα – και ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος. Το σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo, λοιπόν, πιστό στην αρχή του ότι μπορούμε (ή και οφείλουμε) να γελάμε με όλους και όλα, αναδημοσίευσε το 2006 τις 12 καρικατούρες της Jyllands Posten, προσθέτοντας και μερικές με την υπογραφή δικών του σκιτσογράφων.

Το πλήρωσε, ως γνωστόν, με τη τζιχαντιστική επίθεση που πραγματοποίησαν οι αδελφοί Κουασί στα γραφεία του στις 7 Ιανουαρίου του 2015, με τον θάνατο 12 ανθρώπων, ανάμεσά τους θρυλικοί σκιτσογράφοι όπως ο Cabu, ο Tignous, ο Wolinski.

Αρχές Σεπτεμβρίου, λίγο προτού ξεκινήσει στο Παρίσι η δίκη 14 ατόμων για τις ισλαμιστικές επιθέσεις του τριημέρου 7-9 Ιανουαρίου του 2015, τόσο στο Charlie Hebdo όσο και στο εβραϊκό παντοπωλείο Hyper Cacher, οι υπεύθυνοι του περιοδικού ήρθαν σε επαφή με τη Jyllands Posten, ζήτησαν να αναδημοσιεύσουν τη σελίδα με τις καρικατούρες του Μωάμεθ, όπως αυτή την είχε πρωτοδημοσιεύσει το 2005: η δανική εφημερίδα αρνήθηκε. Δεν έχει άλλωστε ξαναδημοσιεύσει ανάλογες καρικατούρες όλα αυτά τα χρόνια, κρίνει το ρίσκο υπερβολικά μεγάλο. «Αυτή είναι και η καρδιά του προβλήματος:», λέει ο νυν αρχισυντάκτης της, Γιάκομπ Νίμπροε, «δεν τολμάμε πλέον να το κάνουμε. Αυτό δεν σημαίνει πως παύουμε να υπερασπιζόμαστε την ελευθερία της έκφρασης, σε αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα όμως, έχουμε εγκαταλείψει το πεδίο».

Την ημέρα που ξεκινούσε η δίκη, λοιπόν, το Charlie Hebdo αναδημοσίευσε μεμονωμένες κάποιες από τις καρικατούρες της Jyllands Posten, μαζί με μία καρικατούρα του δολοφονημένου Cabu, υπό τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Ολα αυτά, για αυτά». «Στη Γαλλία υπάρχει ελευθερία της έκφρασης ακόμα και για όσους βλασφημούν, γεγονός που συνδέεται άμεσα με την ελευθερία της σκέψης. Είμαι εδώ για να προστατεύσω όλες αυτές τις ελευθερίες», διακήρυξε τότε ο Εμανουέλ Μακρόν.

Η συνέχεια είναι γνωστή: στις 25 Σεπτεμβρίου, ένας νεαρός Πακιστανός τραυμάτισε με μπαλτά δύο ανυποψίαστους ανθρώπους μπροστά στα παλιά γραφεία του Charlie Hebdo, νομίζοντας πως είναι εργαζόμενοι στο περιοδικό. Και στις 16 Οκτωβρίου, μπήκε για πρώτη φορά στο στόχαστρο το πνεύμα του γαλλικού σχολείου, δολοφονήθηκε ο Σαμουέλ Πατί, «γιατί ενσάρκωνε τη Ρεπουμπλίκ που αναγεννάται καθημερινά μέσα στις σχολικές αίθουσες», «γιατί οι ισλαμιστές θέλουν το μέλλον μας και γνωρίζουν πως με ήσυχους ήρωες όπως αυτός, δεν θα το έχουν ποτέ» – διαβεβαίωσε ο γάλλος πρόεδρος.

Μόνο που, όπως γράφει στη Le Monde ο Μισέλ Γκερέν, «υπάρχει ένα ιλιγγιώδες χάσμα ανάμεσα στο λάβαρο της ελευθερίας της έκφρασης που ύψωσε ο Μακρόν στη Σορβόνη, και τη σκληρή καθημερινότητα των εκπαιδευτικών ή των καλλιτεχνών οι οποίοι, για να αποφύγουν τους μπελάδες, αλλά και από φόβο, αυτολογοκρίνονται όσον αφορά στα θέματα που προσεγγίζουν, τα λόγια που προφέρουν, τις εικόνες που δείχνουν.

Αυτοί οι τελευταίοι βιώνουν καθημερινά εκείνο που λένε πολλές δημοσκοπήσεις: η πλειονότητα των γάλλων μουσουλμάνων κάτω των 25 χρόνων τοποθετούν το Ισλάμ πάνω από τη Ρεπουμπλίκ. Ομως κάθε φορά που τίθενται στο τραπέζι δεδομένα όπως αυτά, κάποιες φωνές, κυρίως στην Αριστερά, τους αντιτάσσουν τις – δεδομένες – οικονομικές και κοινωνικές διακρίσεις που ζουν οι νεαροί γόνοι της μετανάστευσης.

Και συχνά κατηγορούν τους συντάκτες αυτών των ερευνών για ισλαμοφοβία». Από τις επιθέσεις του 2015 και εξής, επισημαίνει ο Γκερέν, ο αριθμός των φεστιβάλ, των κέντρων τέχνης, των θεάτρων, των κινηματογράφων στην Ευρώπη που ακύρωσαν ή «ελάφρυναν» κάποιο πρότζεκτ από φόβο μήπως προσβάλλουν τους μουσουλμάνους είναι τρομακτικός. Και μια ακόμα διαπίστωση: είναι σπανιότατα τα πρόσφατα έργα που αμφισβητούν τις κοινωνικές αντιλήψεις των μουσουλμάνων – ενώ υπάρχουν τόνοι έργων που τους παρουσιάζουν ως θύματα. Πώς όμως να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα όταν δεν μιλάμε για αυτό;

Κάποιοι, όπως ο αρθρογράφος του ιταλικού περιοδικού Formiche Στέφανο Βέσπα, θεωρούν πως «είναι καλύτερα να έχουμε μία καρικατούρα λιγότερη και μία ζωή περισσότερη», πως ναι μεν η ελευθερία της έκφρασης είναι ιερή στη δημοκρατία αλλά η σάτιρα πρέπει να βάζει η ίδια όρια στον εαυτό της, «να βάζει, και όχι να τα υπομένει», «τα όρια δεν σημαίνουν αυτολογοκρισία», γιατί «πρέπει να υπολογίζουμε τις ευαισθησίες των πιστών κάθε θρησκείας, γιατί αυτό που για μας είναι σάτιρα, για άλλους ισοδυναμεί με απλή πρόκληση».

Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που λένε καθαρά ή με μισόλογα, στη Γαλλία, πως ο Σαμουέλ Πατί ίσως έπρεπε να είχε δείξει στους μαθητές του μια καρικατούρα λιγότερο «ωμή» από εκείνη που τον δείχνει γυμνό, με ένα αστέρι στα οπίσθια, με τη λεζάντα «Ενα αστέρι γεννιέται».

Επειτα από κάθε επίθεση όπως αυτή, όπως ο αποκεφαλισμός του Σαμουέλ Πατί, αντιτείνει στον Observer ο Κέναν Μάλικ, «υπάρχουν κάποιοι που δηλώνουν πως «η ελευθερία της έκφρασης δεν αξίζει τον κόπο». Αυτές ακριβώς τις στιγμές όμως είναι που πρέπει να υπερασπιστούμε την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του να προσβάλλεις». Σύμφωνα με τον ίδιο, «αυτό που αποκαλείται «προσβολή μιας κοινότητας» κρύβει συχνά διαφωνίες μέσα στις ίδιες αυτές κοινότητες».

Αρνούμενοι να υπερασπιστούν τις θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας, κάποιοι στην Αριστερά προδίδουν «τους προοδευτικούς στους κόλπους των μειονοτήτων και ενθαρρύνουν έτσι τους αντιδραστικούς». Και η δειλία αυτή καταλήγει να γίνεται «κινητήρια δύναμη της ισλαμοφοβίας, καθώς τροφοδοτεί τη ρατσιστική ιδέα σύμφωνα με την οποία όλοι οι μουσουλμάνοι είναι αντιδραστικοί. Πρέπει να απορρίψουμε τους σκοταδιστές και των δύο πλευρών», καταλήγει ο Μάλικ: «Σε μία πλουραλιστική κοινωνία, σχεδόν όλα όσα λέγονται μπορεί να είναι σοκαριστικά για κάποιον. Αν θέλουμε μία πλουραλιστική κοινωνία, πρέπει να υπερασπιστούμε την ελευθερία του να σοκάρεις».

Εδώ βρισκόμαστε, λοιπόν. Με αυτό το ερώτημα ενός πρώην δημοσιογράφου της Jyllands Posten που έχει παραιτηθεί από χρόνια γιατί δεν μπορούσε να υπομείνει την αυτολογοκρισία, του Φλέμινγκ Ρόουζ, να παραμένει μετέωρο: «Κανείς δεν πρέπει να ρισκάρει τη ζωή του για ένα σκίτσο, τι κάνεις όμως όταν, απέναντι, υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να σκοτώσουν για αυτό το σκίτσο;».

Με τους σκοταδιστές όλων των πλευρών, και σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι ακροδεξιοί, να προσπαθούν να καπηλευτούν τη συζήτηση, να υποδαυλίσουν τα μίση. Εν μέσω μιας εκστρατείας καταστολής του ριζοσπαστικού Ισλάμ στη Γαλλία, εν αναμονή του νέου νομοσχεδίου για τον «ισλαμικό αυτονομισμό» που προωθεί ο γάλλος πρόεδρος και της επιστροφής των γάλλων μαθητών και εκπαιδευτικών στην τάξη, μετά το πέρας των σχολικών διακοπών του Toussaint, των Αγίων Πάντων, στις 2 Νοεμβρίου: ο Εμανουέλ Μακρόν, o γάλλος υπουργός Παιδείας, έχουν δώσει ρητή υπόσχεση στους εκπαιδευτικούς της χώρας πως εφεξής, θα τους προστατεύουν καλύτερα, κανείς ωστόσο δεν αμφιβάλλει πως την τελική απόφαση για το αν και πόση ελευθερία θα προσπαθούν να μεταλαμπαδεύουν στην τάξη, θα συνεχίσει να την παίρνει ο καθένας τους ξεχωριστά.

Tweets Μακρόν με πολλούς αποδέκτες

«Την ελευθερία την αγαπούμε· την ισότητα την εγγυόμαστε· την αδελφοσύνη τη ζούμε με ένταση. Τίποτα δεν θα μας κάνει να υποχωρήσουμε ποτέ», διαμήνυσε αργά χθες ο Εμανουέλ Μακρόν, σε μία σειρά από tweets με πολλούς αποδέκτες, τα οποία ανέβασε, πέραν από τα γαλλικά, στα αγγλικά και στα αραβικά. «Η ιστορία μας είναι εκείνη της μάχης κατά των τυραννιών και των φανατισμών. Θα συνεχίσουμε. Δεν θα δεχθούμε ποτέ τις ρητορικές μίσους και θα υπερασπιζόμαστε τη λογική συζήτηση. Θα είμαστε πάντα στην πλευρά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των οικουμενικών αξιών», πρόσθεσε.