Μετά το «Κυψέλη – New Kids On the Block» και την «Ιταλική Νύχτα» του Ödön von Horvath, ο Παντελής Φλατσούσης παρουσιάζει το έργο του J.M.R. Lenz «Οι στρατιώτες» στον ειδικά διαμορφωμένο υπόγειο χώρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Πρόκειται για ένα έργο που παίζεται σπάνια, ενώ η συγκεκριμένη παράσταση αποτελεί μόλις την δεύτερη παρουσίασή του στην Ελλάδα.

Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουν οι ηθοποιοί Βαγγέλης Αμπατζής, Αντώνης Αντωνόπουλος, Μάριος Κρητικόπουλος, Γιώργος Κριθάρας, Θεανώ Μεταξά, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Μάνος Στεφανάκης, Φοίβος Συμεωνίδης.

Η ιστορία του χτίζεται γύρω από τη νεαρή κόρη εμπόρου Marie Wesener, η οποία επιδιώκει σεξουαλικές σχέσεις με τους αριστοκράτες στρατιώτες με σκοπό να ανέλθει κοινωνικά. Οι στρατιώτες εκμεταλλεύονται την προθυμία της νεαρής κοπέλας χωρίς, όμως, να επιθυμούν κάποια σοβαρότερη δέσμευση μαζί της, με αποτέλεσμα το στιγματισμό της στην τοπική κοινωνία. Στους Στρατιώτες ο Λεντς επικρίνει τόσο την κυρίαρχη την εποχή που γράφεται το έργο αριστοκρατία, όσο και το ιδεώδες της κοινωνικής ανέλιξης που εναγκαλίζεται η αστική τάξη.

Πώς μπορεί όμως αυτό το «ειρωνικό και βίαιο μελόδραμα» του 1776, που ο ίδιος ο Lenz θεωρούσε κωμωδία, να αφορά το σήμερα; Θίγοντας θέματα που αναδύονται ανάγλυφα στο κείμενο των Στρατιωτών, όπως οι ανταγωνιστικές σχέσεις ατόμου–συνόλου, οι δυνατότητες κοινωνικής αναρρίχησης αλλά και η σεξουαλική εκμετάλλευση και η θέση της γυναίκας, η παράσταση του Παντελή Φλατσούση επιχειρεί να φωτίσει τον μηχανισμό της ηθικής και υλικής εξόντωσης η οποία επιφυλάσσεται στα λιγότερο προνομιούχα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου – άλλοτε αλλά και σήμερα. Γιατί σήμερα, στην εποχή της κρίσης που οι κοινωνικές ισορροπίες διαταράσσονται δραστικά και πάλι, αναρωτιόμαστε ακόμα πιο έντονα τι κόσμο άραγε πρόκειται να διαμορφώσουν οι εντεινόμενοι κοινωνικοί ανταγωνισμοί.

Ο Παντελής Φλατσούσης μιλάει στα «ΝΕΑ» για την παράσταση, τους στρατιώτες και τις κόρες που δίνουν το κορμί τους.

 

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Αρχικά με ενδιέφερε να γνωρίσω το έργο αυτού του μισοξεχασμένου συγγραφέα, του Λεντς, με τον οποίο πρώτη επαφή είχα μέσω του ομώνυμου διηγήματος του Büchner. Και διάβασα τα έργα του. Η αλήθεια είναι ότι η σκληρότητα των θεμάτων του, το χιούμορ του, ο ρόλος που παίζει η σεξουαλικότητα και η ταξικότητα σε αυτά τα έργα αλλά και το πώς διαπλέκονται όλα αυτά τα θέματα με γοήτευσε. Οι Στρατιώτες ήταν το έργο, όπου αυτά τα θέματα τα έβλεπα πιο καθαρά απ’όλα τα υπόλοιπα έργα του. Και έτσι αποφασίσαμε να δουλέψουμε με αυτό το έργο.

Βρίσκετε ότι και σήμερα δεν λείπουν οι κόρες αυτές που δίνουν το κορμί τους για να ανελιχθούν κοινωνικά;

Θα χώριζα την ερώτηση σε ένα κυριολεκτικό μέρος στο οποίο θα απαντούσα ναι, βρίσκω ότι δεν λείπουν από την κοινωνία μας και σ’ένα πιο μεταφορικό, όπου θα έλεγα ότι πλέον όλοι εκμεταλλευόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό και τον πουλάμε με σκοπό κοινωνική και οικονομική επιβίωση. Τα social media και οι σύγχρονες μορφές εργασίας έχουν παίξει μεγάλο ρόλο σε αυτό. Και βλέπουμε, ότι αυτές οι μορφές εκμετάλλευσης (ή αυτο εκμετάλλευσης) δεν περιορίζονται μόνο στο εργασιακό πεδίο αλλά και στο ερωτικό, στο θέμα των έμφυλων σχέσεων. Άρα μάλλον αυξάνονται αυτές οι κόρες. Και αυτό είναι ζήτημα κοινωνικών πιέσεων και καταστάσεων, όχι ατομικής βούλησης. Αυτές τις πιέσεις αναλύει ο Λεντς. Γι’αυτό, μάλλον ο Büchner και ο Μπρεχτ ασχολήθηκαν μαζί του.

Σκηνοθετώντας την παράσταση, σε ποια σημεία της στέκεστε;

Φοβάμαι ότι στέκομαι σε όλα. Όλα είναι σημαντικά. Λέμε μια ιστορία και μέσω αυτής της πολύ απλής και μελοδραματικής, αφελούς και πολλές φορές αστείας ιστορίας, προσπαθούμε να θίξουμε σύγχρονα θέματα και να χρησιμοποιήσουμε τα παραστασιακά μέσα που με αφορούν και ψάχνω: live video, μουσική δραματουργία, χορικότητα.

Στην εποχή της κρίσης, παραστάσεις όπως η δική σας πώς μιλάνε;

Νομίζω, προσπαθούμε να μιλήσουμε από και για την εποχή μας. Να εντοπίσουμε τα θέματα που μας συγκροτούν κι εμάς και αυτή την εποχή της κρίσης. Προσπαθούμε να φτιάξουμε μέσα από αυτά ένα νέο αφήγημα. Η δική μου εμπειρία σαν θεατής είναι ότι η τέχνη, το θέατρο μπορεί να σε αφυπνίσει κοινωνικά. Να δεις πράγματα που δεν έβλεπες πριν, που τα θεωρούσες αυτονόητα. Να διαμορφώσει συνειδήσεις. Το ξέρουμε καλά, βέβαια, ότι η τέχνη διαμορφώνει συνειδήσεις. Κι εμείς προσπαθούμε να θίξουμε θεματικές που εντοπίζουμε σε αυτή την κοινωνία -της κρίσης ή της μετα-κρίσης, αφού μάλλον είμαστε σε post κατάσταση σχετικά με την κρίση- με τρόπους που να μας αφορούν αλλά και να μπορούν να γίνουν επικοινωνήσιμοι και αντιληπτοί από όσο το δυνατόν περισσότερους. Και βέβαια είναι και τα θέματα για τα οποία μιλάμε. Η ταξική ανισότητα ή η εκμετάλλευση μιλάνε για την σύγχρονη εποχή. Αυτό είναι το σημαντικότερο τα θέματα. Για ποιό πράγμα θέλουμε να μιλήσουμε. Στους Στρατιώτες η εκμετάλλευση, οι σχέσεις χρέους μεταξύ των προσώπων, η προσπάθεια κοινωνικής ανέλιξης μας φέρνει στον νου την Ελλάδα και οχι μόνο του 2020. Η αίσθησή μου είναι, ότι είμαστε σε μια ιστορική καμπή που οι ανισότητες οξύνονται παγκοσμίως. Κι επίσης οι Στρατιώτες μιλάνε και για μια συντηρητική κοινωνία και η αλήθεια είναι ότι σε Ελλάδα και Ευρώπη παρατηρούμε αυτή την συντηρητική στροφή.

Αντίστοιχοι στρατιώτες σήμερα ποιοι μπορεί να είναι;

Κοιτάξτε αν ξεκινήσουμε από τις έμφυλες σχέσεις μπορούμε να πούμε, όσοι εκμεταλλεύονται την γυναικεία σεξουαλικότητα. Και το βλέπουμε και στην Ελλάδα αυτό και βλέπουμε και τον ρόλο των social media και στην Ελλάδα και στον κόσμο. Αλλά και όσοι βρίσκουν καταφύγιο στην αγελαία αγριότητα συνήθως κατά του διαφορετικού και του αδύναμου. Κι εδώ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Το bullying όταν ήμουνα εγώ μαθητής αντιμετωπιζόταν ως κάτι φυσιολογικό. Οι δάσκαλοι δεν υπερασπιζόντουσαν τα παιδιά που ήταν θύματα bullying, μάλλον εκνευριζόντουσαν που τους βάζαν να ασχοληθούν με κάτι τέτοιο. Η βία κατά του αδύναμου και η ταύτιση με τον επιτιθέμενο δεν νομίζω ότι είναι παλιά ιστορία. Αλλά και ο ρόλος του internet αναδεικνύει νέες μορφές στρατιωτών. Πχ το περίφημο revenge porn. Θα μπορούσαμε να πούμε, βέβαια, ότι είναι και η κάθε μορφή αστυνομίας και αστυνόμευσης της ζωής. Όχι μόνο τα ΜΑΤ ή η ΟΠΚΕ αλλά και κάθε είδους μονοπώλιο βίας, που περισσότερο προκαλεί βία παρά εντοπίζει τις αιτίες της και τις καταπολεμά.

Μια και πρόκειται για ένα έργο που σπάνια παρουσιάζεται στην Ελλάδα, εσείς πώς φιλοδοξείτε να το δώσετε στο κοινό;

Θέλουμε να πούμε καθαρά την ιστορία και μέσω αυτής να αναδείξουμε τα θέματα, αλλά και να το κάνουμε με τα δραματουργικά και παραστασιακά μέσα που μας ενδιαφέρον. Θα θέλαμε το κοινό να το απασχολήσουν τα θέματα του έργου και να συναντηθεί με αυτά με έναν τρόπο σχετικά νέο και απροσδόκητο. Να αναγνωρίζει τα θέματα, που όμως για να συμβεί αυτό και να μπορεί να σκεφτεί πάνω σε αυτά θα πρέπει οι καταστάσεις να είναι γνώριμες αλλά η φόρμα με την οποία τις αφηγούμαστε πρωτότυπη.

Στο υπόγειο του ιδρύματος, πώς ξεδιπλώνεται η παράσταση;

Προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο αυτόν τον ιδιαίτερο χώρο με τρόπο που να του ταιριάζει, να μην κρύβει ότι δεν είναι φτιαγμένος για θέατρο χωρίς να κάνουμε μία  site specific παράσταση. Κάθε μειονέκτημά του είναι για μας μία ευκαιρία για να βρούμε έναν άλλο τρόπο να κάνουμε τα πράγματα. Άλλωστε αυτό με ενδιαφέρει από το θέατρο: η δυνατότητά του να είναι ένα απρόβλεπτο συμβάν που ξαναζεί κάθε βράδυ. Είναι ένα κομμάτι ουτοπίας που υπάρχει μέσα στην ίδια την τέχνη αυτή και απρόβλεπτοι χώροι, όπως ένα πρώην γκαράζ βοηθάνε στην έστω δίωρη και προγραμματισμένη πραγματοποίηση ενός ίχνους αυτού του κομματιού ουτοπίας.