Την ανησυχία τους για τους «Δεσμώτες του Φαλήρου», δηλαδή τον πολυάνδριο τάφο, που αποκαλύφθηκε στη νεκρόπολη της περιοχής,  εκφράζουν με ανακοινώσεις τους ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων Υπουργείου Πολιτισμού και ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ).

Οι υπάλληλοι του ΥΠΠΟΑ εξέδωσαν αιχμηρή ανακοίνωση εξαπολύοντας βολές για τους χειρισμούς της υπουργού Λίνας Μενδώνη.

Επισημαίνουν ότι η υπουργός «προσπαθεί να νομιμοποιήσει τη λογική ότι η απάντηση είναι η απόσπαση αρχαιοτήτων, όποια κι αν είναι η ερώτηση, για να «καλυφθεί» και για την απαράδεκτη απόφαση για τον Σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης».

«Αν πραγματικά η κυβέρνηση και η υπουργός ενδιαφερόταν για τους «Δεσμώτες του Φαλήρου», θα είχαν ασχοληθεί ουσιαστικά κι όχι επικοινωνιακά με το θέμα, από το καλοκαίρι του 2019, χωρίς τυμπανοκρουσίες και Δελτία Τύπου, αναθέτοντας εκ νέου στις αρμόδιες υπηρεσίες και τους ειδικούς επιστήμονες να εξετάσουν ξανά την εύρεση της βέλτιστης λύσης διατήρησης του ευρήματος και απόδοσής του στο κοινό, που ειδικά στην περίπτωση του Φαλήρου αποτελεί μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση με πολλές παραμέτρους» υπογραμμίζουν στην ίδια ανακοίνωση.

Με τη σειρά του, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων κάνει λόγο για βεβιασμένες κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας, την οποία καλεί «να τηρήσει στάση αναμονής ώσπου να ολοκληρωθούν εμπεριστατωμένες εισηγήσεις».

Η ανακοίνωση του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων Υπουργείου Πολιτισμού

Την Τρίτη εισάγεται κατεπειγόντως στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο η τύχη του πολύ σημαντικού ευρήματος των «Δεσμωτών του Φαλήρου». Η αναπομπή του θέματος δεν έγινε με εισήγηση κάποιας υπηρεσίας, αλλά με Δελτίο Τύπου της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού στις 22/1/2020. Είναι ο νέος τρόπος λειτουργίας του ΥΠΠΟΑ, με την πολιτική ηγεσία να υποκαθιστά όλες τις αρμόδιες Υπηρεσίες, αλλά και τα επιστημονικά συμβούλια: στο ίδιο δελτίο τύπου η Υπουργός (!) αναγγέλλει τη «λύση» της απόσπασης επανατοποθέτησης των «Δεσμωτών», χωρίς να υπάρχει καμία μελέτη για αυτό!

Απορεί κανείς αν έχει ξεχάσει η κ. Λ. Μενδώνη ότι στα τέλη Αυγούστου 2019 έγινε σύσκεψη όλων των αρμόδιων υπηρεσιών, που εμπλέκονταν τόσο στα σωστικά έργα όσο και στις μελέτες για τα μόνιμα έργα προστασίας των «Δεσμωτών του Φαλήρου». Από τα τέλη Αυγούστου η Υπουργός είχε πλήρη εικόνα, αλλά δεν προέβη σε καμία ενέργεια! Μήνες μετά, στις 22/1/2020, θυμήθηκε να εκφράσει την «οργή» της και να τα εκθέσει τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ λέγοντας ότι από το 2016 δεν έγιναν ενέργειες προστασίας του ευρήματος.

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική: από το 2016 έχουν εκτελεστεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες (ΕΦΑΠΝ, ΔΣΑΝΜ, ΔΑΑΜ, ΔΙΠΚΑ, ΔΜΕΕΜΠΚ, ΔΕΤΥΜΕΑ) η πλήρης αποτύπωση των ευρημάτων, σωστικές εργασίες συντήρησης, προσωρινό στέγαστρο προστασίας, σωστικά μέτρα προστασίας από την ανερχόμενη υγρασία. Ταυτόχρονα εκπονήθηκαν μελέτες, οι οποίες εισήχθησαν στο ΚΑΣ της 4/6/2019 ως εξής: «πλαίσιο περιβαλλοντικών απαιτήσεων για την κατά χώραν διατήρηση του οστεολογικού υλικού, γεωπεριβαλλοντική, γεωχημική διερεύνηση και μελέτη, γεωτεχνική διερεύνηση και μελέτη για τη μόνιμη προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων του πολυανδρίου από την άνοδο των υφάλμυρων υδάτων». Οι μελέτες προέβλεπαν την τοποθέτηση πασσαλοκουρτίνας γύρω από το εύρημα, ώστε να προστατευτεί από την ανερχόμενη υγρασία και κέλυφος προστασίας με το οποίο θα μπορούσε να γίνει επισκέψιμο στο κοινό. Παρότι εγκρίθηκαν από το ΚΑΣ, η Υπουργική Απόφαση έγκρισης της μελέτης δεν υπογράφηκε από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία. Η νυν πολιτική ηγεσία γιατί δεν υπέγραψε την έγκριση αυτών των μελετών; Και γιατί τώρα τις «εξαφανίζει», παριστάνοντας ότι δεν υπάρχουν;

Στην πραγματικότητα, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ χρησιμοποιεί τους «Δεσμώτες του Φαλήρου» για άλλες στοχεύσεις. Προσπαθεί να νομιμοποιήσει τη λογική ότι η απάντηση είναι η απόσπαση αρχαιοτήτων, όποια κι αν είναι η ερώτηση, για να «καλυφθεί» και για την απαράδεκτη απόφαση για τον Σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης. Ούτε λίγο ούτε πολύ η κυβέρνηση προσπαθεί να μας πείσει ότι η κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων είναι… καταστροφική για τα μνημεία! Κι αυτό είναι μια πολύ επικίνδυνη ατραπός, που αφίσταται πολύ από το να εξετάζεται κάθε περίπτωση ακίνητου μνημείου με βάση την πραγματική κατάσταση διατήρησής του, που βεβαιώνουν οι αρμόδιες Υπηρεσίες, και τις δυνατότητες ανάδειξης που θα έπρεπε να είναι επιστημονικό και όχι πολιτικό ζήτημα.

Δυστυχώς η κυβέρνηση εισάγει μια καινοφανή αντιεπιστημονική λογική, ότι όλα τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι μπορούν να είναι «μετακινούμενα». Αυτό όμως στρέφεται ευθέως ενάντια στο έργο όλων των εργαζόμενων στο ΥΠΠΟΑ, που προσπαθούν καθημερινά να ανασκάψουν, να συντηρήσουν, να προστατεύουν και να αναδείξουν κατά το δυνατόν τις αρχαιότητες, μέσα σε μικρά ή μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά έργα.

Τέλος, για την χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, που δεν δέχτηκαν οι Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, σημειώνουμε ότι η απόρριψη στηριζόταν σε όρους της σύμβασης που σχετίζονταν με την διαχείριση του χώρου και έρχονταν σε αντίθεση με το Ν. 3028/02 και στο Σύνταγμα της χώρας.

Αν πραγματικά η κυβέρνηση και η Υπουργός ενδιαφερόταν για τους «Δεσμώτες του Φαλήρου», θα είχαν ασχοληθεί ουσιαστικά κι όχι επικοινωνιακά με το θέμα, από το καλοκαίρι του 2019, χωρίς τυμπανοκρουσίες και Δελτία Τύπου, αναθέτοντας εκ νέου στις αρμόδιες Υπηρεσίες και τους ειδικούς επιστήμονες να εξετάσουν ξανά την εύρεση της βέλτιστης λύσης διατήρησης του ευρήματος και απόδοσής του στο κοινό, που ειδικά στην περίπτωση του Φαλήρου αποτελεί μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση με πολλές παραμέτρους.

Είναι καιρός να πάψουν τα μνημεία και οι αρχαιότητες να αποτελούν παραδείγματα εργαλειακής χρήσης για να εξυπηρετούνται μικροπολιτικές κι άλλες συγκυριακές σκοπιμότητες.

Είναι καιρός να πάψει το έργο των υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ και των εργαζομένων σ’ αυτές να απαξιώνεται για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα.

Είναι καιρός να πάψουν δελτία Τύπου (Φάληρο) και πρωθυπουργικές δηλώσεις (Θεσσαλονίκη) να υπαγορεύουν γνωμοδοτήσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου υπονομεύοντας ουσιαστικά την ανεξαρτησία του οργάνου.

Τα μνημεία μας θα μας συντροφεύουν για πολύ καιρό θα είναι εκεί πολύ μετά από την όποια κυβέρνηση και τον όποιο Υπουργό και δεν τους αξίζει να αντιμετωπίζονται ως «μιας (πολιτικής) χρήσης».

Αξίζουν περισσότερο.

Η ανακοίνωση του ΣΕΑ

«Με έκπληξη το Δ.Σ. του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων διαπιστώνει ότι άλλο ένα μείζονος αρχαιολογικής σημασίας θέμα εισάγεται αίφνης στην ημερήσια διάταξη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η «Επανεξέταση της κατά χώραν παραμονής του ευρήματος του πολυανδρίου ‘Δεσμώτες’, που αποκαλύφθηκε στην περιοχή ‘Εσπλανάδα’ στο ‘Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος'», ή της προσωρινής και υπό προϋποθέσεις απόσπασης και επανατοποθέτησής του, εξ αιτίας των νέων στοιχείων και της κατάστασης όπου έχει περιέλθει το σκελετικό υλικό», αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση.

Και συνεχίζει: «Η εισαγωγή του θέματος στο Κ.Α.Σ, που συνιστά ουσιαστικά επανεξέταση και ενδεχόμενη αναίρεση της Υ.Α. του 2016 για κατά χώραν διατήρηση, συντήρηση και ανάδειξη, του μοναδικού αρχαιολογικού και ιστορικού ευρήματος, δεν ακολούθησε τις εισηγήσεις των αρμόδιων Υπηρεσιών, ως όφειλε, αλλά υπαγορεύτηκε καταρχήν από Δελτίο Τύπου της κ. Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού στις 22/1/2020. Το Δελτίο Τύπου προανήγγειλε όχι μόνο την επανεξέταση της Απόφασης, την αυτοψία των μελών του Κ.Α.Σ., η οποία πραγματοποιείται σήμερα 3/2/2020, μία ημέρα μόλις πριν τη συνεδρίαση, αλλά προδικάζει ακόμα και τα αποτελέσματα αυτής καθώς και τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου. Σύμφωνα με το Δ.Τ. του ΥΠΠΟΑ: Σήμερα το εύρημα είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Ένα μεγάλο μέρος του μοναδικού ευρήματος έχει ήδη χαθεί. Η υπουργός ζήτησε την αναπομπή στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της 4ης ή 11ης Φεβρουαρίου τ.ε., ώστε το ΚΑΣ να συζητήσει, έπειτα από αυτοψία των μελών του Συμβουλίου, αν επιμένει στην κατά χώρα διατήρηση και ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του».

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, «εντύπωση μάλιστα προκαλεί η κατεπείγουσα επίσπευση του θέματος, όταν στις 31 Αυγούστου 2019 είχε προηγηθεί σύσκεψη όλων των αρμόδιων Υπηρεσιών, από την οποία θα μπορούσε να έχει προκύψει η λήψη των μέτρων προστασίας».

«Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, αναμένοντας τα αποτελέσματα της αυτοψίας των μελών του Κ.Α.Σ. και των αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων, σχετικά με την κατάσταση διατήρησης των περίφημων «Δεσμωτών του Φαλήρου», καλεί την πολιτική ηγεσία να τηρήσει στάση αναμονής ώσπου να ολοκληρωθούν εμπεριστατωμένες εισηγήσεις, των Διευθύνσεων και της Εφορείας, και να μην επανεισάγει εσπευσμένα το θέμα στο Συμβούλιο», προστίθεται στην ανακοίνωση.

Και καταλήγει: «Το Δ.Σ. του Σ.Ε.Α. στηρίζει την όσο το δυνατόν πληρέστερη διατήρηση του ευρήματος, υλικού τεκμηρίου του ταραγμένου δημόσιου βίου της αρχαίας Αθήνας, σε συνάφεια με το φυσικό περιβάλλον εύρεσής του. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο εύρημα για το οποίο απαιτείται ενδελεχής διεπιστημονική προσέγγιση. Υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε εάν η απόσπαση και μετακίνηση του σκελετικού υλικού δεν επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την εύθραυστη κατάστασή του και εάν υπάρχουν οι όροι της επανατοποθέτησης.

Εν κατακλείδι, οι ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας πλήττουν το κύρος του Συμβουλίου, επιβάλλοντας στα μέλη να ψηφίσουν για ένα ιδιαίτερα σοβαρό θέμα, με πολλές προεκτάσεις, χωρίς επαρκή προηγούμενη ενημέρωση και προετοιμασία, αλλά ακόμα περισσότερο προδικάζοντας την απόφαση του Συμβουλίου, διατυπώνοντας έμμεσες αιχμές περί ανάληψης ευθύνης.

Υπενθυμίζουμε ότι η έλλειψη προετοιμασίας και η μη τήρηση των διαδικασιών μόνο καθυστερήσεις επιφέρει. Με την ίδια κατεπείγουσα διαδικασία εισήχθη άλλωστε και το ερώτημα της απόσπασης των αρχαιοτήτων στον Σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης, με τη γνωστή καταστροφική για το μνημειακό σύνολο γνωμοδότηση, ωστόσο η σχετική Υ.Α. δεν έχει καν ακόμη -1,5 μήνα μετά- υπογραφεί, παρά την σπουδή της κυβέρνησης. Μολονότι οι δυο υποθέσεις είναι εντελώς αναντίστοιχες –αφού σε καμία περίπτωση τα ιδιαίτερα σημαντικά ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα δεν μπορούν να συγκριθούν με ένα εκτεταμένο σύμπλεγμα μνημειακής αρχιτεκτονικής- ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων δεν μπορεί παρά να σχολιάσει με ανησυχία την παραβίαση της ορθής διοικητικής διαδικασίας για άλλη μια φορά καθώς και την εμφανή προεπιλογή της λύσης της απόσπασης αρχαιοτήτων ως πανάκεια, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ευρήματος και ανεξαρτήτως των επιταγών της κείμενης νομοθεσίας»