Δεν χρειάζεται νομίζω να ξαναεπανέλθω στον τρόπο και τις φόρμες με τις οποίες στην Ελλάδα αφομοιώσαμε ξένα θεατρικά είδη που κι αυτά πάλι ήταν θεατρικά υβρίδια. Αναφέρομαι στο ελληνικό μιούζικαλ που είναι νόθο του νόθου αμερικανικού μουσικού είδους θεάτρου. Αλλά, το έχουμε ξαναδιαπιστώσει, τα νόθα συχνά είναι ανθεκτικότερα από τα γνήσια. Εδώ π.χ. δεν άντεξε για πολύ η οπερέτα, η βιεννέζικη εκδοχή της μουσικής κωμωδίας ή του μουσικού δραματικού ειδυλλίου. Αν πασχίσουμε να παρακολουθήσουμε τα είδη του μουσικού θεάτρου που εμφανίστηκαν, τουλάχιστον στην Ελλάδα, τα εκατό χρόνια πριν από τη σημερινή θεατρική αγορά, θα συναντήσουμε την «κωμωδία μετ’ ασμάτων» πρώτα. Ηδη το πρώτο υβρίδιο είναι η μονόπρακτη κωμωδία του Αγγελου Βλάχου «Η κόρη του παντοπώλου» (1850), μια σάτιρα του μικροαστικού μιμητισμού που διανθίζεται με τραγούδια με άκρως τολμηρό πολιτικό περιεχόμενο. Αλλά και ο μέγας Αλέξανδρος Ραγκαβής (διπλωμάτης, ιστορικός, θεατρολόγος, μυθιστοριογράφος, αρχαιολόγος, θεατρικός πρωτοπόρος, μεταφραστής του Μολιέρου κ.τ.λ.!) με το «Του Κουτρούλη ο γάμος», όπου με μίμηση αριστοφανικής, ακόμη και της στιχουργικής, γραφής, έγραψε χορικά (φοιτητές με στέκες μπιλιάρδου που ψέλνουν τα εξ αμάξης στις Ξένες Δυνάμεις, από το τότε!) και η μουσική, ζωντανή, παιζόταν από μπάντα! Αυτό το υβρίδιο (κοινώς τερατάκι) στοίχειωσε το ελληνικό θέατρο όλον τον 19ο αιώνα από το 1850 έως το 1900. Το κωμειδύλλιο σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και έργα όπως το αριστούργημα του Καπετανάκη «Ο Γενικός Γραμματέας», πολιτική σάτιρα που σπάει κόκαλα, γραμμένο για το μέλλον, των ημερών μας!

Γύρω στις αρχές του 20ού αιώνα εμφανίστηκε η μαϊμού οπερέτα, ένα προσγειωμένο στα ελληνικά μίζερα θεατρικά δεδομένα θεαματικό βιεννέζικο επίσης ευρωπαϊκό υβρίδιο. Υβρίδιο εξάλλου την ίδια εποχή ήταν και η «επιθεώρηση», μίμηση στα καθ’ ημάς της θεαματικής ευρωπαϊκής «revue», μια συρραφή νούμερων, χορευτικών και ασμάτων της μόδας. Στην Ελλάδα λόγω φτώχειας μέσων φαντασμαγορίας το είδος έγινε παράταξη σατιρικών πολιτικών νούμερων.

Στην Αμερική οι περιοδεύοντες αγγλικοί θίασοι μετέφεραν το είδος του μεικτού μουσικοχορευτικού σατιρικού θεάματος του θιάσου ποικιλιών και έριξαν τον σπόρο να γεννηθεί το υβρίδιο «μιούζικαλ», ένα νόθο και αθάνατο είδος που έσπειρε στον κόσμο τετραπέρατα τερατάκια ανθεκτικά, δημοφιλή και γόνιμα.

Ετσι στην Ελλάδα γεννήθηκε ένα ιθαγενές τερατάκι, τρισέγγονο των ευρωπαϊκών και αμερικανικών τερατιδίων. Το ελληνικό μιούζικαλ. Είναι όντως ένα προϊόν τερατογένεσης ακμαίας και ανθεκτικής. Η πρόζα είναι τερατάκι της φαρσοκωμμωδίας (άλλου υβριδίου) και τα μουσικά και χορευτικά είδη επιμειξίες της κωμωδίας μετ’ ασμάτων, της οπερέτας και της επιθεώρησης.

Η αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα σε ξένα είδη θεάτρου των ελλήνων ηθοποιών, που δεν είχαν (και δεν έχουν) την ευκαιρία να σπουδάσουν τις τεχνικές του εισαγόμενου είδους, που απαιτεί από τον ερμηνευτή ικανότητες χορευτή, τραγουδιστή και εξωστρεφούς ηθοποιού, δημιούργησε γενιές δημιουργών που δόξασαν το είδος αυτό, ξένο στα ελληνικά ήθη και άγνωστο στην εκπαίδευση στην υποκριτική.

Οταν ήρθαν στην Ελλάδα και παραγωγές με αυθεντικότερα αμερικανικά και ευρωπαϊκά υβρίδια, οι έλληνες ηθοποιοί είχαν ήδη μυηθεί στο είδος και αξιοθαύμαστα και προσαρμόστηκαν και αξιοποιήθηκαν και από ξένους σκηνοθέτες και χορογράφους που επιστράτευσε η ελληνική παραγωγή. Πατέρας αυτής της γενιάς ειδικευμένων και μυημένων στο είδος «ελληνικό μιούζικαλ» ο Γιάννης Δαλιανίδης που ξεκίνησε χορευτής περιοδευόντων θιάσων (εγώ τον είδα σε επιθεωρησιακό θέατρο χορευτή στη Λαμία το 1953!) και εξελίχτηκε σε έναν πρώτης τάξεως υψηλών προδιαγραφών συγγραφέας, σκηνοθέτης θεατρικών και κυρίως κινηματογραφικών μιούζικαλ.

Ηταν τέτοιο το κύρος του στη συντεχνία ώστε όταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον τίμησε και τον βράβευσε για την σπουδαία προσφορά του (εκτός των άλλων έδωσε δουλειά σε εκατοντάδες μουσικούς, χορευτές, εικαστικούς, τεχνικούς εφέ, εκτός από χιλιάδες ηθοποιούς), εκτός από τη Σώκου και την ταπεινότητά μου, μίλησε ο μέγας Θόδωρος Αγγελόπουλος, τονίζοντας πως θεωρούσε τον Δαλιανίδη μάστορα και δάσκαλο.

Ο Δαλιανίδης τόλμησε και μέσα στο παραδοσιακό κενό έσπειρε και έθρεψε ένα ξένο για την ιστορία του ελληνικού θεάτρου είδος, που όμως ήρθε και ακούμπησε πάνω στην επιθεώρηση, την οπερέτα και την κωμωδία μετ’ ασμάτων. Και δημιούργησε δική του παράδοση. Εκτός των άλλων (και είναι μια προσφορά που δεν την αναφέρουμε ποτέ) προετοίμασε μια γενιά δημιουργών αλλά κυρίως το κοινό να υποδεχτεί χωρίς αντιδράσεις και αντιρρήσεις τα αμερικάνικα και τα ευρωπαϊκά μιούζικαλ που κατά καιρούς κατέκλυσαν την ελληνική σκηνή. Είχαν προηγηθεί τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη, όταν παίχτηκαν οι «Εβίτες», τα «Καμπαρέ», οι «Αλήτες και Κούκλες» κ.τ.λ. Ο τελευταίος τίτλος παρήγαγε στην Ελλάδα τον ανάλογο «Γοργόνες και Μάγκες» του Δαλιανίδη που ξαναπαίχτηκε φέτος το καλοκαίρι σε συνέχεια μια μεγάλης πορείας δύο χρόνων στην Αθήνα και στην επαρχία.

Είδα την παράσταση στο θέατρο του «Παπάγου» και ήταν μια γενναιόδωρη παραγωγή. Διότι είναι γενναιοδωρία και τόλμη π.χ. να έχεις σήμερα ζωντανή ορχήστρα επί σκηνής, να διαθέτεις οκταμελές μπαλέτο επαγγελματιών χορευτών και έναν πολυμελή θίασο με πρώτα ονόματα της αγοράς του θεάματος και κυρίως να έχεις επί σκηνής γνωστή φίρμα του λαϊκού τραγουδιού. Και πρέπει εδώ να σημειώσω πως η παρουσία του Γιάννη Πλούταρχου είχε και κύρος σκηνικό, και σεμνότητα και ήθος. Εξάλλου η παραγωγή επίσης γενναιόδωρα πλημμύρισε τον χώρο με τα έξοχα τραγούδια του Πλέσσα με τους έξοχους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Πρώτης τάξεως θερινό θεατρικό, μουσικό και χορευτικό θέαμα για ένα κοινό που διψάει να ξεφύγει από την τηλεόραση των ανοησιών και των επαναλήψεων, ένα κοινό που τραγουδάει μαζί με τον θίασο και τον λαϊκό τραγουδιστή υψηλής ποιότητας τραγούδια, ευρέως φάσματος περιεχομένου.

Το επί σκηνής δρώμενο, σκηνοθετημένο από τον Γιώργο Βάλαρη, είχε και ρυθμό και ποικιλία και σκηνική ευφράδεια.

Πρώτα οφείλω να αναφερθώ στον χορό που χόρεψε ποικίλους ρυθμούς και άλλαξε δέκα κοστούμια. Είχε τεχνική, ήθος και ύφος επαγγελματικό. Η διανομή διέθετε παλιούς έμπειρους ηθοποιούς στο είδος και νεότερους ευάγωγους.

Δεν μπορώ να μην αναφέρω πρώτα τον έξοχο Γιάννη Βογιατζή που υπηρετεί ένα ευρύ δραματολόγιο με ήθος ανεπανάληπτο και γούστο αξιοζήλευτο πενήντα χρόνια. Είχα τη χαρά να τον δω στην πρώτη του εμφάνιση στον θίασο της Βαλάκου («Κληρονόμοι») στη Λαμία πριν από 53 χρόνια. Να ‘ναι καλά. Επίσης οφείλω να χαιρετήσω τον Τάσο Κωστή και την Ολγα Πολίτου για τη σεμνή τους παρουσία και την πείρα τους.

Από τους υπόλοιπους της διανομής το λαμπρό ταλέντο του Γιώργου Γαλίτη ξεχωρίζει ευφρόσυνα. Η Ζέτα Δούκα έχει παρουσία αισθητή. Η Κορινθίου μπρίο, ο Παναγιώτης Πετράκης εύρος στο είδος, η Λάμπρη γκελ. Ο Θανάσης Ευθυμιάδης υπερπαίζει και θολώνει τον ντορό. Ο καλός ηθοποιός φαίνεται κι όταν δεν μιλά. Και δεν χρειάζεται να παίζει όταν μιλούν οι άλλοι. Ο Βάλαρης στέρεος και ως ηθοποιός. Ενα λαϊκό θέαμα χωρίς λαϊκισμό.

Κείμενο: Γιάννης Δαλιανίδης

Διασκευή – σκηνοθεσία: Γιώργος Βάλαρης

Μουσική: Μίμης Πλέσσας

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Σκηνικά: Μανώλης Παντελιδάκης

Ενορχήστρωση – μουσική διεύθυνση: Αντώνης Γούναρης

Χορογραφίες: Μάρκος Γιακουμόγλου

Κοστούμια: Ελενα Παπανικολάου

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Ερμηνεύουν: Γ. Βογιατζής, Ζέτα Δούκα, Θ. Ευθυμιάδης, Μαρία Κορινθίου, Π. Πετράκης