Οπως στο Facebook και στη νέα ηθική των social media των like/not like, υπάρχουν λεπτομέρειες στην εβδομάδα μόδας της υψηλής ραπτικής στο Παρίσι που ανανεώνουν το ενδιαφέρον των θεατών για ένα είδος της μόδας που δεν τους αφορά.

Η υψηλή ραπτική παραμένει κλειστό είδος στο οποίο έχουν πρόσβαση μερικές εκατοντάδες πελάτισσες (κυρίως μέλη βασιλικών οικογενειών της Μέσης Ανατολής και κάποιες αμερικανίδες επιχειρηματίες), οι οποίες μπορούν να αγοράσουν ρούχα που γίνονται εξ ολοκλήρου στο χέρι και κοστίζουν το καθένα από 10.000 έως 100.000 ευρώ.

Η υψηλή ραπτική παρακολουθεί και καταγράφει την πραγματικότητα ακόμη και όταν παρουσιάζεται μέσα σε χρυσοποίκιλτα σαλόνια, όπως είναι οι πρεσβείες ξένων κρατών στη γαλλική πρωτεύουσα, και σε κήπους ιστορικών κτιρίων μεγαλεπήβολης αισθητικής, όπως το Μουσείο Ροντέν, οι Βερσαλλίες, τα Εθνικά Αρχεία. Ετσι, την ώρα που οι ενδοσυνεννοήσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας βρίσκονται σε δυσαρμονική κατάσταση σε ευρύτερα κοινωνικά και ανθρωπιστικά ζητήματα και ο κόσμος όλος αντιλαμβάνεται την εισοδηματική ανισότητα στην καθημερινότητά του, η εβδομάδα της παριζιάνικης υψηλής ραπτικής προβάλλει το πολιτιστικό κεφάλαιο της πόλης ανανεώνοντας τις επενδύσεις της τουριστικής βιομηχανίας.

Ωστόσο, είναι καλό το ότι το Chambre Syndicale de la Haute Couture Parisienne, ο φορέας δηλαδή που ρυθμίζει την παροχή του τίτλου «οίκος υψηλής ραπτικής», έχει χαλαρώσει τα σκληρά κριτήρια και παραχωρεί τα εύσημα της γαλλικής ραπτικής σε σχεδιαστές από τον Λίβανο (Elie Saab), τη Ρωσία, την Ιταλία (Armani Privé), την Κίνα (Guo Pei). Ή αποδέχεται ως ιδιαίτερα δημιουργική την ξεχωριστή Ολλανδέζα Ιρις βαν Χέρπεν και το επιτελείο των συνεργατών της, οι οποίοι δουλεύουν την έννοια του ρούχου τεχνολογικά μέσα από προγράμματα σχεδιασμού σε υπολογιστές.

Εξάλλου, ορισμένα σύμβολα της μόδας που διαδόθηκαν μέσα από τον κινηματογράφο και θεωρούνται ότι ανήκουν στην ποπ κουλτούρα, όπως είναι το μικρό μαύρο φόρεμα της Οντρεϊ Χέπμπορν στο «Πρωινό στο Τίφανις», δημιουργημένο από τον Ιμπέρ ντε Ζιβανσί, επαναπροσδιόρισαν την ισχύ τους. Μέσα στους κήπους των Εθνικών Αρχείων η αγγλίδα σχεδιάστρια Κλερ Γουέιτ Κέλερ, η οποία διευθύνει τις συλλογές του οίκου Givenchy, δούλεψε πάνω στο αρχετυπικό μοντέλο της λιτής κομψότητας που πρέσβευε ο ιδρυτής του οίκου και ο οποίος απεβίωσε πρόσφατα: συμπύκνωσε βαθείς τόνους πολύτιμων λίθων σε βελούδινα υφάσματα και κρυστάλλινες παγέτες σε κάπες που άστραφταν σαν τους τοίχους ενός ορυχείου σμαραγδιών. Ανέμειξε ένα μικρό μαύρο σακάκι με μανίκια κάπας με ένα άσπρο πουκάμισο. Παγίδευσε λεπτά σιφόν μεταξωτά σε αποχρώσεις γυμνού δέρματος με σφυρήλατες ασημένιες πανοπλίες.

Η Μαρία Γκράτσια Κιούρι στη συλλογή ραπτικής του οίκου Dior έδωσε έμφαση στην πολύτιμη αξιοπρέπεια των όμορφων αλλά ήσυχων ρούχων, των δημιουργιών που οι πτυχώσεις τους θυμίζουν γλυπτά και πτυχωτά που είναι κατασκευασμένα (κυρίως χωρίς κορσέδες) με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν ποτέ να υπάρχουν όμοια τους στις σειρές πρετ α πορτέ. Η παλέτα της είχε πολλά δείγματα του γυμνού δέρματος. Υπήρξε μια εσκεμμένη αδρότητα στην επιλογή των υλικών (ματ ντισές, διπλής όψης υφάσματα, κρεπ), στις διακοσμητικές λεπτομέρειες. Και σε ό,τι αφορά τη διαδικασία παραγωγής ενός ατελιέ ραπτικής, παρουσιάστηκαν ως μέρος του σκηνικού. Ο χώρος του σόου καλύφθηκε από το δάπεδο έως την οροφή με τα ρούχα της συλλογής φτιαγμένα από βαμβακερά τουάλ, ενώ η σχέση της πελάτισσας με το εργαστήριο του οίκου ολοκλήρωσε αυτό το αφήγημα κλειστού κυκλώματος.