Βρισκόμαστε στον «φοβερό χειμώνα του 1942», τον μήνα Ιανουάριο. Ο Ιωάννης Θ. Κακριδής έχει μεταβεί στο γραφείο του Γεωργίου Παπανδρέου, στην οδό Θεμιστοκλέους. Από τον Δεκέμβριο του 1941 έχει δρομολογηθεί η άσκηση πειθαρχικής δίωξης εναντίον του Κακριδή. Θα καταλήξει στην επονείδιστη «Δίκη των τόνων», στο πλαίσιο της οποίας ο Παπανδρέου θα καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης. Στο γραφείο ο Κακριδής συναντά τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος του ανακοινώνει ότι σχεδιάζει να μεταφράσει την Ιλιάδα και έχει έλθει για να ζητήσει τη γνώμη του Παπανδρέου. Ο Καζαντζάκης ζητά από τον Κακριδή να του δανείσει «λίγα βιβλία σχετικά με την ομηρική γλώσσα, τον κόσμο του επικού και το ομηρικό ζήτημα». Θα συνεχίσει να δανείζεται βιβλία από τον Κακριδή, ο οποίος στις 28 Μαρτίου θα λάβει επιστολή με την οποία του ζητά να συνεργαστούν: «το τέλειο θάταν να κάναμε μαζί τη μετάφραση της Ιλιάδας». Ετσι ξεκινά η αφήγηση του Κακριδή με τίτλο «Το χρονικό μιας συνεργασίας», που δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Νίκο Καζαντζάκη τα Χριστούγεννα του 1959.

O Κακριδής αμφιταλαντεύεται ως προς τον δικό του ρόλο σε σχέση με «τη μεταφραστική αναδημιουργία του ποιητή» αλλά τελικά αποδέχεται. Τα θεμέλια της συνεργασίας τους μπαίνουν στις 12 Ιουνίου 1942 στην Αίγινα. Στην πρώτη αυτή συνάντηση συζητούν και συμφωνούν πάνω σε θέματα αρχών: «για το μέτρο που θα διαλέξουμε στη μετάφρασή μας, για το παλαιικό χρώμα που θα της δώσουμε, για τον ψηλό τόνο που πρέπει να κρατήσουμε, για τα κύρια ονόματα, για τα σύνθετα επίθετα, για το ζήτημα αν και πόσο θ’ αντικαταστήσουμε τα στοιχεία του ομηρικού πολιτισμού με στοιχεία του νεοελληνικού».

Η συμφωνία είναι να δώσει ο Καζαντζάκης την πρώτη γραφή (την τελειώνει στις 27 Οκτωβρίου) και ο Κακριδής να καταγράφει τις διαφωνίες του, ώσπου και ο ίδιος «να μυηθ[εί] σιγά σιγά στα μυστικά του θαυμάσιου δεκαεφτασύλλαβου και να αποτολμήσ[ει] να χύν[ει] στίχους». Σχολιάζει εν προκειμένω ο Κακριδής: «H δουλειά της τίγρης βάσταξε τρεισήμισι μόνο μήνες· η δουλειά όμως του υπομονετικού ζώου –με σύντροφο μάλιστα –χρειάστηκε δώδεκα χρόνια για να τελειώσει».

Ο όγκος του βοηθητικού υλικού που χρησιμοποίησαν στη διάρκεια της συνεχούς αναθεώρησης της μετάφρασης, η οποία πέρασε από διάφορα στάδια, θα προκαλούσε ζάλη στους περισσότερους σημερινούς μεταφραστές αρχαίων κειμένων. Περιορίζομαι να παραθέσω μόνον όσα μελέτησε ο Καζαντζάκης κατά την πρώτη περίοδο. Παραθέτω αυτούσια τα λόγια του Κακριδή: «Φιλολογικές μελέτες του Wilamowitz, του Helbig, του Rothe, του Bérard, του Bethe, του Scheffer, του Nilsson, του Schadewalt, του Severyns. Μπροστά του κρατεί ανοιχτές όλη την ώρα τις μεταφράσεις του Voss, του Πολυλά, του Πάλλη, του Ζερβού, του Εφταλιώτη, του Scheffer, του Mazon. Μεσαιωνικά και νεοελληνικά κείμενα: Χρονικό του Μωρέως, Ακρίτας, Μαχαιράς, Πτωχοπρόδρομος, τα Μεσαιωνικά του Legrand, Μακρυγιάννης, Κολοκοτρώνης, Τερτσέτης. Μια φορά μου ζητάει να του στείλω όλους τους τόμους της Επετηρίδας της Εταιρίας των Βυζαντινών Σπουδών, για να τους αποδελτιώσει το γλωσσικό υλικό».

Ας δούμε τώρα δύο άλλους μεταφραστές της Ιλιάδας σε αντίστιξη. Στον συμπατριώτη μας ιταλό ποιητή, φιλόλογο και κριτικό Ούγο Φώσκολο αποδίδεται ένα σκωπτικό επίγραμμα, στο οποίο αποκαλεί τον Βιντσέντζο Μόντι «μέγα μεταφραστή των μεταφραστών του Ομήρου» («gran traduttor dei traduttor d’Omero»). Ο Μόντι, που μετέφρασε την Ιλιάδα σε ανομοιοκατάληκτο ενδεκασύλλαβο (Α’ έκδοση 1810), δεν γνώριζε αρχαία ελληνικά. Βασίστηκε σε λατινικές και ιταλικές μεταφράσεις. Εντούτοις η μετάφρασή του είχε τεράστια απήχηση, επισκίασε τις υφιστάμενες μεταφράσεις της Ιλιάδας και είναι η γνωστότερη στην ιστορία των ιταλικών γραμμάτων. Επανεκδόθηκε με διορθώσεις το 1812, το 1820 και το 1825.

O ίδιος ο Φώσκολος ασχολήθηκε σχεδόν ολόκληρη τη δημιουργική ζωή του με τη μετάφραση της Ιλιάδας (επίσης σε ενδεκασύλλαβο) αλλά κατάφερε να δημοσιεύσει μόνο τη ραψωδία Α το 1807 και τη Γ το 1821 –διόλου τυχαίο ότι αυτές οι δύο ραψωδίες απασχόλησαν και τον Ανδρέα Κάλβο, ο οποίος υπήρξε γραμματέας του (βλ. τη μελέτη μου «Ο Κάλβος ως μεταφραστής της Ιλιάδας», Νέα Ευθύνη 27 (2015) 11-25). Τα κατάλοιπα του ολοκληρωμένου και ανολοκλήρωτου μόχθου του καλύπτουν τρεις τόμους στην έκδοση των Απάντων του. Σε αντίθεση με τον Μόντι, ο Φώσκολος γνώριζε άριστα την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία και δούλεψε τη μετάφραση της Ιλιάδας και ως φιλόλογος και ως ποιητής. Ξεκίνησε το 1807 με το Esperimento di traduzione della Iliade di Omero, το οποίο περιελάμβανε τη δική του μετάφραση της ραψωδίας Α αντικριστά με την πεζή μετάφραση του Μελχιόρρε Τσεζαρόττι και χωριστά τη μετάφραση του Μόντι. Στη μετάφραση του Τσεζαρόττι ο Φώσκολος πρόσθεσε 67 υποσημειώσεις (!), στις οποίες σχολιάζει τη μετάφραση αυτή και άλλες μεταφράσεις της Ιλιάδας, επεξηγεί τη σημασία ομηρικών λέξεων και φράσεων, και διορθώνει μεταφραστικά λάθη, με βάση φιλολογικά και αισθητικά κριτήρια. Τις μεταφράσεις συνόδευαν δοκίμια, όπου είναι και πάλι ορατή η διαφορά ανάμεσα στον Μόντι και τον Φώσκολο: ο πρώτος αναλύει το ποιητικό αποτέλεσμα της δικής του μετάφρασης της πρώτης πρότασης της Ιλιάδας, συγκρίνοντάς την με τις αποδόσεις πέντε άλλων μεταφραστών· αντίθετα το δοκίμιο του Φώσκολου υπομνηματίζει φιλολογικά το περίφημο νεύμα του Δία (Α 528-530) στο πρωτότυπο και (συγ)κρίνει δεκατέσσερις πολύ γνωστές μεταφράσεις του εν λόγω χωρίου σε γλώσσα λατινική, αγγλική, γαλλική και ιταλική.

Πώς εξηγείται το γεγονός ότι η μετάφραση του Μόντι, που δεν γνώριζε αρχαία ελληνικά, είχε τόσο ευτυχή δεξίωση; Ο Μόντι ήταν χαρισματικός και η μετάφρασή του διαβαζόταν εύκολα από τον μέσο αναγνώστη –για λόγους που δεν έχω τον χώρο να εξηγήσω. Οφείλω να επισημάνω, όμως, ότι δεν ήταν καθόλου αδιάφορος όσον αφορά το θέμα της πιστότητας στο πρωτότυπο. Με τη βοήθεια του Κερκυραίου λόγιου Ανδρέα Μουστοξύδη, του διάσημου αρχαιολόγου Εννιο Κουιρίνο Βισκόντι και του ελληνιστή και ποιητή Λουίτζι Λαμπέρτι επέφερε πολλές και σημαντικές διορθώσεις σε όλες τις επανεκδόσεις της μετάφρασής του, ειδικά στη δεύτερη. Μάλιστα στον Πρόλογο της Γ΄ έκδοσης (1820) οι εκδότες, αφού αναφερθούν, προφανώς με υπόδειξη του Μόντι, στη δημοσίευση των «Παρατηρήσεων» του Βισκόντι και στην επικείμενη δημοσίευση των «Παρατηρήσεων» του Μουστοξύδη, σχολιάζουν το θέμα ως εξής: «Διαβάζοντάς τες ο καθένας θα μπορέσει να βεβαιωθεί για τη φροντίδα που κατέβαλε ο επιφανής μεταφραστής, ώστε να κατακτήσει την απόλυτη πιστότητα σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο, αφού ο ίδιος ο Μόντι ζήτησε και έλαβε αυτές τις λεπτομερείς και αμερόληπτες κριτικές για το έργο του και έσπευσε να αναθεωρήσει, στη δεύτερη και στην παρούσα έκδοση, τα χωρία που του υπέδειξαν οι λογιότατοι φίλοι του, εκτός από κάποιες περιπτώσεις όπου η συνείδησή του τον έπεισε να διατηρήσει τη δική του αρχική γραφή».

Η μετάφραση του Μόντι είναι πιστή, με την έννοια ότι σε γενικές γραμμές δεν παραβιάζει το βασικό νόημα της ομηρικής αφήγησης. Αν όμως κάποιος αναζητήσει τον συνδυασμό της ποιητικότητας με την όσον το δυνατόν ακριβέστερη απόδοση του νοήματος του πρωτοτύπου, θα τον βρει στον Καζαντζάκη και στον Φώσκολο. Πέραν του ότι ήσαν και οι δύο μεγάλοι ποιητές, διέθεταν επιπλέον βαθιά γνώση του ομηρικού κειμένου και μόχθησαν για ασυνήθιστα μακρό χρόνο για να μεταφράσουν το ομηρικό έπος (ο δεύτερος ανάλωσε δεκατέσσερα χρόνια για να δημοσιεύσει δύο μόνο ραψωδίες). Ιδού δύο παραδείγματα: ο Καζαντζάκης μεταφράζει τα «απερείσια άποινα» (Α 13) ως «λύτρα αρίφνητα», ο Φώσκολος ως «πλούσιο θησαυρό από προσφορές» («assai tesoro d’offerte») και ο Μόντι ως «μεγάλο αντίτιμο» («molto prezzo»)· ο Καζαντζάκης αποδίδει τη φράση «εκηβόλου Απόλλωνος» (Α 14) ως «του μακροσαγιτάρη Απόλλωνα», όμοια και ο Φώσκολος («d’Apollo lungisaettante»), ενώ ο Μόντι μεταφράζει «του τοξότη Απόλλωνα» («dell’arciero Apollo»).

Το ελάχιστο που ζητώ από μια (ποιητική) μετάφραση είναι να μην παραλείπει, να μην προσθέτει και να μην παραχαράσσει το πρωτότυπο. Από εκεί και πέρα το νόημα και το πνεύμα του πρωτοτύπου μπορούν να υπηρετηθούν με διάφορους τρόπους, οι οποίοι συνεπάγονται όμως βαθιά γνώση του αρχαίου κειμένου. Πάνω πάνω τοποθετώ τις μεταφράσεις που διαθέτουν ταυτόχρονα υψηλή αξιοπιστία και εξέχουσα ποιητικότητα, όπως η μετάφραση της Ιλιάδας που προέκυψε από τη συνεργασία ενός κορυφαίου λογοτέχνη, του Νίκου Καζαντζάκη, με έναν κορυφαίο φιλόλογο, τον Ι. Θ. Κακριδή. Εφόσον πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, εξυπακούεται ότι η κάθε μετάφραση αξιολογείται –ως προς τη γλώσσα, το ύφος και τις μεταφραστικές λύσεις που δίνει –με τα μέτρα της εποχής στην οποία εκπονήθηκε και τα πιστεύω του μεταφραστή.

Ο Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Εχει συγγράψει τη μονογραφία «Virgil’s Aeneid: Semantic Relations and Proper Names» (Οξφόρδη 1997) και πολλές μελέτες για τη λογοτεχνία της ελληνιστικής εποχής, των κλασικών ρωμαϊκών χρόνων και της ύστερης αρχαιότητας. Εχει εκδώσει τρεις τόμους για την ελληνορωμαϊκή ποίηση (επική, λυρική, βουκολική) και έχει συνεπιμεληθεί πέντε τόμους πρακτικών των διεθνών συνεδρίων RICAN για το αρχαίο μυθιστόρημα, στη σειρά Ancient Narrative Supplementa. Συμμετέχει επίσης στον τόμο «Μεθοδολογικά ζητήματα στις κλασικές σπουδές» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης