Μπορεί οι τουρκικές προεδρικές και βουλευτικές εκλογές να κατέληξαν σε ένα θρίαμβο του Ερντογάν, έστω και υπό το βάρος κατηγοριών για εκτεταμένη νοθεία, με τον Τούρκο πρόεδρο να εξασφαλίζει την επανεκλογή του από τον πρώτο γύρο και να έχει φιλική απόλυτη πλειοψηφία και στη Βουλή, όμως η επόμενη μέρα των εκλογών δεν βρίσκει μόνο τον Ερντογάν κυρίαρχο, με τη βοήθεια του νέου συντάγματος και τις υπερεξουσίες του προέδρου, αλλά και την Τουρκία αντιμέτωπη με κρίσιμα ερωτήματα.

Αχίλλειος πτέρνα

Κάποια από τα ερωτήματα αφορούν την εσωτερική της οικονομική της κατάσταση που μπορεί να αποδειχτεί πραγματική αχίλλειος πτέρνα, καθώς οι ιδιαίτερα υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης συνδυάζονται με μεγάλη αύξηση του χρέους, μεγάλα ελλείμματα δημόσιου και ιδιωτικού, σημαντική υποχώρηση της τουρκικής λίρας στις διεθνείς χρηματαγορές και πληθωρισμό που τρέχει πλέον με διψήφια νούμερα.

Ο Ερντογάν εξακολουθεί να επιμένει ότι μπορεί να αναθερμάνει την οικονομία μέσω μεγάλων δημοσίων έργων, όμως δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Τουρκία θα μπορούσε ακόμη και να βρεθεί στην ανάγκη να καταφύγει ξανά στο ΔΝΤ, σε μια ιδιότυπη ιστορική αντιστροφή εάν θυμηθούμε ότι ο Ερντογάν παγίωσε αρχικά τη θέση του στην τουρκική πολιτική σκηνή, επειδή έβγαλε την Τουρκία από τα προγράμματα του ΔΝΤ.Κάποια άλλα ερωτήματα αφορούν τον ίδιο τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Τουρκίας.

Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών, η απομάκρυνση του ενδεχομένου ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αποτυχία της αρχικής και μάλλον αλαζονικής εμπλοκής στη συριακή κρίση με την επένδυση στο γρήγορο ενδεχόμενο «αλλαγής καθεστώτος» και τη διαμόρφωση ενός νέου συσχετισμού ύστερα από τη ρωσική ανάμειξη, το «υπαρξιακό» άγχος από την αμερικανική τακτική συμμαχία με τους Κούρδους και τον ενεργό κίνδυνο να υπάρξει οιονεί κουρδική κρατική οντότητα στα ανατολικά της σύνορα, αλλά και το πραξικόπημα, με το ανοιχτό ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό ήταν σε γνώση των δυτικών δυνάμεων, όλα αυτά διαμόρφωσαν νέα δεδομένα.

Ειδικά το τελευταίο δεν πρέπει να υποτιμηθεί καθόλου ως προς το «τραύμα» που άφησε στις σχέσεις της Τουρκίας με αρκετούς από τους βασικούς διαχρονικά συμμάχους της και πρώτα και κύρια τις ΗΠΑ.

Οι ρωσικές κινήσεις

Η Τουρκία πλέον δεν είναι μια χώρα που πολιτεύεται αποκλειστικά και μόνο με όρους αυτού που θα ορίζαμε ως «δυτικό στρατόπεδο». Οι κινήσεις τακτικής προς τη μεριά της Ρωσία, εν πολλοίς υπαγορευμένες από τον τρόπο με τον οποίο η Μόσχα έχει εγγυηθεί τις τωρινές ισορροπίες στη Συρία αλλά και την όποια πολιτική διαδικασία με ορίζοντα την επόμενη μέρα, σηματοδοτούν μια σημαντική στροφή.

Την ίδια στιγμή, το τελευταίο διάστημα η Τουρκία δοκίμασε να απαντήσει στα παραπάνω ανοιχτά ερωτήματα με μια πολύ πιο επιθετική εμπλοκή στη συριακή κρίση, με τις τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφρίν και το Καντίλ όπως και την πρόσφατη στρατιωτική παρουσία στο Μάμπιζ στη Βόρεια Συρία.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να τα δούμε όλα αυτά ως οριστικές ρήξεις και μεταστροφές. Πιο σωστό είναι να μιλήσουμε για διαρκή προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης σε ένα αντιφατικό πεδίο. Ο τρόπος που διαχειρίζεται η Τουρκία τις αμυντικές δαπάνες της είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικός με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζήτημα των εξοπλιστικών της προγραμμάτων, όπου επιδιώξει ταυτόχρονα την προμήθεια των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35 και ρωσικών συστοιχιών πυραύλων S-400.

Άλλωστε, η ίδια η αμερικανική πλευρά δεν έχει σκοπό να εγκαταλείψει εύκολα την Τουρκία. Όπως, ομολογούσε πρόσφατα ο αμερικανός υφυπουργός για θέματα ευρωπαϊκών υποθέσεων Γουές Μίτσελ σε ομιλία του: «εργαζόμαστε αποφασιστικά να σταθεροποιήσουμε τη σχέση με την Τουρκία και να την κρατήσουμε σε μια δυτική στρατηγική τροχιά. Μια μόνιμη ρήξη σε αυτή τη σχέση θα πλήξει τις ΗΠΑ σε βάθος πολών γενεών. Μακροπρόθεσμα, η Τουρκία είναι η μόνη χώρα στην περιοχή με ικανό βάρος ώστε να ανισταθμίσει το Ιράν». Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι παρότι η αμερικανική Γερουσία ψήφισε κατά της παράδοσης των F-35 στην Τουρκία, εντούτοις πριν από λίγες μέρες έγινε η πρώτη παραλαβή.

Την ίδια στιγμή, η Τουρκία δεν μπορεί παρά να συνεχίσει την τακτική συνεργασία με τη Ρωσία. Η Μόσχα έχει αναδειχτεί στον κύριο power broker στην περιοχή, ξεδιπλώνοντας πέραν της στήριξης στην κυβέρνηση Άσσαντ και εκτεταμένες επαφές και συνεννοήσεις με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη με ορίζοντα την επόμενη μέρα, και η Τουρκία χρειάζεται τη Ρωσική στήριξη για να αποφύγει τα χειρότερα ενδεχόμενα σε σχέση με το Κουρδικό.

Η άνοδος του εθνικισμού

Τα αποτελέσματα των εκλογών ανέδειξαν πέραν της κυριαρχίας του Ερντογάν και της βαθιάς διαίρεσης της Τουρκικής κοινωνίας και τη σταδιακή ενίσχυση του εθνικιστικού στοιχείου στην πολιτική ζωή. Όχι μόνο αθροιστικά, υπήρξε μια ισχυρή εκλογική ενίσχυση υπέρ των αμιγώς εθνικιστικών κομμάτων, αλλά και οι δύο βασικοί διεκδικητές της προεδρίας, Ερντογάν και Ιντζέ επέλεξαν να τονώσουν τους εθνικιστικούς τόνους. Μάλιστα, οι «πατριωτικές» και «εθνικιστικές κορώνες της αντιπολίτευσης στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ήταν πιο έντονες και από αυτές του ίδιου του Ερντογάν. Ούτε είναι τυχαίο, ότι οι πρόσφατες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία τόνωσαν αυτό το κλίμα και ενίσχυσαν τη θέση του Τούρκου προέδρου.

Την εθνικιστική μετατόπιση πρέπει να τη δούμε στην πιο συνολική της διάσταση, καθώς προσφέρει νομιμοποίηση στη συνολική αυταρχική στροφή, μειώνει τις αντιδράσεις στη σκλήρυνση της στάσης ως προς το Κουρδικό και διαμορφώνει μια συνθήκη όπου η Τουρκική κοινωνία είναι πιο εύκολο να αποδεχτεί πλέον εμπλοκή της χώρας σε πολεμικές περιπέτειες, εφόσον αυτές θα γίνονται αντιληπτές από μέρος της κοινωνίας ως θεμιτές προβολές ισχύος παρά ως επικίνδυνοι τυχοδιωκτισμοί.

Πώς όλα αυτά επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Η νίκη του Ερντογάν σημαίνει ότι δεν πρέπει να περιμένουμε μεγάλες αλλαγές ως προς την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είναι αλήθεια ότι στην προεκλογική εκστρατεία ο Ερντογάν κράτησε σχετικά χαμηλούς τόνους για τα ελληνοτουρκικά, όμως αυτό δεν αναιρεί ότι υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα. Ακόμη και στην ομιλία του μετά τη νίκη κυρίως στάθηκε στο ζήτημα της αναβαθμισμένης στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία, δείχνοντας ότι αυτό είναι το σημαντικότερο γεωπολιτικό ζήτημα που απασχολεί την τουρκική πλευρά. Από την άλλη, το γεγονός ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα απαιτεί και τη συνεργασία τον Μπαχτσελί, δηλαδή το κατεξοχήν ρεύμα του δεξιού εθνικισμού στην Τουρκία, μπορεί να οδηγήσει και σε κάποιες πιο επιθετικές κινήσεις, αν και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το ίδιον του νέου τουρκικού συντάγματος είναι η ενίσχυση του προέδρου και σε βάρος του κοινοβουλίου.

Ωστόσο, εντός της συνολικότερης αναζήτησης προσανατολισμού της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι αναμενόμενο να διατηρηθεί η τρέχουσα κατεύθυνση που χαρακτηρίζεται από αυξημένη δυσπιστία και επιθετικότητα απέναντι σε οτιδήποτε θεωρείται ότι αποτελεί δυνητική είτε απειλή είτε υποβάθμιση της Τουρκίας.

Με αυτή την έννοια δεν πρέπει να περιμένουμε ότι θα κατέβουν οι τόνοι σε σχέση με τα ζητήματα των ΑΟΖ, ιδίως σε σχέση με τα δικαιώματα εκμετάλλευσης στην Κυπριακή ΑΟΖ. Όσο η Τουρκία αντιμετωπίζει τις κινήσεις αυτές ως προσπάθεια διαμόρφωσης ενός συσχετισμού που περιορίζει τα δικά της δικαιώματα όπως και το δικό της ρόλο στις ενεργειακές ροές στην περιοχή, μπορούμε να περιμένουμε συνέχιση των σημερινών εντάσεων, με την καθοριστική παράμετρο να γίνεται το εάν και με ποιο τρόπο θα αντιδράσουν οι υπόλοιπες δυνάμεις που εμπλέκονται και κυρίως οι ΗΠΑ.

Στο ίδιο πλαίσιο, θα πρέπει να περιμένουμε η Τουρκία να συνεχίσει να διαχειρίζεται το προσφυγικό ως ένα μηχανισμό πίεσης, ιδίως από τη στιγμή που ιδίως οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ανάγκη να συνεχίσει να συγκρατήσεις τις προσφυγικές ροές από το έδαφός της.

Ως προς τα ζητήματα του Αιγίου, είναι σαφές ότι η προεκλογική περίοδος μετατόπισε το σύνολο σχεδόν του τουρκικού κομματικού συστήματος σε μια αρκετά επιθετική ρητορική σε σχέση με τις «γκρίζες ζώνες». Από την άλλη, αρκετά είναι τα σημάδια ότι και η τουρκική πλευρά φοβάται το ενδεχόμενο του «θερμού επεισοδίου», εκτιμώντας ίσως ότι αυτό θα μπορούσε να πυροδοτηθεί ώστε να βρεθεί η Τουρκία σε δυσμενέστερη θέση, ακόμη και εάν η άνοδος του εθνικισμού στο εσωτερικό της θα επέτρεπε πιο εύκολο χειρισμό ενός τέτοιου ενδεχομένου.

Από την άλλη, δεν θα πρέπει να αναμένουμε μεγάλες αλλαγές σε ό,τι αφορά τη διπλωματική πίεση και ένταση σε σχέση με τους 8 αξιωματικούς που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα ή το ζήτημα τους 2 Έλληνες στρατιωτικούς που παραμένουν κρατούμενοι στην Τουρκία. Η επιθετική στάση απέναντι σε όσους θεωρούνται ότι εμπλέκονται στο πραξικόπημα είναι πάγιο στοιχείο της τουρκικής πολιτικής, όπως φαίνεται και από τα αλλεπάλληλα κύματα συλλήψεων. Πάγια επίσης τείνει να γίνει η ιδιότυπη «διπλωματία των ομήρων», δηλαδή η πρακτική της παρατεταμένης κράτησης υπηκόων ξένων χωρών, με νομιμοφανή προσχήματα αλλά εμφανώς πέραν των ορίων της συνήθους διακρατικής διαχείρισης τέτοιων ζητημάτων, με τους κρατούμενους να γίνονται τμήμα της όλης διαπραγμάτευσης.

Το Κυπριακό

Ως προς το Κυπριακό, η αποτυχία του προηγούμενου γύρου διαπραγματεύσεων, έχει οδηγήσει σε μια στασιμότητα, όπως και σε ένα ανοιχτό ερώτημα εάν μπορεί να υπάρξει πραγματικά οδικός χάρτης για λύση, πέραν της παγίωσης της σημερινής κατάστασης. Ωστόσο, μένει να δούμε εάν και κατά πόσο η ολοκλήρωση των εκλογικών κύκλων στις εμπλεκόμενες χώρες θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αναθέρμανση της διαδικασίας. Μένει επίσης να δούμε εάν θα συνεχιστεί η μετατόπιση των τουρκικών διεκδικήσεων (και προβολών ισχύος) από το ζήτημα της μιας – κατά την τουρκική εκτίμηση – ευνοϊκής επίλυσης του Κυπριακού, ως δρόμο για την επίλυση όλων των ζητημάτων, προς την διαφαινόμενη πρόταξη των ενεργειακών και των ζητημάτων εκμετάλλευσης πόρων (ΑΟΖ κ.λπ.) ως προϋπόθεση για την όποια λύση.

Ωστόσο, το βασικό στοιχείο που θα σφραγίσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα είναι τελικά η συνολική κατεύθυνση που θα πάρει ο προσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Εάν η Τουρκία αισθανθεί πιο ασφαλής στο συριακό μέτωπο και βρει μια νέα ισορροπία στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, μπορεί κανείς να αναμένει και λιγότερες εντάσεις. Εάν, όμως, τα προβλήματα και οι αντιφάσεις οξυνθούν, τότε το ενδεχόμενο, μέσα σε ένα κλίμα αυξημένου εθνικισμού, να επιχειρηθεί κάποιου είδους «εξαγωγή της έντασης» και προς τα ανοιχτά μέτωπα των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι υπαρκτό.

Σε κάθε περίπτωση, η ολοκλήρωση του εκλογικού κύκλου και η παγίωση της κυριαρχίας του Ερντογάν, σημαίνει ότι αν μη τι άλλο για την ελληνική πλευρά δεν υπάρχουν πλέον αμφιβολίες ή ανοιχτά ερωτήματα ως προς το με το ποιον θα έχει να συνομιλεί, να συγκρούεται αλλά και να διαπραγματευτεί τα επόμενα χρόνια.