Η προεκλογική εκστρατεία του έδειχνε να βρίσκεται υπό απόλυτο έλεγχο: τα ΜΜΕ στέκονταν προσοχή, οι ανταγωνιστές είχαν αφεθεί χωρίς τηλεοπτικό χρόνο, οι αντίπαλοι τελούσαν υπό διωγμόν… Μόνο που η οικονομική κρίση τρέχει στην Τουρκία πιο γρήγορα από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η τουρκική λίρα έχει χάσει το 18% της αξίας της από τις αρχές του έτους, ο πληθωρισμός είναι σταθερά διψήφιος τους τελευταίους δέκα μήνες φτάνοντας το 12,2% τον Μάιο, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται, οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα προσπαθούν να αναδιαρθρώσουν τα χρέη τους στις τράπεζες, οι επενδυτές φεύγουν, η εμπιστοσύνη καταρρέει. Μπορεί άραγε να δικαιωθεί, για μία ακόμα φορά, στις κάλπες που θα στηθούν πρόωρα στις 24 Ιουνίου για τις προεδρικές και τις κοινοβουλευτικές εκλογές, η διάσημη ρήση «Είναι η οικονομία, ανόητε»;

Πριν από μία δεκαετία και πλέον, τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Ερντογάν προήδρευσε μίας από τις μεγαλύτερες οικονομικές success stories του κόσμου. Τώρα, οι οίκοι αξιολόγησης υποβιβάζουν –όπως σημειώνει στην «Washington Post» ο Ισάαν Ταρούρ –το δημόσιο χρέος της Τουρκίας «από σκουπίδια, σε πιο σκουπίδια». Και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η οικονομική κατάσταση της χώρας έχει γίνει ο βασικός λόγος ανησυχίας των Τούρκων, πολύ πάνω από τα ζητήματα της δικαιοσύνης ή της ασφάλειας. Οι τιμές εκτοξεύονται, τα εισοδήματα φθίνουν. «Η βενζίνη, τα τρόφιμα, τα ρούχα, όλα ακριβαίνουν από ώρα σε ώρα. Πρέπει να σταματήσει αυτό», δήλωσε στη Μαρί Ζεγκό, την ανταποκρίτρια της «Le Monde», μια νοικοκυρά από τη συνοικία Σισλί της Κωνσταντινούπολης.

Δημοσκόπηση του ινστιτούτου SONAR έδειξε προ ημερών πως το AKP και ο ακροδεξιός του σύμμαχος, το MHP, συγκεντρώνουν ακριβώς 49,3% στις κοινοβουλευτικές εκλογές, ενώ ο Ερντογάν μόλις 48,3% των ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Είναι τόσο οριακά αυτά τα ποσοστά, που οι ελπίδες της αντιπολίτευσης –του μετώπου που έχουν σχηματίσει το ισλαμοσυντηρητικό Κόμμα της Ευτυχίας, η κεμαλική αντιπολίτευση, οι εθνικιστές του Καλού Κόμματος και οι συντηρητικοί του Δημοκρατικού Κόμματος –να στερήσει από τον Ερντογάν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σύροντάς τον ταυτόχρονα σε έναν δεύτερο προεδρικό γύρο κατά τον οποίο σκοπεύει να κατεβάσει κοινό υποψήφιο, δεν φαίνονται καθόλου καταδικασμένες.

Κάποιοι βέβαια τις θεωρούν καταδικασμένες: «Ούτε καν μια οικονομική κατάρρευση δεν θα άλλαζε την εικόνα του Ερντογάν», λέει ο τουρκοαμερικανός πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας Σόνερ Καγκάπταϊ. «Η μισή χώρα τον μισεί, και θεωρεί πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα σωστά. Ταυτόχρονα όμως, η άλλη μισή τον λατρεύει, και θεωρεί πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα λάθος».

Ο Ερντογάν φροντίζει να τροφοδοτεί αυτή την τελευταία θεωρία με συνωμοσιολογίες που θέλουν την οικονομική κρίση και την κατρακύλα της λίρας να οφείλονται σε ξένους παράγοντες και εχθρούς του κράτους. «Το λόμπι των επιτοκίων είναι εναντίον μας» διακήρυξε στη διάρκεια προεκλογικής του ομιλίας στο Ερζερούμ, καλώντας τους υποστηρικτές του να υπηρετήσουν τον Θεό και όχι τα συμφέροντα του αμερικανοούγγρου μεγαλοεπενδυτή και φιλάνθρωπου Τζορτζ Σόρος. Ερντογάν και Ορμπαν έχουν βρει στο πρόσωπο του Σόρος έναν κοινό εχθρό. Και αυτό, από μόνο του, λέει πολλά. Το ερώτημα είναι αν το επιχείρημα της συνωμοσίας που προωθούν οι ισλαμοσυντηρητικοί στην Τουρκία θα αποδειχθεί αρκετό για να πείσει τους ψηφοφόρους.