Ηταν, ουσιαστικά, μια προαναγγελθείσα σφαγή. Σε φυλλάδια που είχε πετάξει από αέρος στη Λωρίδα της Γάζας ο ισραηλινός στρατός είχε προειδοποιήσει από την Κυριακή τους κατοίκους της πως, παίρνοντας μέρος στις προγραμματισμένες διαδηλώσεις, έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Παρ’ όλα αυτά, χιλιάδες παλαιστίνιοι διαδηλωτές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Χαμάς και συγκεντρώθηκαν χθες κατά μήκος των συνόρων με το Ισραήλ, κοντά στο διαβόητο «τείχος ασφαλείας» που αυτό έχει υψώσει.

Μικρές ομάδες επιχείρησαν να πλησιάσουν, συχνά κυλώντας φλεγόμενα ελαστικά, πετώντας πέτρες ή και στέλνοντας στον ουρανό φλεγόμενους χαρταετούς. Οι ανταποκριτές των «New York Times» άκουσαν καθαρά αξιωματούχους της Χαμάς να απευθύνονται, μετά τη μεσημεριανή προσευχή, στους πιστούς, ισχυριζόμενοι –ψευδώς –πως το τείχος είχε παραβιαστεί και Παλαιστίνιοι εισέρεαν στο Ισραήλ. Τα ισραηλινά δακρυγόνα αντικαταστάθηκαν γρήγορα με πλαστικές σφαίρες, έπειτα με αληθινές σφαίρες. Κι ας έχουν επανειλημμένως καταγγείλει τη χρήση φονικής ισχύος από τον ισραηλινό στρατό διεθνείς οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή και η ισραηλινή B’ Tselem.

Η σφαγή διήρκεσε ώρες. Κάποια στιγμή, έκανε τον γύρο των σόσιαλ μίντια η φωτογραφία ενός παραπληγικού παλαιστίνιου διαδηλωτή, καθηλωμένου σε αναπηρικό καροτσάκι, με μια σφεντόνα στο χέρι. Λίγες ώρες αργότερα έγινε γνωστό πως είχε χάσει, και αυτός, τη ζωή του. Στους νεκρούς περιλαμβάνεται και ένας γιατρός. Στους τραυματίες, ένας δημοσιογράφος του Αλ Τζαζίρα.

ΕΕ, ΟΗΕ, Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία καταδίκασαν τη βία, απηύθυναν έκκληση για αυτοσυγκράτηση. Το Κουβέιτ ζήτησε έκτακτη σύγκληση, σήμερα, του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο παλαιστίνιος πρόεδρος Μαχμούτ Αμπάς μίλησε για «σφαγή», κήρυξε τρεις ημέρες πένθος στα παλαιστινιακά εδάφη. «Μεγάλη ημέρα για το Ισραήλ. Συγχαρητήρια!» τουίταρε από την πλευρά του, ενώ οι νεκροί είχαν ήδη ξεπεράσει τους 25, ο Ντόναλντ Τραμπ. «Αυτή η σφαγή πραγματοποιήθηκε τη στιγμή που οι ΗΠΑ εγκαινίαζαν με παράνομο, μονομερή και προκλητικό τρόπο την πρεσβεία τους» στην Ιερουσαλήμ. «Είναι πραγματικά τραγικό που γιορτάζουν μια παράνομη πράξη τη στιγμή που το Ισραήλ σκοτώνει και τραυματίζει χιλιάδες παλαιστίνιους αμάχους» σχολίασε ο παλαιστίνιος πρεσβευτής στον ΟΗΕ ζητώντας να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι.

Οταν το Ισραήλ κήρυξε την ανεξαρτησία του, το 1948, θύμιζαν χθες οι «New York Times», ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν έσπευσε να το αναγνωρίσει. Του πήρε μόλις 11 λεπτά και οι Ισραηλινοί, που ετοιμάζονταν να πάνε σε πόλεμο ώστε να υπερασπιστούν το νέο τους κράτος, γέμισαν ευφορία. Ακριβώς εβδομήντα χρόνια αργότερα –και σχεδόν το ίδιο χρονικό διάστημα αφότου το Ισραήλ ανακήρυξε την ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ «αιώνια πρωτεύουσά» του –οι ΗΠΑ εγκαινίασαν επισήμως τη νέα τους πρεσβεία σε έναν λόφο μόλις τρία χιλιόμετρα νότια του Τείχους των Δακρύων. Αλλά οι Ισραηλινοί δυσκολεύονται να χαρούν όταν βρίσκονται να κάνουν σχεδόν τα ίδια πράγματα που έκαναν το 1948: να ακούνε σειρήνες, να ετοιμάζουν καταφύγια και να καλούν ενισχύσεις προκειμένου να αντιμετωπίσουν απειλές στον Βορρά, στον Νότο και στην Ανατολή. Ο πόλεμος με το Ιράν βγαίνει από τις σκιές και κλιμακώνεται. Η αιματοχυσία στη Γάζα –περισσότεροι από 100 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από όταν ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις υπέρ του δικαιώματος επιστροφής των προσφύγων, στα τέλη Μαρτίου –έχει επαναφέρει την ισραηλινοπαλαιστινιακή διαμάχη στην κορυφή της διεθνούς ατζέντας.

«Αν το δει κανείς απέξω, βλέπει ένα από τα πιο δραματικά success stories του 20ού αιώνα» λέει ο ισραηλινός ιστορικός Τομ Σεγκέβ, συγγραφέας μιας νέας βιογραφίας του ιδρυτή πρωθυπουργού του Ισραήλ Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Με το Ισραήλ τόσο ισχυρό και τον εβραϊκό πληθυσμό του μεγαλύτερο από ποτέ, «είναι πραγματικά η πραγματοποίηση του ονείρου του Μπεν Γκουριόν. Ταυτόχρονα, όμως, το μέλλον φαντάζει πολύ ζοφερό».

Η ρίζα του προβλήματος

Η απόφαση του αμερικανού προέδρου να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους επανέφερε στο προσκήνιο ένα κεντρικό ζήτημα της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης: το μοίρασμα της Ιερουσαλήμ – που θεωρείται ιερή από τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον ιουδαϊσμό, τον χριστιανισμό και το Ισλάμ – το οποίο εκκρεμεί από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μετά τον πόλεμο του 1967 και την κατάκτηση του ανατολικού τμήματος της ιερής πόλης που κατοικείται από Παλαιστινίους, το Ισραήλ θεωρεί την Ιερουσαλήμ «αδιαίρετη και αιώνια» πρωτεύουσά του. Το 1980, η Κνεσέτ τη χαρακτήρισε «επανενοποιημένη πρωτεύουσα», αλλά καμιά χώρα δεν αναγνωρίζει αυτόν της τον χαρακτήρα. Ο ΟΗΕ θεωρεί ότι το τελικό καθεστώς της πόλης πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, με τους τελευταίους να είναι αποφασισμένοι να εγκαταστήσουν εκεί την πρωτεύουσα του κράτους τους.

Σήμερα, η πόλη είναι μοιρασμένη στα δύο. Το δυτικό τμήμα, όπου βρίσκονται οι θεσμοί του Ισραήλ (η Κνεσέτ και τα περισσότερα υπουργεία, η κεντρική τράπεζα), κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από Εβραίους (290.000 σε σύνολο 300.000 κατοίκων). Το ανατολικό τμήμα, που διεκδικεί η Παλαιστινιακή Αρχή, κατοικείται από 500.000 ανθρώπους, κατά 60% Αραβες και κατά 40% Εβραίους. Και περιλαμβάνει την παλιά πόλη, όπου βρίσκονται οι ιεροί τόποι.

Εδώ και χρόνια, όμως, το Ισραήλ ενθαρρύνει τον εποικισμό της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, κατασκευάζοντας οικισμούς στην πόλη και στα περίχωρα ή προωθώντας την εγκατάσταση ορθόδοξων Εβραίων ώστε να διαρραγεί η συνέχεια μεταξύ της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Δυτικής Οχθης.

Αναγνωρίζοντας την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα, ο αμερικανός πρόεδρος ικανοποίησε ένα παλιό αίτημα του Ισραήλ, αδιαφορώντας για τις διεκδικήσεις των Παλαιστινίων.

Ο Ερντογάν και οι «σκοτεινές ημέρες»

Η Τουρκία ήταν η πρώτη που αντέδρασε στην είδηση των δεκάδων νεκρών στη Γάζα. «Η αμερικανική κυβέρνηση είναι εξίσου υπεύθυνη με το Ισραήλ για τη σφαγή αυτή» έγραψε στο Τwitter ο εκπρόσωπος της τουρκικής κυβέρνησης Μπεκίρ Μποζντάγ, καταγγέλλοντας την απόφαση της Ουάσιγκτον να μεταφέρει την πρεσβεία της στην Ιερουσαλήμ. Από το Λονδίνο, όπου πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε κατηγορήσει νωρίτερα τις ΗΠΑ ότι γυρίζουν τον κόσμο σε «σκοτεινές ημέρες».

«Η Αμερική επέλεξε να είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση, έχασε λοιπόν τον ρόλο της ως διεθνούς μεσολαβητή. Δεν μπορούμε να διώξουμε την αίσθηση ότι ζούμε τις σκοτεινές ημέρες που προηγήθηκαν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» δήλωσε ο τούρκος πρόεδρος στη διάρκεια ομιλίας του στο βρετανικό think tank Chatham House.

Σαράντα ημέρες πριν από τις πρόωρες προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές που προκήρυξε στην Τουρκία, ο Ερντογάν αναμένεται να έχει συνομιλίες σήμερα τόσο με τη βασίλισσα Ελισάβετ όσο και με τη βρετανίδα πρωθυπουργό Τερίζα Μέι, η οποία δέχεται εν τούτοις έντονη κριτική τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από οργανώσεις, ότι στρώνει το κόκκινο χαλί για έναν αυταρχικό ηγέτη προκρίνοντας τις εμπορικές συμφωνίες.