Το καπέλο που φοράει ο στρατιώτης στον πίνακα του Γιοχάνες Βερμέερ όπου φλερτάρει το «γελαστό κορίτσι» έχει περισσότερα κοινά με την παράδοση των ιθαγενών του Καναδά παρά με τα klapmuts που φορούσαν οι φτωχοί Ολλανδοί. Για την ακρίβεια, είναι φτιαγμένο από γούνα κάστορα που πιάστηκε στις παγίδες των ανατολικών δασών του Καναδά. Πενήντα τέτοιες γούνες μάλιστα ήταν το δώρο των αρχηγών των Χιούρον προς τον Γάλλο Σαμουέλ Σαμπλέν, ηγετική φυσιογνωμία στο πρώτο κύμα επιδρομών που εξαπέλυσαν οι Ευρωπαίοι. Με τον τρόπο τους, οι ιθαγενείς έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο άνοιγμα της αγοράς γούνας καναδικού κάστορα, γεγονός που αναζωπύρωσε τη ζήτηση για καπέλα, ανέβασε τις τιμές για τους καταναλωτές και τα κέρδη για τους εμπόρους. Με τον τρόπο του επίσης το καπέλο στον πίνακα, ο οποίος χρονολογείται περίπου στο 1658, γίνεται ένα σύμβολο της αναδυόμενης κινητικότητας τον 17ο αιώνα. Αυτής που ο Κουβανός Φερνάντο Ορτίζ όρισε ως «διαπολιτισμικότητα» και ο συγγραφέας Τίμοθι Μπρουκ περιέγραψε ως «απαρχές της παγκοσμιοποίησης» στο συναρπαστικό βιβλίο «Το καπέλο του Βερμέερ» (πρώτη κυκλοφορία το 2008, στα ελληνικά από τις εκδ. Παπαδόπουλος σε μετάφραση Ρηγούλας Γεωργιάδου).

ΜΕΓΕΘΥΝΤΙΚΟΣ ΦΑΚΟΣ. Με την αφήγηση να συνδυάζει στοιχεία από την ιστορία της τέχνης, λεπτομέρειες για την κοινωνική ζωή και τις εμπορικές διασυνδέσεις της εποχής σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία, ο Μπρουκ χρησιμοποιεί άλλοτε τον μεγεθυντικό φακό και άλλοτε το μικροσκόπιο για να αποδώσει τον χάρτη της παγκοσμιοποίησης και τις επιμέρους ιστορίες της. Αν εστιάσει κανείς, όπως προτείνει ο ίδιος, στην «Αποψη του Ντελφτ» (τον αγαπημένο πίνακα του Μαρσέλ Προυστ, ειρήσθω εν παρόδω), εκτός από το φως του ήλιου που λούζει το καμπαναριό στη Νέα Εκκλησία, πρέπει να σταθεί στα δύο σκάφη κατασκευασμένα για αλιεία ρέγγας στη Βόρεια Θάλασσα. Και τότε θα φτάσει σταδιακά στην ανακάλυψη: «Ενα από τα οφέλη που αποκόμισαν οι Ολλανδοί από την παγκόσμια πτώση της θερμοκρασίας ήταν η μετακίνηση των αλιευμάτων της Βόρειας Θάλασσας προς τα νότια». Από την άλλη, στη «Γυναίκα που διαβάζει γράμμα μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο» η κρυμμένη ιστορία μεγεθύνεται χάρη στην κινεζική γαβάθα, μισοκρυμμένη κάτω από ένα σωρό φρούτα: η δεκαετία του 1650 είναι η στιγμή που οι κινεζικές πορσελάνες παίρνουν τη θέση τους στην ολλανδική ζωή και τέχνη. Οι αγγειοπλάστες του Ντελφτ δεν ήταν σε θέση να αντιγράψουν την ποιότητα της λευκής πορσελάνης με τα γαλάζια σχέδια, ωστόσο κατάφεραν να παράγουν ικανοποιητικές απομιμήσεις σε χαμηλή τιμή.

Το «μάθημα πολιτισμικής ανατομίας» του Μπρουκ συνεχίζεται με δύο ακόμη πίνακες του Βερμέερ, τον «Γεωγράφο» και τη «Γυναίκα που κρατάει ζυγαριά», για να περάσει συμπληρωματικά στους «Χαρτοπαίχτες» του Χέντρικ φαν ντερ Μπουρχ (όπου δεσπόζει το μαύρο αγόρι με τα χρυσά σκουλαρίκια) και το «Ταξίδι των τριών μάγων στη Βηθλεέμ» του Λέονερντ Μπράμερ. Μέσα από την καλειδοσκοπική του ανάλυση ο Μπρουκ, που κατέχει την έδρα Κινεζικών Σπουδών Shaw στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (εξού και οι διαρκείς αναφορές στους εμπορικούς δρόμους προς την Κίνα) μεταφέρει την εικόνα των ραγδαίων αλλαγών, των αντιστάσεων και της βίας τον 17ο αιώνα. «Η εποχή των ανακαλύψεων είχε σε μεγάλο βαθμό παρέλθει, η εποχή του ιμπεριαλισμού δεν είχε φτάσει ακόμα», σημειώνει εύστοχα ήδη στην εισαγωγή. «Ο 17ος αιώνας ήταν η εποχή του αυτοσχεδιασμού».