Πώς και πού δημιουργεί ο σύγχρονος χορός; Ποια είναι τα κοινωνικά, πολιτιστικά και ιστορικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία αναδύονται οι τάσεις του; Είναι δυνατόν να αντιληφθούμε την κίνηση της ζωής μας σαν μια σειρά χορογραφικών αυτοσχεδιασμών; Στα ερωτήματα αυτά φιλοδοξεί να απαντήσει το φετινό Arc for Dance Festival 10. Το διεθνές φεστιβάλ σύγχρονου χορού επιστρέφει από τις 5 έως τις 27 Μαΐου και «συγκεφαλαιώνει» την πρώτη δεκαετία δράσεών του με ερωτήματα που αναδεικνύουν τη θέση και τη σημασία του χορού σήμερα. Υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Φρόσως Τρούσα, που παραμένει στο τιμόνι του από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, η διοργάνωση επιχειρεί να δημιουργήσει ένα κατάλληλο περιβάλλον για την ανάδειξη νεοφυών δημιουργικών κατευθύνσεων και ουσιαστικό πειραματισμό πάνω στη γλώσσα του χορού. Τo πρόγραμμα περιλαμβάνει δράσεις σε όλη την Αθήνα: από τη λούπα σε επιμέλεια Αντώνη Τζούμα ώς τα site-specific έργα των Γιάννη Μανταφούνη και Στέλιου Τσάτσου, τα οποία δημιουργούν ένα δίκτυο οργανικών συσχετίσεων του χορού με την πόλη. Φέτος για πρώτη φορά, εξάλλου, ξεκινάει το Αrc_Dialogues, ένας θεσμός ανοιχτών διαλογικών συναντήσεων ανάμεσα σε δημιουργούς και κοινό. Παράλληλα, νέοι δημιουργοί έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν το έργο τους, αποκτώντας πολύτιμη εμπειρία πεδίου (Arc_PrimeMovers).

Στη ραχοκοκαλιά της διοργάνωσης, όμως, εντάχθηκαν εννέα παραστάσεις νέων έργων σύγχρονου χορού, πέντε εκ των οποίων σε παγκόσμια πρεμιέρα. Τα έργα αυτά καλύπτουν ένα ευρύ εκφραστικό τόξο με σημείο αιχμής τον τρόπο σκέψης και εργασίας των γυναικών. Μία από αυτές, η Πατρίσια Απέργη, η οποία κλείνει το φεστιβάλ στις 27 Μαΐου με το έργο της «Πολήττες» σε συνεργασία με το Aerites Dance Company. Η χορογράφος στον τίτλο της παράστασής της κάνει ένα λογοπαίγνιο με τις λέξεις «πολίτης» και «ήττα», προκειμένου να «σχολιάσει» τη σημερινή κατάσταση. «Το έργο καταπιάνεται με την έννοια της ήττας όπως αυτή εμπεριέχεται στο αρχαίο θέατρο που μόνο χορεύεται. Παράλληλα, αντιλαμβάνεται την κοινωνία σαν τη δική μας, ως δεδομένο πως βρισκόμαστε τώρα στο σημείο μηδέν. Η κοινωνία μας έχει ηττηθεί κι αυτό που έχει αξία είναι να δω μέσα απ’ αυτήν την ήττα ποια κουσούρια άφησε και πώς μπορούμε να φέρουμε νέες ελπίδες» δηλώνει η Απέργη.

ΠΕΝΤΕ ΧΟΡΕΥΤΕΣ. Για τις ανάγκες του θεάματος, η χορογράφος ανεβάζει στη σκηνή πέντε χορευτές, οι οποίοι θα εξωτερικεύσουν τα συναισθήματα που επικρατούν στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία της κρίσης, αγκαλιάζοντας όλες τις πτυχές τους. «Μιλάμε για τον θυμό, τον φόβο, την αντίσταση και τις αλλαγές που μπορούν να επιφέρουν. Εχει αξία να τα μελετάμε όλα από την πλευρά του ηττημένου γιατί ως έθνος έχουμε γαλουχηθεί με την αξία του νικητή. Είναι σημαντικό να δούμε πώς αυτό έχει εγκαθιδρυθεί στο σώμα των Ελλήνων και τι άλλο μπορεί να φέρει» τονίζει η δημιουργός και συνεχίζει: «Εχουμε μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο τι είναι ήττα και τι νίκη και πώς μπορούμε να το μετουσιώσουμε σε κάτι θετικό. Αυτή να είναι μια αρχή για κάτι άλλο επειδή έχω ανάγκη να ζω με σπίθες αισιοδοξίας. Είναι το πρίσμα για να δούμε την αλλαγή προς όφελός μας».

Στο καθαρά χορογραφικό κομμάτι, η Απέργη έφτιαξε ένα κράμα από αρχαιοελληνικά ψήγματα χορού μαζί με στοιχεία από ξένα είδη, πάντα με τη δική της σύγχρονη ματιά. «Βασιστήκαμε στο ντάμπε, έναν αραβικό χορό, και προσπαθήσαμε να τον μετουσιώσουμε σε χορό της ήττας και πώς μπορούμε μέσα στην ίδια κίνηση να έχουμε στιγμές ήττας και νίκης. Δηλώνει τη λεπτή ισορροπία και ανάλογα με την πλευρά που το κοιτάς μπορεί να γεννήσει ένα δίπολο. Ταυτόχρονα, κάναμε έρευνα στα χορικά τραγούδια ηρωίδων όπως η Αντιγόνη, η Εκάβη και οι Τρωάδες. Μια μετάφραση των χορικών που υμνούν την ήττα και την αποθεώνουν με μια πιο ανοιχτή ματιά στον χορό» υπογραμμίζει η σκηνοθέτρια της παράστασης.

Η μετέωρη ατμόσφαιρα ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, πέρα από τα σώματα των χορευτών, διαφαίνεται και στο σκηνικό της παράστασης. «Περιγράφει τη συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε. Είναι μαύρο και μ’ έναν τρόπο μιλάει για μια καμένη γη, είναι μια δυστοπία. Πιάνουμε τα πάντα από το σημείο που έχει παραδοθεί το Σύμπαν για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε από εκεί και πέρα. Αυτή η αίσθηση έρχεται καθημερινά και είναι ένα θέαμα που με αφορά ως προς τη βία που φέρνει. Τα σώματα αλλάζουν, οι προθέσεις αλλάζουν και χρειάζεται να βρούμε μια ισορροπία για να υπάρξουμε» καταλήγει η Απέργη.