Είναι η πρώτη του σκηνοθεσία. Για έναν καλλιτέχνη όμως όπως ο Θάνος Σαμαράς, που μικρός έστηνε κουκλοθέατρα συνοδεύοντάς τα με μουσική από κασέτες, που στο Λονδίνο σπούδασε εικαστικά, αρχιτεκτονική και υποκριτική στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, που εργάστηκε σε διεθνή περιοδικά ως φωτογράφος και hair stylist και συμμετείχε ως ηθοποιός στο «Καθαροί, πια» διά χειρός Λευτέρη Βογιατζή και στους «Βρικόλακες» του Εκτορα Λυγίζου ή στο «Delivery» του Νίκου Παναγιωτόπουλου και τη «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα, το να κρατήσει τη σκηνοθετική μπαγκέτα μιας παράστασης μοιάζει αναπόφευκτο.

Πάντοτε τον γοήτευε η σύνθεση στοιχείων που δημιουργεί μια καινούργια σχέση μεταξύ τους, λέει στο «Νσυν». Ο ρεαλιστικός κόσμος δεν τού αποκαλύπτει όλη την αλήθεια, επομένως συνομιλεί μαζί του μόνο μέσω κατασκευών. «Με ελκύει ένα ολοκληρωμένο ψέμα», συνεχίζει, εξηγώντας γιατί στην παράσταση «Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας» ανέλαβε τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα φώτα και τόσα ακόμα: διαβάζοντας το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη αναδύθηκε μπροστά του ένας ολόκληρος κόσμος, με τον λόγο του. «Την είδα αυτή τη γυναίκα», καταλήγει. «Είδα τη μορφή της σε ένα χώρο και κατάλαβα με ποιο φως θα γινόταν ορατή».

Αυτό που τον ενδιαφέρει στον αρχικό μύθο της περιφρονημένης μάντισσας είναι ότι οι αλήθειες της δεν γίνονταν πιστευτές γιατί δεν ήταν βολικές. «Ο άνθρωπος θέλει την ασφάλεια του οικείου, ακόμα και αν είναι πιο δυσάρεστο». Η Κασσάνδρα του Δημητριάδη ωστόσο, τιμωρημένη από τον Απόλλωνα κι έχοντας πια συνειδητοποιήσει το λάθος της να του αρνηθεί τη γυναικεία φύση της, παραδίνεται τελικά στον θεό, αποκτώντας μια διαύγεια που την οδηγεί στην υπέρβαση των απαγορεύσεων, των φόβων, της στέρησης. Θέλει να προλάβει το κακό, που ισοδυναμεί πλέον με μια ανολοκλήρωτη ζωή.

Στον μονόλογό της αφηγείται τη μεταστροφή της κι εξαγγέλλει στους ανθρώπους ένα διαφορετικό μέλλον: να συναντηθούν ξεδιάντροπα με τον πόθο τους, όποιος κι αν είναι, όποια συνέπεια κι αν έχει. «Μου είναι δύσκολο να παραμερίσω το στοιχείο του «ξεδιάντροπου»» διευκρινίζει ο σκηνοθέτης. «Θα ήταν άσκοπη η παράσταση αν δεν γινόταν κατανοητό αυτό το ζητηματάκι: πρέπει να είσαι πολύ έντιμος στη φύση σου και να είσαι έτοιμος να υποστείς τις συνέπειες. Γιατί αν ζεις ειλικρινά, δεν ανήκεις σε ομάδες και αγέλες. Είσαι εκτεθειμένος, που είναι καλό. Πρέπει να σε φάει και λίγο ο άνεμος, η άμμος».

Ισως για αυτό τα υλικά της παράστασης εντοπίστηκαν στα πιο απόμακρα μέρη: ένας ταφτάς μουαρέ, που αλλάζει χρώμα ανάλογα με το φωτισμό, βρέθηκε σε ένα πατάρι, ξεχασμένος εκεί από το 1958· ένα σκάφανδρο ήρθε από το Νέο Δελχί της Ινδίας κι ένα ροζ κουκούλι χρυσαλίδας σαν αβγό φαμπερζέ, κατασκευάστηκε από την αρχή. Το πιο δύσκολο ωστόσο, ήταν φυσικά η εύρεση του ηθοποιού. «Ηθελα η ψυχή του να σχετιστεί οργανικά με το σύνολο κι αυτό δεν αποκαλύπτεται μέσα από την άκομψη διαδικασία των ακροάσεων. Η Κασσάνδρα της παράστασης πιστεύει σε ένα μόνο μέλλον που αξίζει –κι αυτό είναι το παρόν: ακούγεται απλοϊκό, αλλά θεωρώ τεράστια αξία το να πέσεις με τα μούτρα εκεί που σε καλεί ο εαυτός σου. Μόνο η χαρά της σύνδεσης με τη φύση σου υπάρχει κι ενώ οι καλοί ηθοποιοί δεν λείπουν, ήθελα κάποιον που να θεωρεί αυτή την αλήθεια σημαντική για τον ίδιο. Που συνεργάζεται σε εγχειρήματα αν τον αφορούν προσωπικά, θυσιάζοντας κάθε σταγόνα της ενέργειάς του. Με την Ελλη Τρίγγου δεν γνωριζόμασταν, αλλά μου εξέπεμψε κάτι. Της έστειλα το κείμενο και σε δυο ώρες ξεχώριζε ατάκες που κι εγώ ένιωθα ως κέντρο βάρους. Δεν την επέλεξα· εισέπραξα μια αφοσίωση που για εκείνη είχε κόστος».

Γκρίζα ζώνη. Τι θα συνέβαινε όμως αν η στάση ζωής που ευαγγελίζεται ο χαρακτήρας της συγκρουόταν με την κοινωνία, όχι ως περιοριστική συνθήκη, αλλά ως πλαίσιο συνύπαρξης; «Πρόκειται για μια γκρίζα ζώνη», παραδέχεται ο Σαμαράς. Για εκείνον, η φύση και η ζωή δεν συνυπάρχουν σε ένα τακτοποιημένο δωμάτιο, ούτε εντάσσονται σε μια λογική με καλυμμένα όλα τα κενά. Ειδικά η φύση περιφρονεί την τάξη και δεν νικιέται. «Γύρω μας, οι πιο συντηρητικοί άνθρωποι είναι αυτοί που συχνά πιάνονται στα πράσα κάνοντας ντροπιαστικά, εξωφρενικά για την κοινωνία πράγματα», επισημαίνει ο σκηνοθέτης. «Αισθάνομαι αγάπη για αυτούς. Είναι ευάλωτοι και ανθρώπινοι».

Εστω κι έτσι, οι άνθρωποι της Ελλάδας, της Αθήνας, όπου ο Σαμαράς επέστρεψε πριν από λίγα χρόνια έχοντας ζήσει σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη, του μοιάζουν πλέον λιγότερο γενναιόδωροι και πιο φοβισμένοι, πιο σκληροί. «Συνήθισαν στην απώλεια πόρων και ελευθερίας κίνησης, το οποίο είναι βέβαια κατανοητό» λέει, αν και θα ήθελε να είναι όσο τρυφεροί τους είχε αφήσει και με την ίδια αίσθηση χιούμορ και αυτοσαρκασμού. «Τι είναι σήμερα η Αθήνα;», αναρωτιέται. «Η Αθήνα είναι κρίμα. Περιοριζόμαστε σε φυλακές του εαυτού μας που μας εξασφαλίζουν μια ψεύτικη εικόνα. Λέει όμως η Κασσάνδρα: «Να είμαστε το τίποτα, για να γίνουμε κάτι»». Αραγε οι ίδιες απώλειες εντοπίζονται και στα πολιτιστικά της πόλης; «Εκεί έχουμε πολλή όρεξη και ιδέες, αλλά δεν έχουμε χρήματα», καταλήγει. «Εχω μπει χοντρά μέσα με αυτή την παράσταση. Κάνω όμως το κέφι μου –μετράει και αυτό. Και είμαι ευγνώμων για τη στιγμή και για τους ανθρώπους που θέλησαν να την συνθέσουν».

INFO

Ο «Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας» του Δημήτρη Δημητριάδη, 4/5 – 11/6 στις 21.15, ξενοδοχείο Μπάγκειον, Πλατεία Ομονοίας 18. Προπώληση εισιτηρίων: www.viva.gr. Πληροφορίες – Κρατήσεις: 6936717347