Υπάρχει, υποτίθεται, ή έστω καταρτίζεται, κάπως, κάπου, ένα σχέδιο για την επόμενη μέρα. Ενα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο που θα οδηγεί τη χώρα όταν σβήσουν τα φώτα υποχρεωτικής πορείας του Μνημονίου. Εχει κοινοποιηθεί, λένε, στους εταίρους και φημολογείται πως έχουν διατυπωθεί ήδη κάποιες αντιρρήσεις τους. Το είχε ο Γιώργος Χουλιαράκης μαζί του, προχθές, στο EWG. Το περιγράφουν, αποσπασματικά, κάποιοι υπουργοί. Θα στηρίζεται, λέει, σε τρεις πυλώνες: Ενας, η δημοσιονομική και μακροοικονομική σταθερότητα. Δηλαδή τα γνώριμα, συμφωνημένα υψηλά πλεονάσματα. Δύο, η κοινωνική πολιτική. Δηλαδή η προαναγγελθείσα ήδη αύξηση του κατώτατου μισθού συν κάποια νέα επιδόματα. Και, τρίτο και σπουδαιότερο, αλλαγή παραγωγικού μοντέλου. Δηλαδή;

Αλλά ποιος το εμπνεύστηκε, ποιος το κατέστρωσε, ποιος προσέφερε επιστημονική τεκμηρίωση; Πού και πότε μπήκε το σχέδιο στη βάσανο του διαλόγου, ποιος έγινε κοινωνός του, πέραν του κύκλου των υπουργών και των στενών συνεργατών τους; Και πώς μπορεί να αντέξει στη δοκιμασία του μέλλοντος ένα σχέδιο που μπαίνει στο χαρτί, εν κρυπτώ και παραβύστω, στο ασφαλές περιβάλλον των υπουργικών γραφείων, προφυλαγμένο από τους «κινδύνους» ενός ανοιχτού διαλόγου, επιστημονικού πρώτα, πολιτικού και κοινωνικού στη συνέχεια;

Δεν είναι θέμα τύπων, διαδικασίας, δημοκρατικών τρόπων. Είναι, προπάντων, θέμα αξιοπιστίας. Το είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος τις προάλλες: Υπάρχουν χώρες που δεν μας εμπιστεύονται και γι’ αυτό στον σχεδιασμό της μεταμνημονιακής εποπτείας θέλουν όρους πιο σκληρούς, έλεγχο πιο στενό, αιρεσιμότητα αυστηρότερη. Αλλά γιατί δεν μας εμπιστεύονται; Τι μας κρατά δεμένους με τις αλυσίδες της δυσπιστίας –που όσο αυτές κρατούν γερά, τόσο τα δεσμά των Μνημονίων κινδυνεύουν να αποδειχθούν ακατάλυτα;

Δεν είναι μυστικό. Αν οι θεσμικοί συνομιλητές, εταίροι, δανειστές δυσπιστούν σήμερα. Και αν κινδυνεύουμε την ίδια δυσπιστία να δείξουν αύριο και οι αγορές, ο λόγος είναι η χαμηλή τους εκτίμηση για το πολιτικό προσωπικό της χώρας, τις πελατειακές του δεσμεύσεις και τη συγκρουσιακή κουλτούρα της ελληνικής πολιτικής ζωής. Αν η ελληνική πολιτική τάξη –λέει το επιχείρημα –δεν κατάφερε να συμφωνήσει ούτε καν στο αυτονόητο, στην αναγνώριση του κινδύνου χρεοκοπίας το 2010, πώς θα βρει σημεία συναίνεσης στα πιο δύσκολα και πιο απαιτητικά πεδία της επόμενης ημέρας; Αν η Ελλάδα πλήρωσε την αδυναμία ορθολογικής και στοιχειωδώς συναινετικής πολιτικής διαχείρισης της κρίσης με τριπλάσιο χρόνο στα Μνημόνια, από ό,τι οι άλλες «μνημονιακές» χώρες, και πολλαπλάσιο πόνο, γιατί θα διαχειριστεί διαφορετικά την επόμενη μέρα; Τι εγγυάται ότι στην επόμενη εκλογική στροφή τα δημοσιονομικά «μαξιλάρια» δεν θα γίνουν προεκλογικές παροχές, οι συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις δεν θα θυσιαστούν προς εξευμενισμό των πελατών και τα συμφωνημένα –υποτίθεται –σχέδια δεν θα γίνουν προεκλογικός καπνός ;

Ακόμη κι αν έχουν μια δόση κακοπιστίας όλα αυτά, δεν παύουν να είναι αντιπροσωπευτικά του κλίματος που μας περιβάλλει. Ετσι μας βλέπουν. Κι επειδή μας βλέπουν έτσι, κι επειδή έτσι προσλαμβάνουν και τις πρόσφατες δικανικές στροφές της πολιτικής αντιπαράθεσης, γι’ αυτό ακριβώς σήμερα είναι σφιχτοί και κουμπωμένοι, υπερβολικά αυστηροί στις διαπραγματεύσεις για τον σχεδιασμό του μεταμνημονιακού μηχανισμού εποπτείας. Και ακόμη πιο σφιχτοί και κουμπωμένοι θα είναι αύριο, όταν θα αποσωληνωθούμε από τα «πολιτικά» δάνεια των εταίρων και θα πρέπει να δοκιμάσουμε τα παγωμένα νερά των αγορών.

Θα έπρεπε, λοιπόν, η πρώτη προτεραιότητα της χώρας να είναι σήμερα αυτή: η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Εντός και εκτός συνόρων. Μερικά καθαρά σημάδια πως μάθαμε από τα παθήματά μας και δεν θα τα επαναλάβουμε. Αντ’ αυτού, τα σημάδια όλα κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση.

Παράδειγμα: η πιο ζωτικής σημασίας, η πιο κρίσιμη μεταρρύθμιση, η αποκομματικοποίηση της κορυφής της δημόσιας διοίκησης, αφού πρώτα αναβλήθηκε επί οκτώ χρόνια, εξελίσσεται σε παρωδία. Σε επιχείρηση κομματικής εγκατάστασης στο κράτος από το παράθυρο, με διορισμό των κομματικών ως δήθεν ακομμάτιστων. Παράδειγμα δεύτερο: Η συνταγματική αναθεώρηση, η θεσμική ανασυγκρότηση μετά την περιπέτεια της κρίσης, στην ανάγκη της οποίας όλοι συμφωνούν, βλέπουμε να εντάσσεται σε έναν σχεδιασμό προεκλογικής πόλωσης. Και, το χειρότερο: Ακόμη και η κατάρτιση –επιτέλους –ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου, την ιδιοκτησία του οποίου θα έχουν οι ελληνικές Αρχές, εξελίσσεται σε ένα πολιτικό παιχνίδι για την προετοιμασία των διαχωριστικών γραμμών της επόμενης αναμέτρησης. Δίχως διάλογο, δίχως επίφαση έστω συναίνεσης.

Ετσι ώστε ό,τι θα μπορούσε να είναι το φάρμακο απέναντι στη γενική δυσπιστία, να γίνεται στο τέλος η επιβεβαίωση του ανίατου της ασθένειας.