Υπό διαφορετική συγκυρία το εγχείρημα θα μπορούσε να αποτελεί πρόκληση καθώς συνδέεται με αρκετές πρωτιές. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο πλαίσιο του Κύκλου Γαλλική Οπερα. Ο σκηνοθέτης του Νίκος Μαστοράκης δοκιμάζει τη δημιουργικότητά του για πρώτη φορά στο λυρικό θέατρο. Και η πρωταγωνίστρια Μυρτώ Παπαθανασίου κάνει το ντεμπούτο της στο ρόλο της Ιουλιέτας, ενώ ο συμπρωταγωνιστής της Ισμαέλ Τζόρντι θα συστηθεί για πρώτη φορά ως τενόρος στο ελληνικό κοινό. Ιδού, λοιπόν, συμπυκνωμένο το ειδικό βάρος και ξεχωριστό ενδιαφέρον της όπερας «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαρλ Γκουνό που ανεβαίνει από τις 25 του μήνα στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

Με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από τη γέννηση του Γκουνό, η πρώτη μουσική σκηνή της χώρας τιμά την περίσταση παρουσιάζοντας το πιο ξεχωριστό του έργο, τη δημοφιλέστερη μελοποίηση του σαιξπηρικού δράματος. Στην ελληνική παραγωγή παρουσιάζεται σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού αναδεικνύοντας και πάλι τον καταδικασμένο έρωτα των δύο εφήβων. «Η αλήθεια είναι ότι ο Ρωμαίος είναι από τους ρόλους που ονειρεύεται κανείς να τραγουδήσει. Εγώ είχα τη μεγάλη τύχη να σπουδάσω δίπλα στον μαέστρο Αλφρέδο Κράους, που υπήρξε κορυφαίος Ρωμαίος αν κι εκείνος έπαιξε τον ρόλο λίγο πιο αργά. Καθώς είναι ένας ρόλος που περιέχει σχεδόν όλη τη γκάμα των τενόρων. Επομένως εκείνος πάντα έλεγε ότι πρέπει να είναι κάποιος προσεκτικός με τον Ρωμαίο. Εγώ έχω κάνει το ντεμπούτο μου σ’ αυτό τον ρόλο και αισθάνομαι πιο ώριμος για τον τραγουδήσω. Παρόλο που ο ήρωας είναι αρκετά νεαρός, ενώ εγώ θα μπορούσα να ήμουν ο πατέρας του. Είναι υπέροχο να μπορείς να τραγουδάς αυτή τη μουσική του Γκουνό που με γοητεύει» αναφέρει ο Ισπανός Ισμαέλ Τζόρντι, ο οποίος θα ερμηνεύσει τον ρόλο του νεαρό γόνου των Μοντέκων, μετά τις αντίστοιχες εμφανίσεις του στην Οπερα της γενέτειράς του Χερέθ της Ανδαλουσίας και του Αμστερνταμ.

Στη σύνθεση του Γκουνό περισσεύουν, σύμφωνα με τους μελετητές, ο αισθησιακός λυρισμός της μουσικής, η ευρηματική ενορχήστρωση και η ισορροπία των χορωδιακών σκηνών. Στην προσέγγιση του Νίκου Μαστοράκη όλα αυτά ντύνονται μ’ έναν μανδύα σύγχρονης και αφαιρετικής αισθητικής, εστιάζοντας στις περιπέτειες του ζευγαριού και μεταφέροντας την ιστορία στο σήμερα. «Η άποψη του Μαστοράκη είναι μοντέρνα, μινιμαλιστική. Δεν θέλει τίποτα ρεαλιστικό σ’ αυτού του είδους την όπερα, η οποία φέρνει τον έρωτα σε πρώτο πλάνο. Δεν είναι βέβαια τόσο εύκολο για μένα που είμαι οπερατικός μεσογειακός τύπος, αλλά είμαι ευχαριστημένος να βλέπω αυτή την άλλη οπτική σχετικά με το τι είναι ο Ρωμαίος. Είναι πολύ ενδιαφέρον», συνεχίζει ο ισπανός τενόρος.

Η ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ. Ο Νίκος Μαστοράκης μαζί με την ανανεωμένη πνοή στην όπερα του Γκουνό φέρνει προφανώς και τις θεατρικές καταβολές της σκηνοθετικής προσέγγισης, στοιχείο που αποτυπώθηκε στη γενικότερη προσέγγιση της παράστασης. «Μας βοήθησε λίγο παραπάνω η θεατρική προσέγγιση του Μαστοράκη, καθώς μέχρι πρόσφατα οι καλλιτέχνες έμεναν μόνο στα θέματα της φωνής. Σήμερα όμως νομίζω ότι αυτοί οι σκηνοθέτες που χρησιμοποιούν τη θεατρική πρόζα μας βοηθούν ώστε να μεγεθύνουμε τα πάντα σε μια παράσταση, όχι μόνο τη φωνή. Είναι ένα μελοποιημένο κείμενο και όχι μόνο τραγούδι. Πρέπει να το ερμηνεύεις, να το καταλαβαίνεις κι όλο αυτό να περάσει στην πλατεία. Γιατί υπάρχει ένας σκηνοθέτης που προέρχεται από το θέατρο και σου λέει ότι τραγουδάς καλά αλλά αυτό που λες πρέπει να το θέλεις. Επομένως, όλο αυτό σχηματοποιείται και στο δίνει να το καταλάβεις καλύτερα» υποστηρίζει ο τραγουδιστής από την Ανδαλουσία.

Την εξέλιξη της ιστορίας επί σκηνής στη συγκεκριμένη όπερα επηρεάζουν τα τέσσερα εκτενή ντουέτα των δύο εραστών της Βερόνας. Οι άριές τους αναπτύσσουν δραματουργικά την αφήγηση από την αθώα αρχική συνάντησή τους ώς το τραγικό τέλος τους, γι’ αυτό και απαιτούν συγκεκριμένα ερμηνευτικά εργαλεία στην εκφορά τους. Αυτά ο Τζόρντι τα αντλεί κάθε φορά από τις προσωπικές αναφορές του. «Οταν τέλειωσα τη σχολή του Κράους, πήγα στην Ιταλία για να ζήσω λίγο, να αναπνεύσω όλο αυτό που είναι η ιταλική κουλτούρα. Ηθελα επίσης να έχω ένα ρεπερτόριο, όχι μόνο γαλλικό αλλά και ιταλικό. Ολο αυτό το βρήκα στη Βερόνα. Εζησα 15 χρόνια εκεί, ανάμεσα στη Βερόνα και τη Χερέθ. Επομένως, σκεφθείτε τι σημαίνει για μένα να τραγουδάω τον Ρωμαίο. Ξέρω πώς είναι η Βερόνα, πώς είναι ο κόσμος της πόλης, διάβασα αυτό το βιβλίο και επομένως αισθάνομαι συνδεδεμένος με αυτή την όπερα. Και το βλέπω όταν τραγουδάω τον Ρωμαίο που έχει μέσα του τόσο έρωτα. Γίνεται πολύ πιο προσωπικό όλο αυτό. Από το διαμέρισμά μου έβλεπα το σπίτι της Ιουλιέτας. Οταν τραγουδάω γι’ αυτά τα πράγματα, σκέφτομαι τη Βερόνα, τα σημεία απ’ όπου περνούσα κάθε μέρα. Με βοηθάει πάρα πολύ όταν παντρεύονται αυτά τα στοιχεία» προσθέτει ο τενόρος.

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ. Στην πορεία της αφήγησης, το έργο ζωντανεύει ανάγλυφα, αφού οι λιμπρετίστες Ζιλ Μπαρμπιέ και Μισέλ Καρέ έμειναν πιστοί στην έμπνευση του Βάρδου, από την οποία δανείστηκαν αυτούσια κομμάτια. Ετσι, η δύναμη του έρωτα ξεδιπλώνεται χωρίς περιστροφές, αποδεικνύοντας τελικά γιατί το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» αποτελεί μία από τις πιο αγαπητές όπερες του παγκόσμιου λυρικού ρεπερτορίου. «Σήμερα, με όλα τα προβλήματα που υπάρχουν, ο έρωτας πρέπει να γίνει το πιο σημαντικό πράγμα. Αλλά όχι ένας έρωτας σωματικός, ένας έρωτας για τα πάντα. Νομίζω πως αυτή η ιστορία είναι πιο σύγχρονη από ποτέ. Δεν φεύγει ποτέ από τη μόδα γιατί μέσα στους πολέμους, την τρομοκρατία, τα οικονομικά προβλήματα, ο έρωτας είναι ένα καταφύγιο. Το θέμα του έρωτα είναι για όλους. Είναι η βενζίνη που μας κινεί κάθε μέρα. Αυτός ο έρωτας για τα πάντα, ο έρωτας μέχρι θανάτου, ο αληθινός έρωτας, ο έρωτας χωρίς ψέματα, ο αγνός έρωτας» παρατηρεί ο Τζόρντι και συνεχίζει: «Ταυτίζομαι με τον Ρωμαίο σ’ αυτό το θέμα του έρωτα, αυτού του πάθους, αυτής της αναζήτησης του αληθινού έρωτα. Γιατί είμαι ένας άνδρας που αναζητάει το αληθινό, όχι το ψεύτικο. Με αυτήν την έννοια μπορώ να νιώσω την ομοιότητα με τον Ρωμαίο. Αισθάνομαι ένας Ρωμαίος παθιασμένος, νεαρός, απολύτως συνδεδεμένος με την μουσική».