Μέχρι πρόσφατα στο βιβλίο του Γιάννη Παπαϊωάννου «Νίκος Σκαλκώτας», στον κατάλογο των έργων του συνθέτη αναφέρονταν ως χαμένα η «Μικρή σουίτα για βιολί και ορχήστρα» (1929) και το «Κοντσέρτο για πιάνο, βιολί και ορχήστρα» (1930). Ο συνθέτης τα είχε παρουσιάσει στις 6 Απριλίου 1930 στη Singakademie του Βερολίνου με μαέστρο τον Καρλ Μένγκελμπεργκ. Βιολί, σύμφωνα με την εγγραφή, έπαιξε ο Ανατόλ Κνόρε και πιάνο η Πολυξένη Ματέ. Σημειωνόταν δε ότι ήταν δωδεκαφθογγικά και με χρονολογία σύνθεσης το 1929 ή το 1930, ενώ προέρχονται από τη «Δεύτερη δημιουργική περίοδο «Βερολίνο Β»: Κορύφωση (Σεπτέμβριος 1927 – θέρος 1931)». Την περίoδο, δηλαδή, μαθητείας του έλληνα συνθέτη στην τάξη του Αρνολντ Σένμπεργκ, του κορυφαίου εκπροσώπου του μουσικού εξπρεσιονισμού και εισηγητή της ατονικότητας.

Πριν από λίγο καιρό οι συνθέσεις αυτές εντοπίστηκαν από τον επίμονο μουσικολόγο Γιάννη Τσελίκα, ο οποίος μιλάει για μια «τυχαία συνάντηση»: «Τα εντόπισα σε μια αναζήτηση που έκανα στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Διασταύρωσα ότι ήταν εκείνα που θεωρούσαμε χαμένα και έπειτα προσπάθησα να έρθω σε επαφή με τους υπευθύνους για να τα πάρουμε και να τα παρουσιάσουμε. Και βέβαια με τη μεσολάβηση του συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» οι διαδικασίες επιταχύνθηκαν».

Τα δύο αυτά έργα παρουσιάζονται απόψε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μαζί με τα έργα «O θρήνος της Ινγκεμποργκ, μπαλάντα για ορχήστρα έργο 3α» του Paul Juon, «Συμφωνία αρ. 2» του Κουρτ Βάιλ και «Δωδεκανησιακή σουίτα αρ. 2» του Γιάννη Κωνσταντινίδη, συμμαθητή του Σκαλκώτα. Τα ερμηνεύει η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, στην πρώτη της εμφάνιση στο Μέγαρο, υπό τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού της διευθυντή Βύρωνα Φιδετζή.

Η ΝΕΑ ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΣΗ. Υστερα από 88 χρόνια τα χειρόγραφα, χάρη στην επιμονή των μουσικολόγων, βρήκαν το δρόμο τους προς την έρευνα και τη θέση τους στα αναλόγια των συναυλιακών αιθουσών. Πόσο εύκολη υπόθεση είναι τελικά η επανενορχήστρωση μουσικής του Νίκου Σκαλκώτα; Ο ενορχηστρωτής της παρουσίασης των δύο έργων, Γιάννης Σαμπροβαλάκης, επιμένει ότι πίσω από την αποψινή συναυλία προσεγγίζεται η ενορχηστρωτική σκέψη του Σκαλκώτα, η οποία βρισκόταν υπό διαμόρφωση κατά την περίοδο της μαθητείας του στον Σένμπεργκ (1927-31). «Στη «Σουίτα για βιολί και μικρή ορχήστρα» σταθήκαμε ιδιαιτέρως τυχεροί διότι περιγράφεται με απόλυτη ακρίβεια από τον ίδιο τον συνθέτη η διανομή της ορχήστρας: ένα φλάουτο (το οποίο αλλάζει και σε πίκολο), ένα όμποε, ένα κλαρινέτο, ένα κλαρινέτο μπάσο, ένα φαγκότο, δύο κόρνα, μία τρομπέτα, ένα τρομπόνι, μία τούμπα, ένας εκτελεστής κρουστών, τέσσερις βιόλες, τέσσερα βιολοντσέλα και τέσσερα κοντραμπάσα».

Για τον γνωστό κλαρινετίστα η ιδιόρρυθμη αυτή σύνθεση του συνοδευτικού ορχηστρικού συνόλου, με τη χαρακτηριστική έλλειψη βιολιών, λειτουργεί ηχητικά με τρόπο ιδιοφυή, ώστε να μην υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες να επικαλύπτεται το μέρος του σολίστ από ομοειδή ηχοχρώματα. «Παρόμοια ενορχηστρωτική αντίληψη συναντούμε προγενέστερα ίσως μόνο στο αντίστοιχο «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα πνευστών» του Κουρτ Βάιλ, έργο γραμμένο το 1924, δύο μόλις χρόνια πριν αρχίσει ο νεαρός Σκαλκώτας μαθήματα ενορχήστρωσης μαζί του. Πλάι στην προαναφερόμενη τύχη, όμως, συναντήσαμε την ατυχία να λείπει εντελώς το μέρος της ορχήστρας από το πέμπτο και τελευταίο μέρος της «Σουίτας» (σώζεται μόνο το μέρος του σόλο βιολιού) κι έτσι σήμερα μπορούμε να ακούσουμε ολοκληρωμένα μόνο τα τέσσερα από τα πέντε μέρη».

ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΕΥΡΗΜΑ. Στο δεύτερο έργο, το «Κοντσέρτο για βιολί, πιάνο και ορχήστρα» (Μάρτιος 1930), το οποίο σώζεται ολόκληρο, δεν υπήρχαν ενδείξεις για τα όργανα που χρησιμοποίησε ο συνθέτης στην ορχηστρική συνοδεία. Σύμφωνα με τον Γ. Σαμπροβαλάκη, από τη μελέτη του προγράμματος της συναυλίας της πρώτης εκτέλεσης σε συνδυασμό με τις λιγοστές ενορχηστρωτικές ενδείξεις πάνω στο χειρόγραφο της πιανιστικής αναγωγής, το πιο πιθανό είναι να είχε χρησιμοποιηθεί ένα ορχηστρικό σύνολο παρόμοιο με αυτό ενός άλλου έργου του ίδιου προγράμματος: του «Κοντσερτίνο για πιάνο και ορχήστρα» του Αρθουρ Χόνεγκερ (1924). «Ετσι, χρησιμοποιήσαμε κατά βάση την ίδια ορχήστρα (φλάουτα, όμποε, κλαρινέτα, φαγκότα, κόρνα και τρομπέτες κατά ζεύγη, ένα τρομπόνι και έγχορδα), επαυξημένη με τύμπανα και κρουστά. Εδώ ήρθε να προστεθεί μία βοήθεια, πέρα από κάθε προσδοκία, που αποτελεί και μουσικολογικό εύρημα: το βασικό μουσικό θέμα αυτού του διπλού κοντσέρτου ταυτίζεται με ένα άλλο που χρησιμοποίησε ο Σκαλκώτας προς το τέλος της ζωής του! Πρόκειται για το θέμα του τέταρτου μέρους (Vivacissimo) της «Μικρής συμφωνίας σε σι ύφεση μείζονα» (1948). Φαίνεται πως ο συνθέτης το είχε διατηρήσει στη μνήμη του για 18 ολόκληρα χρόνια και, μην έχοντας άλλη ελπίδα ότι θα επιζήσει μετά την απώλεια των χειρογράφων της περιόδου του Βερολίνου, του έδωσε νέα πνοή, μέσα σε ένα άλλο έργο».

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

Από το Βερολίνο στο Μπάφαλο μέσω του Λούκας Φος

Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς πώς βρέθηκαν αυτά τα χειρόγραφα στα βόρεια σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι αναγραφές του καταλόγου και οι απαντήσεις στα σχετικά ερωτήματα προς τους βιβλιοθηκονόμους δεν ήταν κατατοπιστικές ως προς την προέλευσή τους και την πορεία τους από το Βερολίνο στο Μπάφαλο. Η πληροφορία όμως ότι η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου διαθέτει το αρχείο του Λούκας Φος (Lucas Foss) ήταν καθοριστική, καθώς είναι σχεδόν σίγουρο ότι τα έργα ανήκαν στη συλλογή του διακεκριμένου μουσικού.

Οπως σημειώνει η Στεφανία Μεράκου, διευθύντρια Μουσικής Βιβλιοθήκης Λίλιαν Βουδούρη του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής, «ο γνωστός και στο ελληνικό κοινό πιανίστας, συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και καθηγητής είχε το 1963 ιδρύσει και διατελέσει πρώτος διευθυντής του Κέντρου Δημιουργικών και Παραστατικών Τεχνών του Πανεπιστημίου ενώ παράλληλα, από το 1963 έως το 1970, διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής και αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής της πόλης. Είχε σημαντική σχέση με τη μουσική πρωτοπορία του 20ού αιώνα, τον Σένμπεργκ, το Μπάφαλο αλλά και τον Νίκο Σκαλκώτα. Ο Φος πριν εγκατασταθεί στο Μπάφαλο είχε διατελέσει καθηγητής σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Λος Αντζελες (UCLA), θέση την οποία προκατείχε ο Σένμπεργκ. Προφανώς ο Φος είχε εκτεθεί στα έργα του Σκαλκώτα από τον προκάτοχό του και δάσκαλο τού έλληνα συνθέτη (τον Σένμπεργκ) και παρέλαβε μουσικό υλικό από το αρχείο του. Η σχέση Φος – Σκαλκώτα όμως έχει να αναδείξει και την πρώτη δισκογραφική έκδοση της «Μικρής σουίτας για έγχορδα» του Σκαλκώτα το 1956 με τη Συμφωνιέτα Zimbler, την οποία διευθύνει ο Φος στο δίσκο «Lukas Foss conducts the Zimbler Sinfonietta». Ερευνα στο αρχείο προγραμμάτων της Φιλαρμονικής του Μπάφαλο κατά το διάστημα 1963-1970 και στην Φιλαρμονική του Μπρούκλιν κατά το διάστημα 1971-1990, οπότε ο Φος ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής και μόνιμος μαέστρος αντίστοιχα, δυστυχώς δεν ανέδειξε εκτελέσεις έργων του Σκαλκώτα με τις εν λόγω ορχήστρες».

INFO

«Νίκος Σκαλκώτας: Δύο χαμένα χειρόγραφα στο μουσικό Βερολίνο του 1930» απόψε στις 20.30 στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (Βασιλίσσης Σοφίας και Κόκκαλη, τηλ. 210-7282.333)