«Πότε θα τα ξαναπούμε;» ήταν η ερώτηση που διατυπώθηκε εν χορώ από τη δημοσιογραφική παρέα η οποία βρέθηκε στο φωτεινό σαλόνι του Μίκη Θεοδωράκη χθες το μεσημέρι. Γελώντας πλατιά και με απόλυτη φυσικότητα ο Μίκης απάντησε: «Δεν μπορώ να σας καλέσω στην κηδεία μου. Εχω εκφράσει την επιθυμία και την έχω βάλει στη διαθήκη μου να πάω κατευθείαν στο Βραχάτι».

Αφορμή γι’ αυτή τη συνάντηση στο σπίτι του στην Ακρόπολη –καθιερωμένη τα τελευταία χρόνια –ήταν η παρουσίαση του καινούργιου βιβλίου του «Μονόλογοι στο λυκαυγές» (από τις εκδόσεις Ιανός). «Πρέπει να τονίζω τις λέξεις σωστά για να μπουν μέσα στο μυαλό σας, γιατί είστε νέοι και Ελληνες» ήταν η αποστροφή του πριν αρχίσει τις ιστορίες από ένα συναρπαστικό παρελθόν, όπως για τους βασανιστές που είχαν την ίδια μυρωδιά ή για τον Μιτεράν, που όταν τον φιλοξενούσε στο Βραχάτι του αποκάλυψε την κυνική πλευρά του, λέγοντάς του πως ένα γαλλικό πλοίο βρισκόταν ανοιχτά της Βηρυτού και δειγμάτιζε πολεμικό εξοπλισμό! Στην απορία του Μίκη, ο Μιτεράν απάντησε: «Ξέρεις Μίκη, αν δεν πουλήσουμε, θα πέσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της χώρας μου». Και η διήγηση αυτή ήταν μια αφορμή για να αποκαλύψει τις σκέψεις του για την πολιτική βιομηχανία ρίχνοντας ευθύνες όχι μόνο σε αυτούς που κατέχουν τις μονάδες παραγωγής: «Για μένα είναι υπεύθυνοι και οι εργάτες που κατασκευάζουν τα όπλα, τις σφαίρες, τους πυραύλους. Ξέρουν ότι αυτά θα σκοτώσουν αθώα παιδιά, αμάχους!».

Το «Νσυν» ρώτησε τον κορυφαίο μουσικοσυνθέτη ποιο από τα δύο κυριαρχεί στο μυαλό του όταν θυμάται τον πλούσιο και συναρπαστικό του βίο: οι εικόνες της ευτυχίας ή οι δύσκολες στιγμές; «Ξέρετε, την αληθινή ευτυχία την έζησα με την οικογένειά μου. Θα ήθελα, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να βρισκόμουν στον Πύργο Ηλείας όταν ήμουν 15 ετών και πήγαινα στο γυμνάσιο. Σχεδόν κάθε βράδυ μετά το φαγητό παρουσίαζα τους γονείς μου τα τραγούδια που είχα γράψει. Και όταν η μελωδία ήταν κάποιο βαλσάκι, σηκώνονταν και χόρευαν ο μπαμπάς και η μαμά μου. Οι γονείς μου ήταν ό,τι πιο ωραίο είχα, όπως φυσικά και τα παιδιά μου. Θέλω να πάω να συναντήσω τους γονείς μου».

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ. Από τις αφηγήσεις για την προσωπική του διαδρομή ο Μίκης φτάνει πολύ εύκολα στην επικαιρότητα που βιώνουμε. «Ο Σόιμπλε μάς κουνάει το χέρι επειδή έχουμε υπογράψει. Είμαστε ραγιάδες και έχουμε εξευτελιστεί. Αυτός μαζί με τη Μέρκελ και τους άλλους είναι σαρκοφάγα ζώα. Είναι ιεροσυλία αυτό που γίνεται με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία: όλα μπήκαν κάτω από το χαλί. Σήμερα ο μνημονιακός θεωρείται πατριώτης». Γι’ αυτό και η πρότασή του είναι η Ελλάδα να έχει ουδέτερη θέση στο διεθνές περιβάλλον. Θυμήθηκε κάποια στιγμή το υπόμνημά του το 2011 προς τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια: «Είχα τονίσει πως οι όροι των συμβάσεων που έχουν υπογράψει οι ελληνικές κυβερνήσεις με τους δανειστές τους είναι αθέμιτοι και παραβιάζουν την εθνική κυριαρχία της χώρας. Με τα Μνημόνια έχει δεσμευτεί το σύνολο της περιουσίας του ελληνικού λαού και ως εκ τούτου κανένας μνημονιακός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι πατριώτης».

Με το χέρι στην καρδιά, ποιος είναι ο μεγαλύτερός του φόβος; «Εχω συμφιλιωθεί με τον Χάρο. Είναι φιλαράκος μου. Ξέρετε, είχα πάντα φοβία για τον κουρέα. Δεν μπορούσα να μου πιάνει το κεφάλι και να με στριφογυρίζει. Επίσης, ξέρετε, λόγω ύψους δεν μπορούσα ποτέ να υποκλιθώ. Ημουν και είμαι ανεξάρτητος. Και αυτό είναι δύσκολο».