Αξιέπαινη η πρωτοβουλία να συστήνει κανείς σε όσους φιλοδοξούν να γράψουν ένα μυθιστόρημα πώς ακριβώς να το πραγματοποιήσουν όσο γίνεται επιτυχέστερα. Βέβαια, αν θα ήταν δυνατόν ένας «οδηγός συγγραφής», όπως αυτός του Κυριάκου Αθανασιάδη, να λειτουργήσει αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση που χαράσσει τόσο ο τίτλος όσο και ο υπότιτλος «Πώς γράφουμε ένα μυθιστόρημα και τι πρέπει να αποφεύγουμε σε 50 κανόνες», θα το είχαν επιχειρήσει συγγραφείς που με το άκουσμα του ονόματός τους και μόνον θα αισθανόταν κανείς μεγαλύτερη ασφάλεια απ’ ό,τι αισθάνεται σήμερα. Αφού όταν αντιμετωπίζει κάποιος ιδιαιτέρως σοβαρά τη δουλειά του, δεν έχει καμιά διάθεση να συμβουλεύσει τους άλλους –έστω και αν πρόκειται για μελλοντικούς του συναδέλφους –ως προς το αντικείμενο με το οποίο θέλουν να καταπιαστούν, γιατί, έμμεσα και βεβαίως πολύ πιο επαγωγικά, το έχει επιτύχει με όσα ήδη έχει γράψει, εννοούμε με τα μυθιστορήματά του.

Φαντάζεται κανείς τον Μ. Καραγάτση, αργότερα τον Αντρέα Φραγκιά και στα νεότερα χρόνια τον Θανάση Βαλτινό να διανοήθηκαν, όπως διατείνεται ότι το επιχειρεί το βιβλίο του Κυριάκου Αθανασιάδη γράφοντας στο οπισθόφυλλο «διαλύοντας μύθους σχετικά με το γράψιμο και τονώνοντας τη θέληση των νέων (αλλά όχι μόνο) πεζογράφων να γράψουν καλή λογοτεχνία, να συνεχίσουν να γράφουν μέχρι το πολυπόθητο ΤΕΛΟΣ». Βεβαίως θα έφτανε να παραθέσει κανείς τρία μόνον από τα δεκαπέντε ερωτήματα που παρατίθενται επίσης στο οπισθόφυλλο και στα οποία απαντά –υποτίθεται –ο «Οδηγός συγγραφής», για να αντιληφθεί πως όσοι θα τον λάβουν υπόψη τους δεν πρόκειται να γράψουν ποτέ μια αράδα έστω της προκοπής, ακριβώς γιατί είναι ερωτήματα ηθικής τάξεως στα οποία απαντά κανείς πρωτίστως μόνος του.

Μεγαλοστομίες

Για παράδειγμα: «Υπάρχουν κάποιοι κανόνες που οφείλουμε να γνωρίζουμε και να ακολουθούμε ή μήπως αρκεί η επίκληση στη Μούσα;». «Πόσες λέξεις θα ήταν καλό να γράφει κανείς κάθε ημέρα και πόσες ώρες πρέπει εντέλει να εργάζεται;». «Είναι η συγγραφή μια δουλειά όπως πολλές άλλες, με ωράριο και υποχρεώσεις;». Αν πρόθεση του «Οδηγού συγγραφής» ήταν να βοηθήσει ή να συμβουλεύσει ή να διατυπώσει 50 κανόνες για το πώς γράφεται ένα κείμενο συνταγμένο και αξιοπρεπές, που να στέκεται στα πόδια του, καμία αντίρρηση. Αλλά ποιος επίδοξος μυθιστοριογράφος που δεν θα ήταν εκ των προτέρων βέβαιος, έστω και ασύνειδα, ότι δεν πρόκειται να γράψει απολύτως τίποτε, θα λάμβανε τοις μετρητοίς ή έστω ως μια βασική προϋπόθεση τη συμβουλή ή μάλλον τον «κανόνα»: «Γράψε. Γράψε αυτό που ξέρεις και που σου αρέσει. Γράψε για να αρέσεις σε όλον τον κόσμο. Και γράψε πάνω από τα στάνταρ του κόσμου: εκπαίδευσε το κοινό και κάν’ το καλύτερο. Κάν’ το αντάξιό σου. Ανέβασέ του το επίπεδο. Μην του γαργαλάς το πιγουνάκι: μην πας με τα νερά του».

Χώρια που θα μπορούσε να αναρωτηθεί ή να βεβαιώσει κανείς ότι υπήρξαν συγγραφείς που πήγαν με τα νερά του κοινού και έγραψαν σύμφωνα με τα στάνταρ του κόσμου φτιάχνοντας πραγματικά αριστουργήματα, και άλλοι που δεν του γαργάλισαν το πιγουνάκι και κατασκεύασαν κυριολεκτικά μπροσούρες, το πρώτο που έπρεπε να μη χρειάζεται σε έναν οδηγό συγγραφής είναι η τόσο ανώδυνη χρήση των λέξεων και ο κανόνας που ηχεί ως θεωρητικολογία και μεγαλοστομία. Και επίσης το να καταπιάνεται κανείς με ένα αντίστοιχο θέμα όταν αυτό που φαίνεται να τον ενδιαφέρει είναι κυρίως να ξεμπερδεύει όσο γίνεται γρηγορότερα καθώς το αποδεικνύει η ασύστολη χρήση της προστακτικής. Που δεν είναι μόνον αντιπαθής, ακόμη και στους σκέτα φιλόδοξους, αλλά φανερώνει και μια αμηχανία ως προς το εγχείρημα να γράψεις ένα βιβλίο με σαφέστατο παιδευτικό χαρακτήρα.

Περί ψώνιων

Η κυριότερη όμως διερώτηση που δημιουργείται με τον «Οδηγό συγγραφής» είναι πώς γίνεται να χαρακτηρίζονται ως κανόνες κείμενα δυο και τριών σελίδων συνήθως (υπάρχουν τρία της μιας σελίδας και κάνα δυο ακόμη των τριών και τεσσάρων σελίδων), όταν πρόθεση ενός κανόνα, προκειμένου να μπορείς να τον συγκρατήσεις, είναι να διατυπώνεται όσο γίνεται πιο αποφθεγματικά. Κανόνας με τη μορφή σύντομου δοκιμίου προκύπτει μόνον όταν η ασάφεια αισθάνεται με τον προστακτικό τόνο που αποκτά να γίνεται επιβλητική, αν και οι προθέσεις του κανόνα παραμένουν ανεξιχνίαστες. Αλλιώς πώς να εξηγηθεί η απόφανση «Δεν είναι κακό να είσαι ψώνιο. Αρκεί να γράφεις καλά –και όχι ψωνίστικα». Οταν σχετικές κουβέντες πολύ καλύτερα και με μεγάλο δημοσιογραφικό γκελ τις έχει γράψει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος –που δεν διανοήθηκε να γράψει έναν «οδηγό συγγραφής» -, φτάνεις να πιστεύεις ότι αποκλείεται να γράψει κανείς μη ψωνίστικα –μυθιστόρημα πάντα –χωρίς να είναι ψώνιο.

Οι αντιφάσεις

Τελικά, όσο προβληματικό και αν είναι ένα βιβλίο, φαίνεται να το διασώζουν παραπληρωματικά στοιχεία όπως είναι τα μότο που, ενώ φαίνεται να το στηρίζουν, στην ουσία το αδειάζουν, καθώς γίνεται στον «Οδηγό συγγραφής» με τα τσιτάτα του Τόμας Μαν «Συγγραφέας είναι αυτός για τον οποίο το γράψιμο είναι πιο δύσκολο από ό,τι είναι για τους άλλους ανθρώπους» και του Στίβεν Κινγκ «Αν δεν έχεις χρόνο για διάβασμα, τότε δεν έχεις και τα απαραίτητα εργαλεία για γράψιμο», γιατί κανείς στοιχειωδώς επαρκής αναγνώστης δεν θα διατεινόταν ότι οι δημιουργοί του «Μαγικού βουνού» και του «Μίζερι» υποστηρίζουν την ανάγκη να υπάρξει ένας «οδηγός συγγραφής».

Μία ακόμη αντίφαση ενός βιβλίου που έχει τόση πιθανότητα να επιδράσει όσο οι λόγοι που βγάζουν οι ιεροκήρυκες στις εκκλησίες, καθώς κανείς ακροατής τους δεν έγινε ποτέ ηθικότερος, αν δεν έγινε και χειρότερος, σε σχέση με τον άνθρωπο που ήταν πριν τους ακούσει.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Οδηγός συγγραφής

Εκδ. Ψυχογιός, 2016, σελ. 152

Τιμή: 10 ευρώ