Θα πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα γιατί άραγε τα δεκαέξι σε σχέση με τα συνολικά είκοσι ένα διηγήματα που περιλαμβάνει το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού «Επείγουσα ανάγκη ελέου» είναι της τάξεως των δύο, τριών και τεσσάρων σελίδων, ενώ μόνο πέντε διηγήματα είναι κατά κάτι μεγαλύτερα. Δηλαδή με τα τρία τους να καταλαμβάνουν έξι και επτά σελίδες και μόνο δύο να φτάνουν τον μεγάλο, σε σχέση με τα προηγούμενα διηγήματα, αριθμό των δώδεκα και δεκαέξι σελίδων. Μια εξήγηση θα ήταν ότι ο αποστακτικός γενικότερα τρόπος γραφής του Θανάση Βαλτινού εδώ αγγίζει το κορυφαίο του σημείο, με πολλαπλά ευεργετημένη τόσο τη σύνθεση των ίδιων των διηγημάτων όσο και την αναγνωστική απόλαυση.

Από την «Κάθοδο των εννιά» ώς τον «Εθισμό στη νικοτίνη» και από το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» ώς τον «Ανάπλου», όλα τα βιβλία του Βαλτινού με την αφηγηματική τους εντέλεια και την ατμοσφαιρική τους μαγεία μεταβάλλουν τον αναγνώστη σε ένα είδος συνδημιουργού τους. Με την έννοια ότι όποιο κόστος και αν προϋποθέτει το διάβασμά τους, ο αναγνώστης έχει αφομοιώσει τόσο βαθιά τους «κανόνες» όπως τους ορίζει ο συγγραφέας –χωρίς καμιά αντίστοιχη επιδίωξη από πλευράς του -, ώστε όσο ελλειπτικά και αν έχει γραφτεί ένα διήγημα, να μην υπάρχει η παραμικρή δυσκολία στην παρακολούθησή του. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε ακόμη και μια παραπάνω πρόταση στα διηγήματα των δύο και των τριών σελίδων θα είχε κυριολεκτικά καταστροφικά αποτελέσματα, αφού θα υπονομευόταν η βεβαιότητα της ακαριαίας έμπνευσης που έχει υπαγορεύσει τα διηγήματα αυτά –όσο και αν αντιλαμβάνεται κανείς τη μακρά και επώδυνη διαδικασία που έχει προηγηθεί.

Τοιχογραφία προσώπων

Ο,τι αποσιωπάται στα διηγήματα της «Επείγουσας ανάγκης ελέου» δεν είναι κάτι που έχει γραφεί και αφαιρέθηκε ενώ γινόταν η επεξεργασία του, αλλά είναι κάτι που ολοκληρωμένο στο μυαλό του συγγραφέα επηρεάζει και διαμορφώνει βαθιά το αναγνωρίσιμο, συγκροτημένο με λέξεις, μέρος τους. Διηγήματα τελικά που παρά την τεράστια πολυμορφία, όσον αφορά τα θέματά τους, εγκαθιστούν μια τοιχογραφία προσώπων που, αν και άγνωστα μεταξύ τους, τα αναγνωρίζεις τόσο συγγενικά ώστε ο Μιχάλης Ισαακίδης του διηγήματος «Φαραντάν» να συναντά τη Λουκία Δρίβα του «Και τώρα εγώ εδώ» και που, αν και στοιχειώδης η μνεία τους μέσα στα κείμενα, τα συνειδητοποιούμε ως πρωταγωνιστικής σημασίας πρόσωπα. Καθώς επίσης τη γιαγιά Μάρθα που ξαναφόρεσε σκουλαρίκι στα ογδόντα της χρόνια και τον θείο Ζαχαρία που έχασε το δεξί του χέρι, από τον αγκώνα και κάτω, ενώ δούλευε στην καινούργια χάραξη του δρόμου Αστρος – Λεωνίδιο, τους αισθάνεσαι, σ’ αυτόν τον διάλογο ανάμεσα σε ανθρώπους και περιστατικά που συνιστά κυριολεκτικά η «Επείγουσα ανάγκη ελέου», να αναγορεύονται σε σύμβολα.

Με αποτέλεσμα, αν το βιβλίο συγκεντρώνει διηγήματα γραμμένα ή μάλλον δημοσιευμένα από το 2004 ώς το 2015 –πρόκειται δηλαδή για ένα βιβλίο που έχει γραφεί κατά καιρούς, κομματιαστά -, στην πραγματικότητα θα το χαρακτήριζες ως ένα ενιαίο αφήγημα που θα μπορούσε να διαβαστεί ακόμη και ως μυθιστόρημα. Φτάνει να αναδιέτασσες έναν καλά κρυμμένο μέσα στα διηγήματα συσχετισμό προσώπων ή και αντικειμένων σε σχέση με κτίσματα, αφού το ταγάρι το βαμμένο με φυτικές βαφές και ωραία λαμπερά σχέδια στην «Οικογενειακή ιστορία» και το Γεφύρι της Πλάκας που ζευγνύει τον Αραχθο στη «Λιγνή μακρυπόδαρη Εβελιν» θα ήταν ανύπαρκτα σε περίπτωση που δεν είχαν μεταστοιχειωθεί σε μνήμη, ώστε οι ιδιωτικής φύσεως συνειρμοί που προκαλούν να εγκαθιστούν, εξίσου αμετακίνητα, σε έναν απροσδιόριστο χρόνο τόσο το ταγάρι όσο και το Γεφύρι της Πλάκας. Σαν να ανακαλύπτεις αιφνίδια μια λάρνακα και μια τυχαία κουβέντα ή μια ανώδυνη είδηση ή κάτι πολύ λιγότερο ακόμη, όπως ένα νεύμα ή ένας μορφασμός, να είχαν κλειστεί στη λάρνακα αυτή ώστε, όταν θα αποκαλύπτονταν, να ερχόταν ταυτόχρονα στο φως ένας κόσμος απείρως πιο σημαντικός σε σχέση με τα ίδια τα κτερίσματα. Γεγονός που το αισθάνεσαι πια συνώνυμο ενός συγγραφικού στοιχήματος.

Γνωστή προϊστορία

Αν ο γεωγραφικός ορίζοντας στα εικοσιένα διηγήματα της «Επείγουσας ανάγκης ελέου» είναι τόσο ευρύς ώστε, όση απόσταση κι αν χωρίζει τη Γλώσσα της Σκοπέλου από τα Χανιά της Κρήτης και την Επανομή της Χαλκιδικής από τη Σπάρτη ή τον Πόντο από τη Νέα Υόρκη και το Μπλαγκόεβγκραντ της Βουλγαρίας από τη Βόρεια Καρολίνα, δεν παύεις να νιώθεις τον ορίζοντα αυτόν σαν μια αγκαλιά, με τις ιστορίες των ανθρώπων που διεκτραγωδούνται μέσα της να της δίνουν ένα εύρος απείρως μεγαλύτερο σε σχέση με το γεωγραφικό. Χωρίς να θίγεται ή να μην αξιοποιείται απολύτως η εθνολογική μας διαστρωμάτωση είτε αφορά την Κατοχή είτε τον Εμφύλιο είτε τη μετανάστευση είτε στο εβραϊκό ζήτημα. Χωρίς να χρειάζεται επιπλέον η απόσταση ώστε το «δράμα» να αποκτά σχεδόν επικές διαστάσεις, καθώς το νήμα που φαίνεται να ενώνει τον νεαρό ναυτικό του «MV Myrina, Cargo Ship», που γράφει στη μητέρα του από τη Νέα Υόρκη, και την Κάσια Φράγκου, μια νεαρή νοσοκόμα στην κλινική Θεία Πρόνοια, γωνία Κεφαλληνίας και Ιωάννου Δροσοπούλου, ακριβώς γιατί θα παρέμενε ασυνειδητοποίητο και από τους δυο τους, ακόμα και αν είχαν συναντηθεί, μοιάζει να έχει προκαθορίσει το τέλος τους.

Το επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η προϊστορία όλων των ηρώων του Βαλτινού, κατά έναν απόλυτα ελεγχόμενο από τον ίδιο τρόπο, που δεν παύει να παραμένει ανεξήγητος για τον αναγνώστη, μας γίνεται γνωστή χωρίς να υπάρχει συχνά ούτε μια λέξη που να την εξιστορεί, ενώ ταυτόχρονα με όση βεβαιότητα θα αποφαινόσουν ότι η Βασιλίσσης Σοφίας, η Πλουτάρχου, η Αντήνορος, το Κοιμητήριο της Κοκκινιάς, που αναφέρονται στα διηγήματα, είναι δρόμοι και χώροι που τους έχεις διασχίσει, με την ίδια ακριβώς βεβαιότητα θα επιχειρηματολογούσες για την αλήθεια μιας μυθοπλαστικής σύνθεσης.

Η κορυφή της πυραμίδας

Οπως για παράδειγμα στη σκηνή της οδού Αστυδάμαντος, όταν το βλέμμα ανάμεσα σε μια γάτα και τον αφηγητή θα το χαρακτήριζες ως μοιραίο σε ένα απροσδιόριστο μάκρος χρόνου για την ιστορία του δρόμου αυτού και όλη την περιοχή που τον περιβάλλει, με όση τουλάχιστον ζωική ένταση θα πίστωνες την πρόθεση ενός ζευγαριού να κάνει έρωτα πάνω στον κτιστό πάγκο που υπάρχει στο κέντρο ενός μικρού θαλάμου στην κορυφή μιας πυραμίδας.

Οσο μεγάλη όμως και αν είναι η εμβέλεια του γεωγραφικού ορίζοντα, πολύ μεγαλύτερη φαίνεται να δίνει ο Βαλτινός στον αντίστοιχο χρονικό, με τον τελευταίο να καταλαμβάνει έναν σχεδόν αιώνα –αν λάβουμε ως αφετηρία το 1917, όταν ο Θωμάς του διηγήματος «Κλαρίτης» φυλακίζεται στα Χανιά, και ως κατάληξη το 2002, όταν ματαιώνεται η συνεύρεση του Μάριου και της Ισαβέλλας στην κορυφή της πυραμίδας. Εύλογο, αν σκεφτεί κανείς ότι ο χρόνος μοιάζει να περικλείνει την έννοια του τόπου σε πολύ πιο μεγάλη ποικιλία σε σχέση με τον τόπο ως προέκταση μιας χρονικής στιγμής. Οσο και αν για τη Βενέτα από τη Βουλγαρία που ξενοδουλεύει στα σπίτια με την ώρα και τη Γερμανίδα Χάνα με τα πόδια ανοιχτά στη γυναικολογική καρέκλα να επιθυμεί τον νεαρό γιατρό που την εξετάζει φαίνεται να είναι ο τόπος που τις καθορίζει, αντίθετα είναι ο χρόνος που τις διαμορφώνει απολύτως. Οσο λίγος ή πολύς κι αν είναι ο χρόνος αυτός τόσο για τη μία όσο και για την άλλη.

Θανάσης Βαλτινός

Επείγουσα ανάγκη ελέου

Εκδ. Εστία 2015, σελ. 128

Τιμή: 12 ευρώ