Παρά την αντίφαση που θα διέκρινε κανείς ανάμεσα στον στίχο του Διονύση Σαββόπουλου για την «ιστορία που γράφουν οι παρέες» (τον διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διηγημάτων «Με μια χιλιάρα Καβασάκι» του Βαγγέλη Σιαφάκα) και σε μια φράση ενός διηγήματος με τον τίτλο «Νόστιμον ήμαρ» που λέγεται για έναν σκράπα μαθητή, τον Στέλιο, ότι πέρασε με τα κατορθώματά του στην ιστορία, «αυτή την άγραφη ιστορία που έχει κάθε σχολείο», τελικά ως ύψιστα αρμονικό θα χαρακτήριζες το δέσιμο των δεκαοκτώ συνολικά ιστοριών του ομώνυμου βιβλίου. Με τον διαπιστωνόμενο μεγάλο αριθμό αντιφάσεων να μεταβάλλεται σε προϋπόθεση ώστε ν’ αποκαλυφθούν τα επάλληλα στρώματα μιας ουσιαστικά μη αποκρυπτογραφήσιμης μαγείας, καθώς ένας άλλος στίχος του Σαββόπουλου –που δεν αναφέρεται –«Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία» συνιστά το σκληρό στημόνι προκειμένου να υφανθεί ένας αφηγηματικός καμβάς που φαίνεται να προκαλεί μια τρομερή συγγραφική βουλιμία.

Λογοτεχνικός τόπος

Ετσι ώστε τα Γιάννενα από γεωγραφικό να μεταβάλλονται σε τόπο λογοτεχνικό, με την αλήθεια του ενός να λειτουργεί πολλαπλασιαστικά σε σχέση με την αλήθεια του άλλου –όσον αφορά την αναγνωστική απόλαυση. Θα μπορούσε να προταθεί και ως ένα είδος κουίζ, τι άραγε θα μπορούσε να συνδέει το «Ρολόι» (που υπήρξε παραγγελία του Οσμάν Πασά του Κούρδου το 1905 στον αρχιτέκτονα Π. Μελίρρυτο και σημείο συνάντησης δύο συμμαθητών, στα μέσα σχεδόν της δεκαετίας του ’60, του Αχιλλέα και του Θωμά) με την ηθοποιό Αννα Φόνσου ή τι σχέση θα μπορούσε να διατηρεί ένα μπαρ της Πλατείας Μαβίλη στην Αθήνα, που άκμασε τη δεκαετία του ’90, μ’ έναν βουλευτή της Ενώσεως Κέντρου, Γεώργιος Μυλωνάς το όνομά του, που εκλεγόταν στα Γιάννενα, επίσης τη δεκαετία του ’60, αν δεν μας είχε προϊδεάσει ή μάλλον υποψιάσει κάτι έντονα παρατηρημένο στη σύγχρονη πεζογραφία, που διατηρεί όμως όλα τα χαρακτηριστικά ενός πρωτότυπου ευρήματος στη διηγηματογραφία του Βαγγέλη Σιαφάκα. Εννοούμε τη σποραδική, αν και ζωηρή σαν βαθυκόκκινη πινελιά, μνεία μέσα στα διηγήματα ονομάτων που η τόσο διαφορετική καταγωγή τους αποκαλύπτει τη διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας, δύο τουλάχιστον δεκαετιών, ως εμπνεύστρια ενός αφηγήματος συνθεμένου με τη χάρη ενός νοτιοαμερικανού συγγραφέα.

Ποια είναι τα ονόματα αυτά; Επιλέγονται, χωρίς να είναι τα μόνα, όσα σημειώνονται γιατί η συνύπαρξη τους μέσα στα δεκαοκτώ διηγήματα της «Χιλιάρας», άλλοτε φυσιολογική κι άλλοτε φαινομενικά αδικαιολόγητη, λύνει τον κατεξοχήν κόμπο που έχει να αντιμετωπίσει ένας πεζογράφος: Να μη διαχωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια κι όση ανάταση ή έξαρση μπορεί να προσφέρει το υψηλό, άλλη τόση να μπορεί να αισθανθεί κανείς με το φθηνό ή το αισθητικά ακατέργαστο, προπαντός όταν έχουν κεφαλαιοποιηθεί ως μνήμη. Επομένως, αν θα προκαλούσε στον αναγνώστη ενός άρθρου απορία ο συνδυασμός ονομάτων όπως αυτά του Μανώλη Γλέζου, του Αργύρη Εφταλιώτη, του Ευάγγελου Παπανούτσου, της Ζέτας Αποστόλου, του Μενέλαου Λουντέμη, της Ελενας Ναθαναήλ, του Βασίλη Ρώτα, του Ανέστη Βλάχου, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του προπονητή Αλέφαντου, του Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα, του Φραγκίσκου Μανέλη, αλλά και της ΕΔΑ Ιωαννίνων και του Αγιαξ Ηπείρου σε μια σειρά διηγημάτων, η σχεδόν διακοσμητική καταχώρισή τους, όσο πραγματικά και συχνά μάλιστα μ’ ένα πολύ μεγάλο εκτόπισμα αν υπήρξαν τα ονόματα αυτά, κάνει να φαίνεται τελικά ακόμη πιο πειστικός και αντικειμενικός ο κόσμος των «ανώνυμων» ηρώων που πλαισιώνουν.

Ρέκβιεμ ή αναγέννηση;

Θα ήταν δυνατόν το «Με μια χιλιάρα Καβασάκι» να λογαριαστεί και ως το ρέκβιεμ μιας εποχής –αν τα χρόνια πριν από τη δικτατορία, κατά τη διάρκειά της και στις αρχές της Μεταπολίτευσης μπορούν να νοηθούν ως «εποχή» –είναι όμως τόσο το κέφι του Βαγγέλη Σιαφάκα στην εσωτερική της αποκρυπτογράφηση, που θα έλεγε κανείς πως αντί για ρέκβιεμ αισθανόμαστε την εποχή αυτή να αναγεννάται ως προοπτική –αν είχε βέβαια πάψει ποτέ να υφίσταται. Δεν αποκλείεται να οφείλεται στην εξαιρετικά λοξή ματιά του Βαγγέλη Σιαφάκα, αφού μπορεί να αναγνωρίζει την ίδια σχεδόν μυθιστορηματική εμβέλεια σ’ έναν ιδιόρρυθμο καθηγητή Ωδικής στα Γιάννενα και στα μέλη της «Συμμαχίας» του 1977, που ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Ηλίας Ηλιού, ο Γεώργιος Μαγκάκης, ο Νίκος Ψαρουδάκης και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος. Οπως επίσης, χωρίς την ελαχιστότερη μνεία από πλευράς του συγγραφέα, συμπεραίνεις ότι οι νεαροί Δημήτρης και Λευτέρης του διηγήματος «Χωρίς αιτία», με μια ελαφριά μετακίνηση των οικογενειακών και κοινωνικών συσχετισμών, θα μπορούσε να έχουν εξελιχθεί στον Πέτρο και τον Βάσια του διηγήματος «Ο καθηγητής Ωδικής».

Εδώ άλλωστε εδράζεται το πολιτικό στοιχείο των διηγημάτων «Με μια χιλιάρα Καβασάκι». Εντονότερο είναι αλήθεια σε σχέση με τον Δημήτρη Χατζή, που το όνομά του σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ως ο μίτος που χρησιμοποίησε ο Βαγγέλης Σιαφάκας προκειμένου να «εξερευνήσει» με τον δικό του τρόπο την ηπειρωτική πρωτεύουσα. Ηπιότερο λοιπόν στον Χατζή, εντονότερο και μάλιστα αρκετά στον Σιαφάκα, δεν παύουν και στους δύο οι ήρωές τους να αυτονομούνται σε βαθμό που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι το αισθηματικό και πνευματικό τους απόβαρο θα ήταν το ίδιο ακριβώς ακόμη και σ’ ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον. Είναι δε τόση η μαγεία που ασκούν η ατμόσφαιρα της πόλης (μην ξεχνάμε πως τα τρία τέταρτα των διηγημάτων διαδραματίζονται στα Γιάννενα) και τα ίδια τα πρόσωπα, ώστε καθετί που θα μπορούσε να υπονομεύσει τη μαγεία αυτή να το λογαριάζει κανείς ως σκόπιμα συκοφαντικό και επομένως απορριπτέο. Αλλωστε, μια έντονη αλλά και εντελώς ιδιαίτερη αίσθηση ειρωνείας στον Σιαφάκα, που η έλλειψή της στον Χατζή κάνει ακόμη πιο δυσδιάκριτο το πολιτικό στοιχείο των διηγημάτων του, με το να μεταβάλλεται σε δομικό συστατικό όσον αφορά την όλη σύνθεση της «Χιλιάρας», εξαερώνει ή μάλλον αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά ενός τόπου και των ανθρώπων του σε ιδιότητες που θα μπορούσε να τις συναντήσει κανείς οπουδήποτε στον κόσμο.

Συγγένειες

Ταυτίσεις και ιδεολογικά υπόβαθρα

Οση συγγένεια αναγνωρίζει κανείς ανάμεσα στον Σιαφάκα και τον Χατζή ή τον ήρωά του, τον Δημητράκη σε σχέση με τον Λούσια του επίσης ηπειρώτη πεζογράφου Νίκου Χουλιαρά, η ακένωτη –όπως έχει σχηματιστεί –δεξαμενή της νεοελληνικής πεζογραφίας θα μαρτυρούσε ευφήμως για τον δημιουργό της «Χιλιάρας» και για άλλες επιδράσεις, με πιο χτυπητή αυτή του Κώστα Ταχτσή στο διήγημά του «Γιατί, ρε μάνα;». Ενώ ούτε ως συγγένεια ούτε ως επίδραση αλλά μόνο ως σύμπτωση θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς μια ταύτιση, όσον αφορά το ιδεολογικό τους υπόβαθρο, ανάμεσα σ’ ένα διήγημα του δυναμικού νέου πεζογράφου Γιώργου Γκόζη στο βιβλίο του «Ο νυχτερινός στο βάθος» και στο διήγημα του Χρήστου Σιαφάκα «Ρήγας Φεραίος». Οπως οι δύο ήρωες του Γκόζη, μανιώδεις ποδοσφαιρόφιλοι, αγάλλονται αναπολώντας παλαιότερες ποδοσφαιρικές συναντήσεις, το ίδιο ακριβώς οι παλιοί «Ρηγάδες» στην ταβέρνα του Αρη στα Εξάρχεια μετέρχονται τη χούντα, τους συνταγματάρχες, τον Μαρξ, τον Μπριλάκη και τον Παπανδρέου σαν να υπήρξανε για να τους εξασφαλίσουν γλυκές αναμνήσεις!

Βαγγέλης Σιαφάκας

Με μια χιλιάρα Καβασάκι

Εκδ. Πόλις, 2016, σελ. 280

Τιμή: 12 ευρώ