Αν κάτι δίνει μια πρόσθετη αξία στο βιβλίο διηγημάτων της Ιουλίας Περσάκη «Κατοχή και πείνα» είναι ότι η δημιουργός του φαίνεται να συνειδητοποιεί τη συγγραφική δουλειά ως ένα είδος μπιλιέτου ή μάλλον επισκεπτηρίου, που έχει όμως ως αποτέλεσμα ο πεζογράφος ιδιαίτερα να απολαμβάνει μιας πολύ μεγάλης ελευθερίας. Να γράφει δηλαδή ανεπηρέαστος από μόδες, συρμούς ή τεχνοτροπίες, χωρίς να τον απασχολεί μια φιλολογική καταξίωση που ως οπαδό μιας σχολής θα τον έκανε ευκολότερα αναζητήσιμο ή αναγνωρίσιμο. Αυτή η έλλειψη μιας ιδιαίτερης επιμέλειας για ένα ύφος πρωτότυπο, που να μπορεί να λογαριαστεί ως το ξεχωριστό δακτυλικό αποτύπωμα ενός συγγραφέα –στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ιουλίας Περσάκη –και κυρίως η έλλειψη μιας σπουδής πως ό,τι πρόκειται να διαβάσεις δεν σου το έχει αποκαλύψει κανείς άλλος πεζογράφος, έχει ως συνέπεια μαζί με δύο, τρία ακόμη ευεργετήματα, ένα που μοιάζει κυριολεκτικά πρωτόγνωρο.

Είτε πρόκειται για εκτενή διηγήματα («Το κορίτσι», «Ο απόγονος», «Σαν τον Μπρούνο τον Ιταλό», «Γλιτωμός») είτε για κείμενα που θα τα χαρακτήριζες σχεδόν ως μονοκοντυλιές ή μάλλον ενσταντανέ («Ο γερο-Βασίλης», «Ο Φρόιντ και το καναρίνι», «Κρύο σφυριχτό», «Γυρισμός»), τόσο στα πρώτα όσο και στα δεύτερα, ένας χαρακτήρας, αν και συχνά πολλοί περισσότεροι, καθώς και μια ατμόσφαιρα άλλοτε ενός δωματίου και άλλοτε μιας εξοχής να ολοκληρώνονται με τον ίδιο συναρπαστικό τρόπο.

Με αποτέλεσμα ούτε τα εκτενή διηγήματα να μοιάζουν με ξεχειλωμένα ενσταντανέ ούτε τα ενσταντανέ με ιστορίες που έχουν κουτσουρευτεί. Επιλογή τα διηγήματα του βιβλίου «Κατοχή και πείνα» από τις τέσσερις συλλογές διηγημάτων που εξέδωσε μέσα σε 50 χρόνια (1927-1976) η Ιουλία Περσάκη, με τους μάλλον αδιάφορους τίτλους «Διηγήματα», «Ιστορίες της κάθε μέρας», «Ανθρωποι του Σαρωνικού» και «Ανθρωποι», φαίνεται πια το γεγονός ότι τα περισσότερα έχουν γραφτεί με κύρια πηγή έμπνευσης το νησί της Αίγινας και τους ανθρώπους του να τους δίνει μια προοπτική που δικαιολογημένα θα σ’ έκανε να χαρακτηρίσεις το τόσο κοντινό στην Αθήνα νησί του Αργοσαρωνικού ως «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας».

Η προϋπόθεση του χώρου

Οταν στα 19 διηγήματα του βιβλίου, τα 10 εξελίσσονται ρητά στο νησί που έχει συνδεθεί, για διαφορετικούς λόγους για τον καθένα, με τον Νίκο Καζαντζάκη και με τον επίσης πεζογράφο Στέλιο Ξεφλούδα καθώς και με τον γλύπτη Χρήστο Καπράλο και τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη (χωρίς να υπολείπεται η Αίγινα ως απλή έστω μνεία στα υπόλοιπα εννέα διηγήματα), μοιραία καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι ο πιο σχετικός και τελικά ανώδυνος παράγοντας για έναν πεζογράφο είναι ο χώρος. Αφού χάρη στο νησί της Αίγινας –την Αίγινα της Ιουλίας Περσάκη δηλαδή –αισθανόμαστε ακόμη και τις περιώνυμες φυλακές της να συνιστούν μια δευτερεύουσας σημασίας προϋπόθεση, καθώς αποκτούμε μερικές από τις συγκλονιστικότερες σελίδες που έχουν γραφτεί για τον Εμφύλιο. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να αναγνωρίζεται ότι η δραματικότητα ενός χρόνου μπορεί να διασταλεί ή να συσταλεί, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία σχετικά με την εντοπιότητα των γεγονότων που εξέθρεψαν αυτή τη δραματικότητα. Μια δραματικότητα που φαίνεται να κερδίζει σε ένταση και σε μοναδικότητα και γίνεται αποδεικτική του μεγάλου δράματος που συνιστά η Ιστορία όσο πιο ταπεινά χωρίς καμιά ιδιαίτερη λάμψη και διαβατικά είναι τα πρόσωπα που επιλέγει ως ήρωές του ένας συγγραφέας και όσο ο ίδιος μοιάζει να κρατιέται, ως ένας απλός παρατηρητής, στην περιφέρεια συμβάντων που δικαιολογημένα θα τα χαρακτήριζες κοσμοϊστορικής σημασίας.

Τα πρόσωπα και η ηθογραφία

Ενώ συχνά αναρωτιέσαι ποιος είναι ο λόγος ώστε να διασώζει η Περσάκη πρόσωπα όπως του Πίπα του τενεκετζή ή του γερο-Βασίλη που κοιμόταν νύχτα και μέρα στην ξεπάτωτη κάμαρά του, φαίνεται πως τελικά αυτός είναι ο τρόπος της για να κυκλώνει την πραγματικότητα προκειμένου η περιγραφή της «Χαριτωμένης», της Βαγγελίτσας πεθεράς του μαστρο-Βασίλη, να συγκροτεί την αποθέωση ενός αρχετυπικού προσώπου, όπως θα το συναντούσε κανείς μόνο στη συλλογή των δημοτικών τραγουδιών του Νικολάου Πολίτη. «Σαν πήγαινε μεροκάματο στα χωριά –κείθε πάνω είχε πέραση η τέχνη της –έπαιρνε μαζί της τα δυο ψαλίδια, το κουτί με τις βελόνες, με τις δυο δαχτυλήθρες, άνοιγε την αυλόπορτα, έκανε τον σταυρό της και ξεκίναγε για τη δουλειά. Εραβε για τους χωριάτες, για τις χωριάτισσες, έραβε χοντρά ρούχα της δουλειάς. Ελειπε τότε και πέντε μέρες και μια βδομάδα και δέκα μέρες. Και σαν γύριζε σπίτι φορτωμένη, όλο γέλια και χαρά, έφερνε μες στα σακούλια μα στάρι, μα κριθάρι, μα τυριά, μα πουλερικά δεμένα να της κρέμονται στα χέρια, μα πιτσούνια στο καλάθι, μα λεφτά στον κόρφο –ό,τι είχανε ευχαρίστηση οι νοικοκυραίοι τής δίνανε».

Δεν ερωτοτροπεί στο ελάχιστο η Περσάκη με την ηθογραφία αφού και το επανερχόμενο στα διηγήματά της σημείο του σταυρού μεταβάλλεται σε μια πράξη υψηλής αλληγορικής σημασίας αλλά και σχεδόν ιδιωματικές εκφράσεις, όπως «Πες μου την ώρα, γιατί κουβέντα κουβεντούλα τρώει ο λύκος τη βετούλα…» ή «Κάναμε τα αδύνατα δυνατά» διατηρούν κάτι από τη χάρη ενός παπαδιαμαντικού ιδιολέκτου. Παρά το τόσο έντονο ιθαγενές στοιχείο στα διηγήματα «Κατοχή και πείνα» είτε πρόκειται για την Αίγινα, την Αθήνα, την Υδρα είτε για ένα χωριό της Αττικής, συνειδητοποιείς ότι η έννοια της παγκοσμιοποίησης πολύ πριν προκύψει ως μια διεθνιστική πολιτική παράμετρος είχε συντελεστεί στον χώρο της λογοτεχνίας. Καθώς ο Φρόιντ, η Αίγινα, ένα νησί όπου έστελνε η Γαλλία τους καταδικασμένους της σε ισόβια δεσμά και το καναρίνι μιας φίλης της αφηγήτριας, ζωγράφου στο επάγγελμα, μπορούν να συνυπάρχουν ως μια αρμονική πραγματικότητα στο μυαλό ενός ανθρώπου –αφού εκεί συμβαίνουν όλα –μια Κυριακή του Θωμά στην παραλία ενός νησιού με την ανθρωποθάλασσα να βουίζει. Με την ευτυχία να μοιράζεται στον κόσμο σε ίσες δόσεις με τη δυστυχία και όπως το επιβεβαιώνει η κραυγή ενός γέρου «Δεν υπάρχει Θεός, όχι, δεν υπάρχει…» που γίνεται λίγο αργότερα «Υπάρχει Θεός, υπάρχει», με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το αποδεικνύουν τα βουνά που είναι κολλητά, σαν να πηγαίνουν πιασμένα χέρι με χέρι.

Με οδηγό τις ανθρώπινες ιστορίες
Με την έννοια λοιπόν ότι η Ιουλία Περσάκη ήταν μια «παγκόσμια» συγγραφέας, πολύ πριν η παγκοσμιότητα αναδειχθεί σε προσόν για έναν δημιουργό, φαίνεται μάλλον να την αδικεί η σύγκρισή της με τους γάλλους υπερρεαλιστές ποιητές, όπως την επιχειρεί, στην πολύ τρυφερή είναι αλήθεια εισαγωγή της στο «Κατοχή και πείνα», η καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης Karen Van Dyck. Μπορεί η σύγκριση να στηρίζεται σε μια εξομολόγηση της ίδιας της Περσάκη, ότι «δεν πιάνω την πένα να γράψω μια ιστορία, παρά άνθρωποι που δεν τους περίμενα, που ούτε καν φανταζόμουν την ύπαρξή τους, τυχαίνει από κάποιο περιστατικό να ‘ρθουν κοντά μου», αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα κείμενά της γράφονταν από μόνα τους όπως διατείνονταν ότι συμβαίνει με τα δικά τους κείμενα οι γάλλοι υπερρεαλιστές. Καθώς μια πρώτη ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους ομώνυμους ποιητές και την Περσάκη είναι η συγκίνηση που διαποτίζει σχεδόν κάθε δική της παράγραφο, μια συγκίνηση που απουσιάζει επιδεικτικά σε κάθε υπερρεαλιστικής κοπής κείμενο. Εστω και αν τη συγκίνηση της «Αιγινέας» πεζογράφου θα την παρομοίαζες με «ύδωρ εκ της πέτρας».

Ιουλία Περσάκη

Κατοχή και πείνα

Επιμέλεια: Karen Van Dyck,

Φαίη Ζήκα

Εκδ. Εστία 2016

Σελ. 196

Τιμή: 18,5 ευρώ