Δεν χρειαζόταν ο έξοχος τίτλος «Οι ψυχούλες των Τρικάλων» για να αντιληφθούμε πόσο σημαντικός ποιητής είναι ο Θ. Π. Ζαφειρίου. Επιβεβαιώνει το γεγονός ότι μόνον οι ποιητές μπορούν να διαβάζουν με τόσο συγκινητικό και γλαφυρό τρόπο τη μικροϊστορία. Ανάγοντάς την επιπλέον στο επίπεδο της Μεγάλης Ιστορίας και αντικαθιστώντας τη σημασία ενός πολέμου ως κινητήριου μοχλού της, από την ένταση ενός παιδικού βλέμματος προκειμένου να σωθεί ο κόσμος.

Αρχές της δεκαετίας του ’20. 1923-24. Η Ελλάδα διευρυμένη μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά καθημαγμένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα Τρίκαλα Θεσσαλίας ήδη από το 1910 έχουν αποβάλει εντελώς τα τουρκικά χαρακτηριστικά της πόλης και από το 1918 τα φεουδαρχικά. Τους γαιοκτήμονες αντικαθιστούν οι βιομήχανοι και οι έμποροι, τους κολίγες η εργατική τάξη. Καλλιέργεια, επεξεργασία καπνών και καπνεμπόριο. Στην πολιτική ζωή κυριαρχεί ο εθνικός διχασμός. Στα περίχωρα η ληστοκρατία. Στα εξαθλιωμένα στρώματα του πληθυσμού προστίθενται οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Και οι ψειριασμένοι φαντάροι του ηττημένου ελληνικού στρατεύματος. Οι τελευταίοι θα ξεψειριαστούν και θα ενταχθούν ξανά στην κοινωνική τάξη, στην οποία ο καθένας ανήκει. Κάποιοι θα αγνοούνται για πάντα. Οπως ο νονός της μικρότερης αδελφής της μητέρας μου, που τη βάπτισε Σαπφώ, χωρίς να υπάρχει τέτοιο όνομα στα ανιόντα μέλη της οικογένειας. Λέγεται πως ήταν ποιητής. Χάθηκε μαζί με τα ποιήματά του κάπου στα ασιατικά βάθη. Στην παρακείμενη φωτογραφία αυτή η θεία μου δεν υπάρχει. Υπάρχει η μητέρα μου. Η οικογένειά της ανήκε στην αστική τάξη. Τα ρούχα της στη φωτογραφία δεν τη διαφοροποιούν από τα άλλα παιδιά.

Δεν ξέρω, αν και σε μια σχετικά ανεπτυγμένη ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ’20 κατισχύει η νοοτροπία της εποχής του παπαδιαμαντικού τόπου, όπου η γέννηση κοριτσιών είναι οιονεί κατάρα για την οικογένεια, αλλά αν κρίνω από τον καθόλου ευάριθμο αριθμό των μικρών μαθητριών της φωτογραφίας καθώς και από τα φτωχικά τους ρούχα, οι οικογένειες μάλλον τα ‘φερναν δύσκολα βόλτα και στα Τρίκαλα Θεσσαλίας.

Στην εποχή μου πρόλαβα τα εξατάξια αμιγή γυμνάσια θηλέων και αρρένων. Αλλά αμιγές δημοτικό σχολείο θηλέων δεν γνώρισα. Υπήρξε τη δεκαετία του ’20; Θα ήταν κάτι φυσικό, σύμφωνα με τα ήθη της. Ισως όμως ο διαχωρισμός των φύλων να έγινε εδώ μόνο και μόνο για τη φωτογράφιση. Και να υπάρχει μια αντίστοιχη φωτογραφία με αγόρια.

Φυσικό είναι, ότι ούτε τα ήθη ούτε οι άνθρωποι εκείνης της γενιάς υπάρχουν. Ούτε φυσικά τα παιδιά της φωτογραφίας έμειναν παιδιά στη μετέπειτα ζωή τους. Ακόμη κι αυτή η φωτογραφία χρειάστηκε σημαντικό ρετούς για να τα αναστήσει στην παγωμένη αλλά ολοζώντανη πόζα που τα βλέπουμε.

Τα βλέμματά τους προσηλωμένα στον φωτογράφο μάς κοιτάζουν ζωηρά, ακτινοβολώντας την ήδη διαμορφούμενη στην ηλικία αυτή –εξάχρονα τα υπολογίζω –προσωπικότητα και τον χαρακτήρα καθενός τους. Διακρίνω τα πανέξυπνα, τα έξυπνα, τα ξύπνια, τα αφελή. Γελαστά δεν βλέπω, έστω συμβατικά, για τις ανάγκες της φωτογράφισης. Αντίθετα και σε πλήρη αναντιστοιχία με την τρυφερή τους ηλικία, τα πρόσωπά τους δείχνουν περιφροντίδων ενηλίκων. Η ελαφρά ομίχλη που διαπερνά τη φωτογραφία δεν οφείλεται στην τεχνολογία της εποχής ούτε στην παλαιότητα. Αλλά πηγάζει από αυτά τα βλέμματα. Είναι ευδιάκριτη η θλίψη τους και μου γεννά αναπάντητα ερωτήματα. Σε τι οφείλεται; Στη γνωστή άκαμπτη αυστηρότητα του σχολείου εκείνης της εποχής; (Αδιανόητης για μας σήμερα, με τα εκ διαμέτρου βέβαια αντίθετα αρνητικά χαρακτηριστικά). Στο γκρίζο, κακής αισθητικής και κάκιστης συντήρησης κτίριο, όπως εικάζουμε από τα ορατά στη φωτογραφία μας τμήματά του; Στο λίγο-πολύ παρόμοιο, καταθλιπτικά πουριτανικό περιβάλλον των οικογενειών τους; Με τον πατέρα αφέντη και την ανελέητα καταπιεσμένη γυναίκα – μητέρα (ανεξαρτήτως τάξης), το μοναδικό πρότυπο και γι’ αυτά τα άμοιρα θηλυκά πλασματάκια; Στην πραγματική αλλά και στη φαινομενική φτώχεια της ποδιάς, δηλαδή αυτή με την οποία πρέπει να εξισωθούν αργότερα όλα τα παιδιά, ακόμα και τα πλουσιότερα, μ’ έναν μάλλον διαστροφικό τρόπο «σοσιαλιστικής» ηθικής και αισθητικής πλήρως αναντίστοιχης προς την ακραία ταξική διαστρωμάτωση εκείνης της κοινωνίας; Σχεδόν όλα αυτά τα ερωτήματα τα απαντά εκείνη η φιγούρα γιαγιάς που ξεπροβάλλει άνω αριστερά και στέκει εκεί πίσω διστακτικά σαν τη μοίρα τους. Γιαγιά κάποιου παιδιού, όπως φαίνεται λογικότερο; Μητέρα; Με τη γέρικη όψη και την πένθιμη εμφάνιση που είχαν εκείνη την εποχή οι γυναίκες, ακόμα κι από τα τριάντα τους χρόνια (πολλές είχαν χάσει στους συνεχείς πολέμους, αρρώστιες και πείνα πατεράδες, συζύγους, αδέλφια, παιδιά), δεν θα ‘ταν απίστευτο. Καθαρίστρια του σχολείου; Μάλλον απίστευτο. Δασκάλα; Αλλά τότε δεν θα πρέπει να διερωτώμαι για τίποτα, οι απαντήσεις στα ίδια με τα παραπάνω ερωτήματα που θα έθετα και γι’ αυτήν δίδονται από την παρουσία της.

Ομως εδώ θα επανέλθω στα κοριτσάκια που, πέρα από κοινωνιολογικά ερωτήματα, πολύ περισσότερο μου προκαλούν, δεν θέλω να πω συμπόνια, αλλά τρυφερότητα. Σαν να ‘ταν παιδιά μου είκοσι – τριάντα χρόνια πριν, εγγόνια μου σήμερα.

Αν δεν έπασχα από αγνωστικισμό, θα μπορούσα να δω αυτά τα προσωπάκια και μ’ έναν υπερβατικό τρόπο. Αλλά για τη συγκίνηση που με κυριεύει κάθε φορά βλέποντας αυτήν τη φωτογραφία δεν χρειάζεται να καταφύγω σε μεταφυσικού τύπου ερμηνείες. Αρκεί που σκέφτομαι πως αυτές οι φατσούλες φωτογραφίστηκαν μάλλον για να απαθανατίσουν τις ψυχές τους. Ετσι θα έδειχναν κι αυτές σήμερα, αν μπορούσαμε με κάποιου είδους υπερακτίνες να τις φωτογραφίσουμε. Θλιμμένες, γιατί ταπεινές πάλι. Αφού θα ‘χουν εξαγνίσει και την όποια ενήλικη ζωή τους ακολούθησε, με τις πίκρες, τις χαρές, τους έρωτες και τα μίση, τις ποικίλες και με τα παιδιά τους ίσως ακόμα προστριβές, με τα καλά και τα κακά και τα συμφέροντά τους. Πάνε όλα αυτά. Αυτά χάθηκαν. Σε μένα όμως επέστρεψαν, έστω και με την παλιά τους φωτογραφία, οι ψυχούλες τους. Οι ψυχούλες μου.