Ο Σάμιουελ Μπέκετ υπήρξε ένας πραγματικός άνθρωπος των γραμμάτων. Τον ενδιέφερε όχι μόνο τι θα πει αλλά κυρίως πώς θα το πει και, πριν απ’ αυτό, μήπως θα ήταν καλύτερα να σιωπήσει. Είχε απόλυτη συνείδηση του τυραννικού ρόλου της γλώσσας, της γλώσσας στην οποία είμαστε καταδικασμένοι να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας αλλά και που μας κατευθύνει σε σχέση με τον τρόπο που θα τα εκφράσουμε. Δεν είναι μάλλον καθόλου τυχαίο που οι βασικές σπουδές του στο Τρίνιτι Κόλετζ του Δουβλίνου είχαν να κάνουν με γλώσσες: γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά. Εψαχνε ενδεχομένως τη γλώσσα που θα του έδινε τη μεγαλύτερη δυνατότητα ελευθερίας.

Η ενασχόληση με τέτοιου είδους προβληματισμούς από έναν διανοούμενο που διάβαζε εντατικά λογοτεχνία και φιλοσοφία τον καθιστούσε άνθρωπο που δεν ζούσε σε συγχρονισμό με την εποχή του ή και γενικότερα με ό,τι ονομάζουμε καθημερινότητα. Η αφοσίωσή του στα γράμματα ήταν τέτοια που τον οδήγησε να αφήσει μια καλή θέση λέκτορα στην Ecole Normale Supérieure στο Παρίσι ενισχύοντας την τάση των ιρλανδών γονιών του, ενός πατέρα που ασχολιόταν με οικοδομές και της νοσοκόμας μητέρας του, να τον θεωρούν περίπου… άχρηστο. Ισως όμως εκείνος να ακολούθησε τον δρόμο ενός φίλου του στο Παρίσι, του ποιητή Τόμας ΜακΓκρίβι, που επίσης άφησε ανάλογο πόστο, το 1926, για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και τη γραφή. Ο ποιητής αυτός ήταν μάλιστα ο άνθρωπος που γνώρισε στον Μπέκετ τον Τζέιμς Τζόις, συνάντηση μεγάλης σημασίας για τον συγγραφέα του «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ο Μπέκετ έγινε περίπου γραμματέας του Τζόις, ο οποίος είχε προβλήματα όρασης, και τον βοήθησε στην έρευνά του την περίοδο που έγραφε το «Finnegans Wake». Το πρώτο δημοσιευμένο βιβλίο του Μπέκετ, άλλωστε, είναι κριτικό δοκίμιο για τον Τζόις. Λεγόταν «Δάντης… Μπρούνο. Βίκο… Τζόις» και ανίχνευε τις διαδρομές και τις επιρροές του σκοτεινού ύφους του ιρλανδού μέντορά του. Ο Τζόις δεν πήρε ή δεν πρόλαβε να πάρει Νομπέλ. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι ο νεαρός βοηθός του πήρε, όπως πολύ αργότερα πήρε και ένας άλλος συγγραφέας που, με τη σειρά του, έκανε διατριβή στον Μπέκετ: ο Τζον Μάξγουελ Κούτσι.

Το βιβλίο «Η τελευταία τριλογία», που είναι και το κύκνειο άσμα του συγγραφέα, εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Για την ακρίβεια τα δύο τελευταία από τα τρία έργα της τριλογίας, το «Ασχημα ιδωμένο, άσχημα ειπωμένο» και το «Ολοταχώς προς το χειρότερο», μεταφράζονται και δημοσιεύονται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Το πρώτο της τριλογίας, η «Συντροφιά», έχει μεταφραστεί τουλάχιστον μία φορά ακόμα από τον Νάσο Δετζώρτζη.

Τώρα τα τρία κείμενα δίνονται στο ελληνικό κοινό σε φροντισμένη δίγλωσση έκδοση (ελληνικά και αγγλικά) από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, 27 χρόνια μετά τον θάνατο του Μπέκετ. Και να πούμε ευθύς αμέσως ότι πρόκειται για μεταφραστικό άθλο. Τα κείμενα αυτά είναι από τα πλέον μινιμαλιστικά του Μπέκετ, είναι η έσχατη προσπάθειά του να τα βάλει με τη γλώσσα και να σπάσει τους κώδικές της. Επιπλέον: το πρώτο και το τρίτο γράφτηκαν πρώτα στα αγγλικά ενώ το δεύτερο γράφτηκε πρώτα στα γαλλικά. Το πρώτο το μετέφρασε ο ίδιος στα γαλλικά, το τρίτο όχι. Το δεύτερο το μετέφρασε ο ίδιος στα αγγλικά. Αρα ο Θωμάς Συμεωνίδης που έχει κάνει διδακτορική διατριβή στον Μπέκετ και έχει ζήσει σε Βρετανία και Γαλλία ήταν αναμφισβήτητα ο κατάλληλος άνθρωπος για ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα. Πέρα από τη μετάφραση καθ’ εαυτήν, έχει γράψει εισαγωγή και επίμετρο, απαραίτητα και τα δύο για να προσεγγίσει ο μη ειδικός τη δύσκολη γραφή του Σάμιουελ Μπέκετ. Επίσης μεταφράστηκε και εκδίδεται –από τον ίδιο εκδότη και τον ίδιο μεταφραστή –ένα άλλο μικρό βιβλίο του Μπέκετ με τίτλο «Τρεις διάλογοι», που είναι προϊόν ενός διαλόγου του συγγραφέα με τον κριτικό και ιστορικό τέχνης Ζορζ Ντιτουί, διευθυντή του περιοδικού «Transitions» στο οποίο δημοσίευαν ονόματα όπως ο Σαρτρ, ο Μπατάιγ, ο Ελιάρ κ.ά.

Οι τριλογίες

Η επιλογή του τίτλου «Τελευταία τριλογία» χρειάζεται διευκρινίσεις. Ο Σάμιουελ Μπέκετ πριν γίνει παγκοσμίως γνωστός από τα θεατρικά του κείμενα είχε γράψει τρία πεζογραφήματα, μυθιστορήματα κατά μία έννοια, «Μολόι», «Ο Μαλόν πεθαίνει», «Ακατονόμαστος», που συνιστούν τη λεγόμενη «πρώτη τριλογία» του. Αυτά γράφτηκαν την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δημοσιεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τα κείμενα της δεύτερης («τελευταίας») τριλογίας γράφτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και αρχές του ’80 –ο Μπέκετ ήταν νομπελίστας από το 1969. Ο ίδιος δυσκολευόταν να τα ορίσει ως τριλογία, αν και έλεγε ότι ήταν περισσότερο συγγενή μεταξύ τους από ό,τι τα κείμενα της πρώτης τριλογίας. Εντέλει αποδέχθηκε τον όρο και στην Αγγλία κυκλοφόρησαν με αυτόν τον τίτλο («Τελευταία τριλογία»), αντίθετα με τη Γαλλία όπου οι εκδότες του (Minuit) δεν τα εξέδωσαν ποτέ μαζί.

Τα τρία κείμενα μπορεί κανείς να πει ότι θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως ποίηση. Είναι ποιητική πρόζα, έχουν περιγραφές και κάποια υπόθεση αλλά όχι ακριβώς πλοκή και ανάλογα με το πού επικεντρώνεται κανείς μπορούν να ιδωθούν ως ποιήματα, πεζά ή και θεατρικά. Η «Συντροφιά» περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, είναι ίσως μια προυστιανής κατεύθυνσης απόπειρα να αναζητηθεί ένας «χαμένος χρόνος», μόνο που ο Μπέκετ δυσπιστεί απέναντι στη μνήμη και υπονομεύει διαρκώς τον ίδιο τον αφηγητή που περιγράφει το παρελθόν.

Στο «Ασχημα ιδωμένο, άσχημα ειπωμένο», που επίσης θα μπορούσε να θεωρηθεί θεατρικός μονόλογος, ποίηση ή μυθιστόρημα, υπάρχει ο θάνατος μιας αγαπημένης γυναίκας και μια βασική σκηνή, με τη γυναίκα αυτή ως ανάμνηση στο σπίτι της στην εξοχή σε προχωρημένη ηλικία. Δεν πρόκειται για θρήνο αλλά για προσπάθεια να περιγραφεί αυτή η σκηνή, που πρώτα τη βλέπεις και μετά προσπαθείς να την περικυκλώσεις με τη γραφή –εξού και ο τίτλος. Με εκκίνηση ένα πραγματικό γεγονός που φέρνει αναστάτωση, ο αφηγητής προσπαθεί να περιγράψει τις πιο επίμονες εικόνες που προκαλεί αυτό και να καταλάβει γιατί αυτές επιβάλλονται έναντι άλλων.

Θέμα είναι η φθορά
Το τρίτο κείμενο, το «Ολοταχώς προς το χειρότερο», είναι αυτό στο οποίο η αφαίρεση φθάνει στα όριά της. Το συμπιεσμένο συντακτικό δίνει την αίσθηση παραβίασης γραμματικών κανόνων –χωρίς όμως να συμβαίνει αυτό –ενώ θέμα του είναι η φθορά. Υπάρχουν τρία πρόσωπα: μια γριά, ένας γέρος και ένα παιδί. Περιγράφει μια κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος νιώθει μια ολοένα και μεγαλύτερη κούραση αλλά ταυτόχρονα και μια επιθυμία να μην παραδοθεί, να συνεχίσει. Γράφει στην αρχή: «Ολα περασμένα. Ποτέ τίποτε άλλο. Ολα δοκιμασμένα. Ολα αποτυχημένα. Χωρίς σημασία. Να προσπαθήσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα».

Το τέλος

Μια «μελαγχολική συνεχοκατάρρευση»

Γράφει στην εισαγωγή του ο Θωμάς Συμεωνίδης: «Αυτό που επιχειρεί ο Μπέκετ είναι να διερευνήσει την πορεία προς το χειρότερο, με ποιον τρόπο δηλαδή μπορεί να χειροτερέψει μια κατάσταση, η ανθρώπινη κατάσταση, ώστε να θεωρηθεί οριστικά τελειωμένη». Ή όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Μπέκετ, μεταφρασμένος από τον Συμεωνίδη, διερευνά μια «μελαγχολική συνεχοκατάρρευση» (αγγλικά: slumberous collapsion)! (σ.σ.: οποιαδήποτε ομοιότητα και με καταστάσεις χωρών είναι εντελώς συμπτωματική). Για να συνεχίσει (ο Θωμάς Συμεωνίδης): «Και από τη στιγμή που υπάρχουν οι λέξεις, εάν πρόκειται για μία υπόθεση λέξεων, η πορεία προς το χειρότερο συνεπάγεται την εξαντλητική επανάληψη και χρήση των λέξεων μέχρι να αχρηστευτούν τελείως. Ωστόσο, η αφετηρία του τέλους για τον Μπέκετ ξεκινά από την επίκληση δύο αντιθετικών όρων – “καλύτερα χειρότερα” – με αποτέλεσμα η πορεία προς το τέλος να παρατείνεται απροσδιόριστα πολύ. Με άλλα λόγια, ο ίδιος ο Μπέκετ προοιωνίζεται το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούνται οι λέξεις μέσα από την επιλογή εκείνων των λέξεων που εκφράζουν πιο πιστά την παράδοξη συνθήκη του ανθρώπου: την αναπόφευκτη πορεία προς τη φθορά και τον θάνατο έχοντας ως μοναδική επιλογή την καλυτέρευση ενός όλο και χειρότερου, που είναι όμως αναπόφευκτο».

Ο Μπέκετ είχε παρ’ όλα αυτά και μια «κανονική» ζωή, είχε μία σύντροφο για σαράντα χρόνια (με την οποία παντρεύτηκαν κάποτε για νομικούς λόγους), είχε συμμετοχή στην αντίσταση κατά των Ναζί και μάλιστα στην υιοθετημένη του πατρίδα, τη Γαλλία, παρασημοφορήθηκε γι’ αυτό από το γαλλικό κράτος αλλά ο ίδιος πάντα υποβάθμιζε αυτή του τη δράση, ένιωσε χαρά αλλά και αγανάκτηση για το Νομπέλ, καθώς ζητούσαν να τον επισκέπτονται πλέον οι πάντες και τα κείμενά του σχολιάστηκαν επιστημονικά (λογοτεχνικά και φιλοσοφικά) όσο μόνο τα κείμενα του Κάφκα έχουν σχολιαστεί. Δεν μπορεί όμως κανείς να μη σκεφθεί τι αντιμετώπιση θα είχε σήμερα αν ξεκινούσε. Η εποχή του ήταν εποχή μεγάλων πειραματισμών και διανοητικής ελευθερίας, καλλιτέχνες και συγγραφείς έσπαγαν ταμπού και συμβάσεις αιώνων. Η σημερινή εποχή μοιάζει πολύ φτωχότερη σε σκέψη και πρωτοτυπία, και είναι αμφίβολο αν νέοι Μπέκετ υπάρχουν, και κυρίως αν σχολιάζονται – για να μην πούμε, αν βραβεύονται κιόλας.

Samuel Beckett

Η τελευταία τριλογία

Εισαγωγή – Μτφ – Επίμετρο: Θωμάς Συμεωνίδης

Εκδ. Γαβριηλίδης 2016, Σελ. 296

Τιμή: 15 ευρώ

Samuel Beckett

Τρεις διάλογοι

Εισαγωγή – Μτφ – Επίμετρο: Θωμάς Συμεωνίδης

Εκδ. Γαβριηλίδης 2016, Σελ. 64

Τιμή: 8,50 ευρώ