Κάθε Μάη το Παρίσι ξεσηκώνεται και βγαίνει στους δρόμους με μια διαφορετική κάθε χρονιά αφορμή. Φέτος είναι τα εργασιακά (Nuit debout. Νύχτα επί ποδός), πέρυσι η μεταρρύθμιση στην παιδεία, πρόπερσι… Αλλά κανένα μαγιάτικο κίνημα δεν ξεπέρασε την ένταση και την πρωτοτυπία εκείνου του ξεσηκωμού του Μάη του 1968.

Ημασταν τότε πολλοί Ελληνες, πέρα από τους φοιτητές, που ζούσαμε αυτοεξόριστοι στο Παρίσι λόγω χούντας κι εκτός από την κατάληψη του ελληνικού περιπτέρου της Πανεπιστημιούπολης στην οποία συμμετείχαμε, παίρναμε μέρος και στις φοιτητικές διαδηλώσεις που αγρίευαν όσο ο Μάης προχωρούσε, από το συλλογικό απωθημένο μας ενάντια στους δικούς μας Συνταγματάρχες.

Στη φωτογραφία αυτή, που πρώτη φορά τη βλέπω, εικονίζεται θαυμάσια το κλίμα εκείνων των ημερών. Πρώτα πρώτα τα μαντίλια στα πρόσωπα για την προστασία από τα δακρυγόνα των CRS. (Τα δικά μας ΜΑΤ με την ίδια ονομασία εδώ κι έναν αιώνα). Οι καλοντυμένοι φοιτητές, γόνοι οι περισσότεροι της αστικής και μεγαλοαστικής τάξης που αργότερα γίναν μάνατζερ επιχειρήσεων, διαφημιστές, κατέλαβαν τα ΜΜΕ, με λίγες εξαιρέσεις όπως του πρωτεργάτη του κινήματος 25 του Απρίλη (διότι του κάθε Μάη προηγείται ένας σκληρός Απρίλης) Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ και μερικών ακόμα. (Το ότι μήνα Μάη είναι ντυμένοι με ρούχα φθινοπωρινά δείχνει τη διαφορά μεταξύ Βορρά και Νότου)

Η απαραίτητη φωτιά εδώ μάλλον καίει σκουπίδια, αλλά ήταν παντού στα οδοφράγματα (καπνός φυσικός εναντίον χημικών καπνογόνων των Ειδικών Δυνάμεων της Αστυνομίας). Ωστόσο από την ασφαλτόστρωση του δρόμου εικάζω ότι η φωτογραφία δεν είναι από το Καρτιέ Λατέν, αλλά από διαμέρισμα του Παρισιού που ανήκει στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα. Στο Καρτιέ Λατέν πλειοψηφούσαν οι πέτρινοι κύβοι (τα θρυλικά παβέ) στα οδοστρώματα που οι διαδηλωτές ξεκολλούσαν εύκολα για ν’ αμύνονται στις επιθέσεις των CRS όταν ξέμεναν από αυτοσχέδιες Μολότοφ. (Γι’ αυτό και προέκυψε τον Ιούνιο – Ιούλιο το ειρωνικό εν πολλοίς σύνθημα, όταν οι φοιτητές φεύγαν για τις καλοκαιρινές διακοπές τους: «Sous les pavés, la plage» –Κάτω από τα παβέ, η αμμουδιά)

Ωστόσο εκείνο που δίνει καλύτερα από καθετί άλλο το πραγματικό κλίμα του Μάη του ’68 είναι η κεντρική μορφή της φωτογραφίας: ο ντυμένος σεΐχης τυμπανιστής. Γιατί ο Μάης του Παρισιού ήταν και αναίμακτη εξέγερση, όμως και γιορτή. Οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους σαν να βγαίναν από πολύχρονη απομόνωση και παντού, σε κάθε γωνιά και σταυροδρόμι μιλούσαν μεταξύ τους. Συζητούσαν παθιασμένα, λες και είχαν στερηθεί αυτό το προνόμιο για χρόνια εξαιτίας κάποιας επιδημίας που τους είχε κλείσει στο καβούκι τους.

Θυμάμαι τον Dionyse Mascolo, υπεύθυνο της ξένης λογοτεχνίας στις εκδόσεις Gallimard και συγγραφέα του πρώτου γαλλικού μυθιστορήματος που αμφισβητούσε τον ορθόδοξο κομμουνισμό με τον τίτλο «Les communistes» –αιτία της άμεσης διαγραφής του από το Κόμμα –με ένα φουλάρι κόκκινο, χωρίς γραβάτα, αυτός που πάντα με υποδεχόταν στο γραφείο του τυπικά, λιγόλογος και ολίγον στρυφνός, να κουβεντιάζει με αγνώστους στη γωνία Σεν Ζερμέν και Μποναπάρτ με τέτοιο ασυγκράτητο πάθος, λες και η κατάσταση τού θύμιζε Οχτώβρη του 1917 στην Αγία Πετρούπολη.

Και η πάντα σιωπηλή και αινιγματική σύντροφός του, η Marguerite Duras, κι αυτή τώρα κάτω από το σπίτι της, μπροστά στο αδιέξοδο στενάκι L’impasse de deux anges (Αδιέξοδο των δύο αγγέλων) να έχει στήσει μεγάλη συζήτηση με τους γείτονες με τους οποίους ποτέ δεν μιλούσε –το ήξερα γιατί με φιλοξενούσε σε ένα μικρό διπλανό διαμέρισμα του γιου της, που έλειπε εκείνη την εποχή στη μακρινή Ινδία –τώρα να μιλά ξαναμμένη σαν να είχε μεταμορφωθεί σε άλλον άνθρωπο.

Από το διαμερισματάκι της αυτό όπου έμενα, στον τέταρτο όροφο, έβλεπα ωστόσο κάτι που πολύ με παραξένευε και δεν μπορούσα να το ερμηνεύσω: ναι μεν οι συγκάτοικοι βγαίναν στα παράθυρα και ρίχναν βρεμένες πετσέτες και καθαρά σεντόνια στους διαδηλωτές για να προστατευθούν απ’ τα δακρυγόνα της Αστυνομίας, ωστόσο ενώ οι «φλίκοι» (μπάτσοι) με τις ασπίδες τους και με τα κλομπ τους μπλοκάριζαν τις τρεις εξόδους της διασταύρωσης των στενών δρόμων rue Jacob και rue de Seine άφηναν αφύλακτη την τέταρτη έξοδο για όποιον διαδηλωτή ήθελε να το σκάσει.

Αυτό δεν καταλάβαινα. Δηλαδή το αιτούμενο δεν ήταν η σύλληψή τους; Κι αν όχι, τότε πώς…; Τα μάθαμε πολλά χρόνια αργότερα από τα απομνημονεύματα του ύπατου αρμοστή για την Τάξη και την Ασφάλεια της γαλλικής πρωτεύουσας: είχε σαφείς εντολές «από ψηλά» (δηλαδή από τον ίδιο τον πανύψηλο Ντε Γκολ και τον υπουργό του Πολιτισμού Αντρέ Μαλρό) να μη φερθεί βάναυσα στους εξεγερμένους νεαρούς και νεαρές, εφόσον το ΚΚΓ με τα συνδικάτα του απείχε. Και όπως ο ίδιος ο Ντε Γκολ είχε πει για τον μαοϊκό τότε Ζαν-Πολ Σαρτρ, όταν ανεβασμένος σ’ ένα βαρέλι έξω από τα εργοστάσια της Ρενό προσπαθούσε με το χωνί να ξεσηκώσει τους εργάτες: «Δεν συλλαμβάνεις ποτέ τον Βολταίρο». Το ίδιο σαν να έλεγε στον ύπατο αρμοστή: Δεν συλλαμβάνεις ποτέ στη νεαρή τους ηλικία την αυριανή ηγεσία της χώρας. Οπερ έδει δείξαι.