«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα». Αυτός ο τρομερός δεκαπεντασύλλαβος είναι ο πρώτος στίχος από τον πρόλογο στη «Φλογέρα του βασιλιά» του Κωστή Παλαμά πριν από περίπου 120 χρόνια.

Η Ελλάδα είχε άλλη μία φορά ταπεινωθεί, είχε ξεπουλήσει εξαιτίας των αμαρτιών της πολιτικής της ηγεσίας όλα τα τιμαλφή της. Ηταν ο επονείδιστος «ρομαντικός» πόλεμος του 1897, ο οποίος οδήγησε τον πνευματικό ηγέτη της νέας τότε γενιάς να διαπιστώσει πως τα καμίνια της δημιουργικότητας μέσα στη χώρα είχαν σβήσει. Είχε φιμωθεί, είχε αλλοτριωθεί, είχε συκοφαντηθεί και είχε απομειωθεί κάθε δημιουργικός οίστρος μέσα στην πολιτική χαβούζα των επιόρκων, των διαπλεκόμενων, των χρηματιζόμενων, των φανατικών, των εξαρτημένων από ξένα συμφέροντα πολιτικών τσοπαναραίων. Δεν έφτασε το κακό στην κορυφή ούτε ξαφνικά ούτε χωρίς προειδοποίηση.

Θυμίζω έτσι για να ξεκινήσουμε από τα αδιανόητα και θλιβερά. Ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης πήγαν φυλακή, ο Καραϊσκάκης χτυπήθηκε πισώπλατα από… αγνώστους, ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε, ο Μιλτιάδης Χουρμούζης πρώτος εθνικός θεατρικός μας συγγραφέας και βουλευτής δεν παίχτηκε ποτέ, έγιναν δολοφονικές απόπειρες εναντίον του έξω από τη Βουλή και υποχρεώθηκε για να σωθεί να ξαναγυρίσει στην τουρκοκρατούμενη γενέθλια γη του, στη νήσο Πρώτη στον Βόσπορο, ούτε πέθανε ήσυχος και ήρεμα.

Ο τολμηρός ρομαντικός εξεγερμένος αντιβαυαρός ποιητής Σούτσος φυλακίστηκε και ο σημαντικότατος ρέκτης δημοσιογράφος και σατιρικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Σοφοκλής Καρύδης ήταν φυλακισμένος τα μισά χρόνια της ζωής του.

Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής ήταν ο πρώτος προερχόμενος από την πνευματική ηγεσία και τον διπλωματικό κλάδο με διεθνή αναγνώριση που με το αριστούργημά του «Του Κουτρούλη ο γάμος» κάνει βαθιά χειρουργική τομή στην πολιτική διαπλοκή, στον τρόπο που συγκροτήθηκε η πολιτική άρχουσα τάξη και τα κοινοβουλευτικά στελέχη στον τόπο και η άμεση εξάρτησή τους από τον ξένο παράγοντα.

Από τον «Χάση» του Γουζέλη (1795 – Ζάκυνθος), τον «Βασιλικό» του Μάτεσι (1830 – Ζάκυνθος) περνώντας από ενδεικτικούς τίτλους («Ο Τυχοδιώκτης», «Ο Χαρτοπαίκτης», «Η Κόρη του Παντοπώλου», «Ο Φιάκας», «Ο υποψήφιος Βουλευτής» έως τον έξοχο «Γενικό Γραμματέα» του Καπετανάκη) το θέατρο στον τόπο μας αφιερώθηκε κατά γράμμα σε δύο διάσημες δραματουργικές εντολές: «Το θέατρο είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας» (Σαίξπηρ) και «Μη σπάζεις τον καθρέπτη, βάλε τα με τα μούτρα σου» (Γκόγκολ).

Μένω στην προσφορά του θεάτρου στην τραυματική ελληνική μας παθογένεια, γιατί αυτή μελετώ. Αλλοι πλέον κατάλληλοι από μένα θα μιλήσουν αν αφεθούν για τη λογοτεχνία, τον επιστημονικό λόγο και τον δοκιμιακό, την κοινωνιολογική προσέγγιση την ιστορική ανάλυση φαινομένων που οδήγησαν τον Παλαμά να εκτοξεύσει τον τρομερό του στίχο.

Από αυτόν τον στίχο και ως αντίδραση ήρθε και ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου», που εκτός από την τρομερή κραυγή «γιούχα και πάλι γιούχα των πατρίδων» οραματίστηκε και την ανάδυση ενός λαού από τον πάτο στου κακού τη σκάλα στον ορίζοντα ενός νέου κράτους με νέα ή πρωτινά φτερά. Ο νεότερος προφήτης ποιητής ερχόταν να προσθέσει τη δική του ποιητική συνείδηση στον γενάρχη ποιητή, τον Σολωμό που στην απελπισία του: «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε / πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε», αντιπαρέθετε την προφητεία «Από βυθό σ’ άλλο βυθό οπού δεν ήταν άλλος και κείθε βγήκε ανίκητος». Ολοι διαψεύστηκαν, απαξιώθηκαν και ο Σολωμός και ο Παλαμάς και ο Βάρναλης των «Μοιραίων» και ο Σικελιανός του «Πάσχα των Ελλήνων» και ο Σεφέρης του «Καταστρώματος Β» και ο Ελύτης του «Αξιον εστί».

Μήπως δεν διαψεύστηκε ο Αισχύλος των «Περσών»; Και εκείνος, μετά τις νίκες κατά βαρβάρων (Σαλαμίνα, Μαραθώνας), δεν είχε προειδοποιήσει τους Αθηναίους να μην αλαζονεύονται όπως ο Ξέρξης, να μη γίνουν τύραννοι λαών, να μην καβαλήσουν το καλάμι της έπαρσης, της ύβρεως, της αλαζονείας; Ποιος άκουσε τη φωνή του Εγγονόπουλου μέσα στην Κατοχή που έπαιρνε τη φωνή του «Μπολιβάρ» για να μιλήσει για την πατρίδα;

Και ποιος άκουσε το «Μιλώ» του Αναγνωστάκη, και την εποχή που το έγραψε και όταν πήρε τα φτερά της μουσικής του Θεοδωράκη; Ποιος άκουσε τον αστό Σεφέρη γυρνώντας από την τραυματική θητεία του στις «δημόσιες αμαρτίες» των σαλτιμπάγκων της εξουσίας που ελεεινολογούσε όσους έρχονταν στην Ελλάδα, η οποία αντιστάθηκε στον κατακτητή, αποφασισμένοι «να καρπωθούν το αίμα των άλλων»!

Το μεταπολεμικό μας θέατρο συνέχισε να γράφεται στο ανατομικό τραπέζι. Να εγχειρίζει κοινωνικά ελκώματα, καρκινώματα, μολυσμένα μέλη, υπερτροφίες, όγκους και παραμορφώσεις. Από τον «Φον Δημητράκη» του Ψαθά, έως το «Ζητείται ψεύτης» του ίδιου, τον «Θανασάκη τον πολιτευόμενο» και τον «Ηρωα με τις παντόφλες» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, στον «Τοπικό Παράγοντα» του Καγιά και σε συνέχεια τη μεγάλη εσοδεία του Ιάκωβου Καμπανέλλη και των διαδόχων του: Ζιώγας, Μάτεσις, Σκούρτης, Μουρσελάς, Καρράς, Χασάπογλου, Διαλεγμένος, Κεχαΐδης, Αναγνωστάκης, Στάικος, Μανιώτης, Ποντίκας, Λιδωρίκης, Χρυσούλης, Σεβαστάκης, Αρμένης, Λιλή Ζωγράφου, Λαζαρίδης, Κορρές, Χαριτόπουλος, Παπαχρήστου, Ευθυμιάδης, Ασημακόπουλος, Παλαμάς, Πρετεντέρης, Τσιφόρος – Βασιλειάδης, Γ. Ρούσσος, Κατσικονούρης, Μέντης, Μποστ, Δήμου, Χριστοφυλάκης, Σερέφας, Ζαρόκωστα, Βιτάλη.

Δεν εξαντλώ τον κατάλογο. Γράφω αυτή τη γενναία συγκομιδή για να την πετάξω κατάμουτρα ιδιαίτερα των μουσικών μας θεάτρων που δεν έχουν ούτε έναν, από τριάντα σύγχρονους συγγραφείς που ζουν ανάμεσά μας, συμπεριλάβει στο δραματολόγιό τους. Από διασκευές πεζογράφων άλλο τίποτε!

Το Εθνικό Θέατρο όμως της Αγγλίας πρωτοπαρουσίασε τη Σάρα Κέιν όταν ήταν μόλις 23 χρόνων!

Αλλά τι κάθομαι και λέω. Πριν από περίπου 25 ημέρες έγιναν εκλογές. Πάνω από 60 δίωρα τηλεοπτικά πάνελ ποικίλης κομματικής προέλευσης μεταδόθηκαν. Και βέβαια δύο επίσημα πάνελ των πολιτικών αρχηγών: προκηρύσσω βραβείο αν έστω και ένας μπορεί να προσκομίσει τεκμήριο ότι σε μία, έστω ΜΙΑ, εκπομπή ακούστηκε η λέξη (μόνο η λέξη) ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ακόμα και από τον προηγούμενο, όταν μετείχε, υπουργό Πολιτισμού. Κατά τα άλλα: «Ο πολιτισμός είναι η μεγάλη μας βιομηχανία»!