Πώς αρχίζει συνήθως ένα σημείωμα για το «μυθιστόρημα της εποχής μας»; Με αριθμούς που αποδεικνύουν πόσο δημοφιλής είναι ο συγγραφέας, αφήγηση στον υπερθετικό βαθμό και μια αίσθηση ότι οι περισσότεροι γνωρίζουν αυτό για το οποίο γράφουν οι λίγοι. Με αυστηρά στατιστικούς όρους, ο «Αγώνας» του Νορβηγού Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ δεν εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία. Μόνο στην πατρίδα του έχει χτυπήσει χρυσές πωλήσεις: περίπου 500.000 αντίτυπα σε έναν πληθυσμό 5 εκατομμυρίων. Είναι όντως μια κατάκτηση, αν σκεφθεί κανείς ότι τα έξι βιβλία από τα οποία αποτελείται η σειρά (εκ των οποίων τέσσερα έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και το πρώτο κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στα ελληνικά από τον Καστανιώτη) αριθμούν συνολικά 3.600 σελίδες. Οι συμπατριώτες του προφανώς εκτίμησαν το γεγονός ότι πρωταγωνιστής είναι ένας οικογενειάρχης της διπλανής πόρτας που προσπαθεί να βρει τον βηματισμό του μεταξύ της γυναικείας απελευθέρωσης και του «βασίλειου των παιδιών». Ή το γεγονός ότι παρουσιάζει προς τον έξω κόσμο ένα κράτος-υπόδειγμα για τη λοιπή Ευρώπη, το οποίο μόλις πριν από πέντε δεκαετίες θα έδινε υλικό μόνο για ιστορίες ψαράδων και ναυπηγών.

Ωστόσο τα όρια της Νορβηγίας δεν είναι και τα όρια του κόσμου. Στις ΗΠΑ οι τρεις πρώτοι τίτλοι πούλησαν μετά βίας 40.000 (μαζί και τα e-books), ενώ στην Αγγλία 22.000, όπως σημειώνει ο συγγραφέας και λογοτεχνικός κριτικός Τιμ Παρκς στο «New York Review of Books». Τότε προς τι όλος αυτός ο ντόρος; Γιατί οι «New York Times» παρήγγειλαν στον Κνάουσγκορντ ένα οδοιπορικό στη Βόρεια Αμερική και ένα δεύτερο ειδικά για το Ντιτρόιτ, που αν τα εκτυπώσει κανείς χρειάζεται καμιά πενηνταριά σελίδες Α4; Γιατί ο «New Yorker» έσπευσε να μεταφράσει από τα νορβηγικά το ψυχογράφημα – ποταμό του Κνάουσγκορντ για τον δολοφόνο της Ουτόγια Αντερς Μπρέιβικ; Και γιατί η Ζέιντι Σμιθ, ο Τζέφρι Ευγενίδης και ο Τζόναθαν Λέθεμ, εκπρόσωποι της νέας αγγλοσαξονικής σκηνής, πετάνε τη σκούφια τους για να γράψουν ή να συναντήσουν τον νορβηγό τους φίλο;

Βρισκόμαστε ήδη αντιμέτωποι με τη νέα λογοτεχνική μανία, έγραψε πρόσφατα και ο Χάρι Κούνζρου στην «Guardian». Μια μανία που δεν έχει προφανώς μόνο φίλους. «Είναι ένα σύμπαν επιφανειακό. Οσοι δίνουν τον θρόνο στον Κνάουσγκορντ είναι σαν να δίνουν ύπαρξη σε μια κάμερα» έγραψε ο κριτικός Γουίλιαμ Ντερεσίεβιτς στο αμερικανικό περιοδικό «Nation» υπονοώντας ότι η περιγραφή της καθημερινότητας ενός συγγραφέα –έστω και χαρισματικού –δεν συνιστά δελεαστικό λογοτεχνικό προϊόν. Θα αρκούσε ίσως να επικαλεσθεί τη λίστα των μπεστ σέλερ του Amazon, όπου ο πρώτος τόμος –«A death in the family» –έρχεται 480ός.

Κι όμως, ο αντίκτυπος που έχει δημιουργήσει αυτό το φαινομενικά αδιάβαστο βιβλίο μπορεί να συγκριθεί με τη μανία που είχε δημιουργηθεί προ ετών με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο ή, ακόμη παλιότερα, τον (επίσης Νορβηγό) Γιοστέιν Γκάαρντερ («Ο κόσμος της Σοφίας») και –γιατί όχι; –τον Ουμπέρτο Εκο («Το όνομα του ρόδου»).

Η σύγκριση

με τον Προυστ

Η λέξη-κλειδί σε όλες τις αναλύσεις και τα κριτικά σημειώματα είναι ένας άλλος συγγραφέας, η φήμη του οποίου ξεπερνά όλους τους προαναφερθέντες. Η σύγκριση με τον Προυστ ήταν αναμενόμενη από τη στιγμή που ο Κνάουσγκορντ επέλεξε να γράψει το μυθιστόρημα της ζωής του επιλέγοντας ήρωες από το οικογενειακό, συγγενικό και φιλικό περιβάλλον (χωρίς να αποφύγει μέχρι και μηνύσεις, όπως εκείνη του θείου του). Είναι μια σύγκριση που ισχύει και την ίδια στιγμή αυτοακυρώνεται. Ο Κνάουσγκορντ δεν είναι Προυστ, αλλά οι ήρωές του είναι εμποτισμένοι από τη συνείδηση του 21ου αιώνα, όπως οι ήρωες του Γάλλου μεταφέρουν τη συνείδηση των αρχών του 20ού.

Μία από τις πρώτες λογοτεχνικές αναφορές του Νορβηγού, έτσι κι αλλιώς, στην εκκίνηση του εγχειρήματός του είναι ο συγγραφέας του «Χαμένου Χρόνου». Η μνήμη τον απασχολεί όσο και η ντροπή –από τα κυρίαρχα συναισθήματα που επανέρχονται ως Leitmotiv μέσα στους τρεις πρώτους τόμους. Αλλά η μαντλέν του Νορβηγού που ξυπνάει τις αναμνήσεις δεν έχει τίποτε από τον γαλλικό ρομαντισμό. Σε ένα από τα επεισόδια που περιγράφει –τον καθαρισμό του δωματίου από τις ακαθαρσίες του πατέρα του –είναι η χλωρίνη: «Η μυρωδιά της χλωρίνης και η όψη του μπλε μπουκαλιού οδήγησαν τη σκέψη μου πίσω στη δεκαετία του ’70, και συγκεκριμένα στο ντουλάπι κάτω απ’ το νεροχύτη στην κουζίνα, όπου βάζαμε τα καθαριστικά».

Μια δεύτερη

ευκαιρία στο προφανές

Το θραύσμα ως ψηφίδα της μεγάλης εικόνας. Το εφήμερο δίπλα στο ποιητικό. Στις σελίδες του Κνάουσγκορντ η φροντίδα των τριών παιδιών του (η αλλαγή πάνας, αν προτιμάτε) εναλλάσσεται με τις σκέψεις για τον Ντοστογέφσκι: «Στους «Αδελφούς Καραμάζοφ» ξαναβρήκα το φως. Αλλά δεν ήταν το καθαρό, δυνατό και λαμπερό φως του Χέλντερλιν. Στον Ντοστογέφσκι δεν υπάρχουν ύψη, βουνά και θεία προοπτική». Το ξόδεμα με τις ώρες μέσα στα σκανδιναβικά βιβλιοπωλεία δίνει τη θέση του σε ένα παιδικό πάρτι. Και η μεταφορά αλκοολούχων ποτών στο σπίτι του φίλου του την παραμονή της Πρωτοχρονιάς δικαιούται περίπου 70 σελίδες.

Ο Κνάουσγκορντ είναι ένας καθημερινός άνθρωπος (everyman) του ευρωπαϊκού Βορρά και, συγχρόνως, ένας ξεχωριστός συγγραφέας. Που αφηγείται μια προσωπική οδύσσεια για το πώς ένας καθημερινός άνθρωπος πασχίζει να γίνει ένας ξεχωριστός συγγραφέας (τα τηλεφωνήματα με τον ατζέντη του, οι συνεντεύξεις με δημοσιογράφους, οι κριτικές και οι προθεσμίες καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος στη σάγκα). Η μπαναλιτέ είναι τόσο ακραία μέσα στο έργο του που παράγει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: δελεάζει τον αναγνώστη να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στο προφανές. Ναι, ο συγγραφέας «πεινάει σαν λύκος» –κι αυτό είναι κλισέ -, τα δέντρα υψώνονται σε απολύτως στυλιζαρισμένες εικόνες, ένας διάλογος δεν προσφέρει τίποτε άλλο εκτός από αφόρητο ρεαλισμό, αλλά κάποτε η λογοτεχνική έκπληξη σκάει σαν πυροτέχνημα.

Οσο και αν τα φαινόμενα περί απομνημονευμάτων απατούν, το βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα. Από τις φιλίες του ο συγγραφέας οφείλει να επιλέξει ορισμένες. Το ίδιο και με τις ημέρες που πέρασαν μέσα στην κατάθλιψη, την ανία, τον ενθουσιασμό. Το ίδιο με τους έρωτες, το σεξ και τα δείπνα 40 ετών (η ηλικία του το 2009, οπότε σταμάτησε η συγγραφή του έκτου τόμου στα νορβηγικά). Ο Κνάουσγκορντ δεν παύει να επιμελείται –με την έννοια ενός curator –τα επεισόδια της ζωής του. Γι’ αυτήν ακόμη και έξι τόμοι είναι σαν κόκκος άμμου μέσα σε παλιοκαιρισμένο καλοκαιρινό βιβλίο.

Παρά το μέγεθος, τον πυκνό χρόνο μέσα στον οποίο συμπυκνώνεται μια ζωή και τα στερεότυπα η σειρά απαιτεί από τον αναγνώστη ό,τι και τα μυθιστορήματα που έχουν προηγηθεί: να χάσει λίγο ακόμη από τον δικό του χρόνο για να κερδίσει την αφήγηση ενός άλλου. Η ποιητικότητα, το να ανακαλύπτει δηλαδή κανείς κάτι πρωτόγνωρο, είναι εγγυημένη. Ο,τι ξεκινάει με την περιγραφή ενός πτώματος και τη σχέση τού συγγραφέα με τον πατέρα του συνεχίζεται –στον δεύτερο τόμο –με οικογενειακές στιγμές και το μεγάλο ζήτημα της έκφρασης στην τέχνη. Φανταστείτε το σκηνικό: στην πρώτη σελίδα της σειράς «πρωταγωνιστούν» τα βακτήρια που επιτίθενται σε έναν νεκρό οργανισμό. Στη σελίδα 115 του αμετάφραστου ακόμη δεύτερου τόμου –«A man in love» –ο Κνάουσγκορντ επικαλείται τον εμβληματικό Πάουλ Τσέλαν: «Η μυστηριώδης γλώσσα του που θυμίζει κώδικα δεν είναι καθόλου απροσπέλαστη ή «κλειστή». Ακριβώς το αντίθετο… Οι λέξεις του Πάουλ Τσέλαν δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν με λέξεις. Αυτό που κατέχουν δεν μπορεί να μετασχηματιστεί. Η λέξη υπάρχει μόνο εκεί –και σε κάθε έναν που την εσωτερικεύει».

Η μνήμη είναι

ο μεγαλύτερος αντίπαλος

Στη σελίδα 10, τέλος, του τρίτου τόμου, όπου ο συγγραφέας επιστρέφει στη νεανική του ηλικία, επανέρχεται στον μεγαλύτερο «αντίπαλό» του: «Η μνήμη δεν είναι αξιόπιστο μέγεθος μέσα στη ζωή. Και δεν είναι εξαιτίας του απλού γεγονότος ότι δεν βάζει ποτέ ως προτεραιότητά της την αλήθεια. Δεν είναι ποτέ η αναζήτηση της αλήθειας που καθορίζει εάν η μνήμη θα επαναφέρει ένα γεγονός με ακρίβεια ή όχι. Η αιτία είναι το προσωπικό συμφέρον. Η μνήμη είναι ύπουλη και χρησιμοποιεί τεχνάσματα, αλλά όχι με τρόπο επιθετικό ή μοχθηρό. Το αντίθετο: κάνει ό,τι μπορεί για να κρατά τον κάτοχό της ικανοποιημένο». Και όμως, ύστερα από 3.600 σελίδες, η μνήμη καταλήγει μυθική ενώ τα γεγονότα που αφηγείται ο συγγραφέας μοιάζουν «πραγματικά». Η ανάκληση του χαμένου χρόνου, όπως είχε αποδείξει ο ιδιοφυής Γάλλος, είναι μια πράξη αυτοθεραπείας. Η πραγματική ζωή βρίσκεται εκτός κειμένου και υπόσχεται, όπως πολλές φορές δείχνει ο ευφυής Νορβηγός, τον αυτοτραυματισμό.

Κarl Ove Knausgaard

Ενας θάνατος στην οικογένεια

(Ο αγώνας μου – Βιβλίο πρώτο)

Mτφ. Σωτήρης Σουλιώτης,

Eκδ. Καστανιώτη, Σελ. 544.

Τιμή: 19,17 ευρώ