Τις προθέσεις της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που εκσυγχρονίζουν τη Δημόσια Διοίκηση και δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος αμφισβητούν οι δανειστές, με αιχμή του δόρατος την «αντιμεταρρύθμιση» Μπαλτά στα πανεπιστήμια.

Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για την παιδεία έχουν ήδη βρεθεί στο ραντάρ των θεσμών που συζητούν παρασκηνιακά το ενδεχόμενο να θέσουν ακόμη και θέμα παγώματος των σχετικών νόμων.

«Πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση να διακηρύττει ότι κομίζει το νέο και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε τομές και σε μεταρρυθμίσεις και την ίδια ώρα να ψηφίζει νόμους που φέρνουν την εκπαίδευση πίσω στη δεκαετία του ’80, καταργώντας τα Συμβούλια Διοίκησης των πανεπιστημίων και βάζοντας τους φοιτητές να επιλέγουν τους πρυτάνεις;».

Την απορία για το δεύτερο σκέλος του νόμου Μπαλτά που αφορά τα πανεπιστήμια (και φαίνεται ότι θα τεθεί σε διαβούλευση στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής την ερχόμενη εβδομάδα) εξέφραζε πηγή που βρίσκεται κοντά στις συνομιλίες της κυβέρνησης με τους δανειστές. Είναι ενδεικτική τού πόσο ζυγίζονται οι πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης να προχωρήσει σε σειρά μεταρρυθμίσεων.

Υπό αυτό το πρίσμα, εκπρόσωποι των θεσμών ερμηνεύουν το σχέδιο Μπαλτά για τα πανεπιστήμια ως κακό οιωνό από την πλευρά της κυβέρνησης. Το θέμα του νόμου ήδη έχει συζητηθεί παρασκηνιακά μεταξύ των τριών θεσμών, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ σκέφτονται να ζητήσουν ακόμη και πάγωμα ή κατάργηση του νόμου.
Τι σχέση έχουν όμως οι θεσμοί με τον νόμο Μπαλτά, δεδομένου ότι ο νόμος-πλαίσιο (4009/11) για τα πανεπιστήμια που ψηφίστηκε το 2011 δεν ήταν καν μνημονιακή υποχρέωση; Το επιχείρημα από την πλευρά των δανειστών είναι ότι οι ρυθμίσεις Μπαλτά, εκτός από ενδεικτικές των κυβερνητικών προθέσεων, υπάγονται στον τομέα των μεταρρυθμίσεων στη Δημόσια Διοίκηση που προβλέπονται από τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Μάλιστα σε ό,τι αφορά την πλευρά της ΕΚΤ, το θέμα της εκπαίδευσης συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη και δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη του.
Η δυσφορία που έχει προκαλέσει ο νόμος Μπαλτά θυμίζει τη δυσαρέσκεια που είχε προκαλέσει το περασμένο καλοκαίρι η «παραίτηση» του Χάρη Θεοχάρη από τη θέση του γενικού γραμματέα Δημοσίων Εσόδων. Τότε η τρόικα αλλά και το Βερολίνο είχαν εκλάβει τον επί της ουσίας εξαναγκασμό του Θεοχάρη σε παραίτηση ως ένδειξη ότι η κυβέρνηση Σαμαρά δεν είχε ποτέ ειλικρινή πρόθεση λειτουργίας της ανεξάρτητης φορολογικής Αρχής.

Δεν είναι τυχαίο που, σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση των συζητήσεων των θεσμών, οι δανειστές προβληματίζονται και για το πώς θα λειτουργήσει στην πράξη η διακήρυξη για πλήρη ανεξαρτητοποίηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και της υπαγωγής του ΣΔΟΕ σε αυτήν, εξέλιξη που θα μετατρέψει τη ΓΓΔΕ σε «υπερ-Αρχή». Συγκεκριμένα, οι θεσμοί φέρεται να μην έχουν ικανοποιηθεί από τις απαντήσεις που έχουν λάβει για το ποιοι και πώς θα στελεχώσουν τη νέα Αρχή και αν θα προέρχονται από τον δημόσιο τομέα.

ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι στα δημοσιονομικά οι συζητήσεις είναι περίπατος. Κάθε άλλο. Πηγές που βρίσκονται κοντά στις συνομιλίες με τους θεσμούς έλεγαν ότι ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς για τη συμφωνία σε μια σειρά θεμάτων, όπως η αύξηση του ΦΠΑ. Κι αυτό διότι οι δανειστές επιμένουν σε χαμηλό συντελεστή 10% και σε υψηλό 23%, την ώρα που εκφράζουν ευρύτερο προβληματισμό για τη μαύρη τρύπα στα δημοσιονομικά και πώς αυτή θα καλυφθεί.
Τούτων δοθέντων, οι γνώστες των συζητήσεων δεν περιμένουν να δοθεί πολιτική λύση στο ελληνικό ζήτημα στη Ρίγα. Αντιθέτως, προετοιμάζονται για πολυήμερες συζητήσεις στο Brussels Group. Οπως το έθετε αρμόδια πηγή, «έχουμε ακόμη χρόνο μέχρι τις αρχές Ιουνίου, εκτός αν αποφασιστεί νωρίτερα μια πρόταση take it or leave it προς την κυβέρνηση».

Τότε η Αθήνα ξεμένει από τις εφεδρείες ρευστότητας, ενώ θα εκκρεμεί ακόμη μια δόση (ύψους 350 εκατομμυρίων ευρώ) προς το ΔΝΤ. Η ίδια πηγή έλεγε ότι «δεν γίνεται η Ελλάδα να χρεοκοπήσει και οι δανειστές να μην πάρουν τα χρήματά τους». Δηλαδή, είτε έτσι είτε αλλιώς, πηγαίνουμε σε συμφωνία.