Δύο στολές της προεδρικής φρουράς, χαρακτηρίστηκαν μνημεία από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.

Τα προς χαρακτηρισμό αντικείμενα φυλάσσονται σε προθήκη στο γραφείο του διοικητή της προεδρικής φρουράς. Πρόκειται για τις δύο παλαιότερες ευζωνικές στολές της προεδρικής φρουράς. Η μία ανήκει στον τύπο του εύζωνα αξιωματικού και χρονολογείται στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και η δεύτερη αντιπροσωπεύει τον επίσημο τύπο του εύζωνα οπλίτη, χρονολογούμενη στις αρχές της δεκαετίας του ’60.

Οι στολές της προεδρικής φρουράς είναι μέχρι σήμερα εξ ολοκλήρου χειροποίητες, ακολουθώντας ιδιαίτερες και σπάνιες πλέον τεχνικές, όπως αυτή της κατασκευής στριφτών μεταξωτών κορδονιών διαφόρων διαστάσεων. Βάση για το σχεδιασμό της στολής αποτελεί η φουστανέλα.

Στη στολή του αξιωματικού συμπληρώνεται από ζώνη, χρυσοκέντητη φέρμελη (γιλέκο), κόκκινα στιβάλια και φάριο (καπέλο), το κόκκινο χρώμα του οποίου συμβολίζει το αίμα και τις θυσίες των Ελλήνων στον αγώνα για την ελευθερία, ενώ το μαύρο χρώμα της φούντας του το πένθος για τα χρόνια της οθωμανικής σκλαβιάς. Επίσης, η στολή περιλαμβάνει εσωτερικά ενδύματα (λευκό χασεδένιο φαρδομάνικο υποδήτη-πουκάμισο, μακριά κόκκινη περισκελίδα που στερεώνεται με μπλε χρώματος κνημιοδέτες). Τέλος, βασικό διακριτικό στοιχείο του εύζωνα αξιωματικού είναι η επάργυρη σπάθα του 1821.

Η επίσημη στολή του εύζωνα οπλίτη ως προς τη δομή είναι ίδια με τη στολή του Εύζωνα αξιωματικού, αλλά η πρώτη διαφοροποιείται μορφολογικά ως προς τα υλικά και τα διακοσμητικά μοτίβα.

Οι δύο στολές χαρακτηρίστηκαν ομόφωνα μνημεία καθώς θεωρήθηκε ότι αποτελούν τεκμήρια της νεώτερης ιστορίας της Ελλάδας και η μέθοδος της κατασκευής τους διαφυλάσσει παραδοσιακές τεχνογνωσίες ραπτικής, κεντητικής και υποδηματοποιίας.