Στόχος της τέχνης, κατ’ αυτόν, είναι να ξαφνιάζει το κοινό. Και αρκετές φορές στο παρελθόν ο Στάθης Λιβαθινός έχει δηλώσει πως είναι και δικός του, προσωπικός στόχος αυτό το ξάφνιασμα. «Δεν θέλω να επαναλαμβάνεται η δουλειά μου. Ψάχνω πάντα έναν καινούργιο κώδικα, έναν καινούργιο τρόπο. Είναι η μόνη πολυτέλεια που μπορεί να έχει κανείς σε αυτή τη δουλειά» εξηγεί ο σκηνοθέτης, απολαμβάνοντας τον ήλιο στο αίθριο του Μεγάρου Μουσικής, όπου κουβεντιάζουμε για την πιο πρόσφατη δουλειά του, τον «Γάμο του Φίγκαρο».

Λίγες μόλις ώρες μετά την ανακοίνωση ότι οι θεατρικές του παραγωγές –όπως και της συνεργάτιδάς του Γιολάντας Μαρκοπούλου –θα φιλοξενούνται για τα επόμενα χρόνια στο θέατρο Βασιλάκου. «Θέλω αυτό που κάνω να έχει κάθε φορά μια μοναδικότητα. Με αφορά να αιφνιδιάζω το κοινό γιατί πρώτα απ’ όλα θέλω να αιφνιδιάζω εμένα».

Πώς θα καταφέρετε να μας ξαφνιάσετε με την κωμωδία του Μπομαρσέ;

Πιστεύω ότι το χιούμορ γιατρεύει τις πληγές. Με αυτό το έργο λοιπόν ήθελα να γιατρέψουμε το κλάμα και το δάκρυ που υπάρχει γύρω μας με σύμμαχο το χιούμορ. Μετά την «Ιλιάδα» αυτό που θα δει ο θεατής είναι κάτι πολύ διαφορετικό, αγνώριστο, θα είναι ένας ζωντανός αυτοσχεδιασμός των ηρώων –όχι μόνο των ηθοποιών –στο πλαίσιο μιας ημέρας. Είναι αυτό που θα λέγαμε «αυτοσχεδιάστε γιατί χανόμαστε», παραφράζοντας την Πίνα Μπάους.

Η επιτυχία, εκτός από τα ξάφνιασμα, φαντάζομαι ότι δεν λείπει από τα στοιχήματά σας.

Αν εννοείτε την εμπορική επιτυχία, σαφώς και δεν λείπει. Ο «Γάμος του Φίγκαρο» άλλωστε είναι μια συμπαραγωγή με το Μέγαρο σε εποχή δύσκολη για πρίγκιπες.

Σας απασχολεί ο χώρος που κάθε φορά θα παρουσιάσετε τη δουλειά σας;

Πολύ. Και αυτό επειδή ο χώρος είναι ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης, είναι ύφος, είναι ατμόσφαιρα.

Κάθε χώρος βέβαια έχει και το κοινό του. Ο,τι και αν αυτό συνεπάγεται.

Ο νέος με τα σκουλαρίκια και τα ξυράφια είναι το ίδιο σημαντικός με τον παππού που θα έρθει να δει μια δουλειά μας. Πάντα το κοινό που ερχόταν να δει παραστάσεις μας ήταν ένα κοινό ανάμεικτο που αγαπά το θέατρο. Εγώ σε αυτό το κοινό απευθύνομαι. Το ψαγμένο κοινό με αφορά τόσο όσο και η καθαρίστρια που θα μπει σκόπιμα στην αίθουσα επειδή γνωρίζει ότι αυτή την ώρα κάνουμε πρόβα.

Πώς ορίζετε το ψαγμένο κοινό;

Δεν έχω κουραστεί να το ορίζω επειδή το κοινό είναι ένα αίνιγμα. Από τη μια υπάρχει κοινό που θεωρούμε ψαγμένο αλλά είναι έτοιμο να χειροκροτήσει κάθε σαχλαμαρίτσα που έρχεται από το εξωτερικό και από την άλλη υπάρχει κοινό που αιφνιδιάζεται ευχάριστα και χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί χειροκροτεί αυθόρμητα. Πιστεύω ότι το κοινό είναι η αναγκαία ευλογία και κατάρα του θεάτρου. Και αυτό επειδή πότε είναι ένα πολυκέφαλο τέρας και πότε ένα αίνιγμα. Δεν μπορείς να μαντέψεις ποτέ τι θα του αρέσει. Γι’ αυτό δεν συνομιλώ με το κοινό, συνομιλώ πάντα με την εποχή μου.

Σε ποιο είδος θεάτρου πιστεύετε;

Πιστεύω στο θέατρο συνόλου. Γιατί αυτό δεν είναι το θέατρο που εξαφανίζει την προσωπικότητα του ηθοποιού για να υμνήσει τη φόρμα του σκηνοθέτη. Αυτό είναι το είδος του θεάτρου που εγώ πιστεύω. Χωρίς να είναι το μόνο σωστό. Μόνο έτσι νομίζω ότι ζει το θέατρο. Οι ιδέες άλλωστε τελειώνουν, όλα πια έχουν ειπωθεί. Αυτό που μένει είναι οι προσωπικότητες των ανθρώπων.

«Γάμος του Φίγκαρο», «Ιλιάδα», «Φόνισσα» και «Ερωτόκριτος» λίγο παλαιότερα. Το κλασικό είναι το μοντέρνο;

Το κλασικό ήταν πάντα μοντέρνο. Το μοντέρνο δεν ήταν κλασικό.

Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, λένε. Εσείς πιστεύετε πολύ σε αυτό το ρητό.

«Είναι αλήθεια. Υπάρχουν όμως πλέον και νεότεροι ηθοποιοί στην ομάδα που μοιράζονται τη σπουδή και τη δουλειά μας, μακριά από κάθε έννοια σέχτας και αίρεσης. Η μόνη μας αίρεση είναι η αγάπη μας προς το θέατρο. Από την άλλη, βέβαια, όσο αυτή η ομάδα ωριμάζει το τίμημα γίνεται όλο και ακριβότερο. Είναι πολύ εύκολο να έχεις μια ομάδα για δυο-τρία χρόνια. Εδώ όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με κάποιους γνωρίζομαι δέκα- δεκαπέντε χρόνια. Με τον Ημελλο, για παράδειγμα, γνωρίζομαι από το 1991. Αυτό δημιουργεί μια τεράστια απαίτηση. Είναι μια σχέση που συνεχώς πρέπει να ανανεώνεται, να εμπλουτίζεται, να συγκλονίζεται. Δεν είναι ευκολότερο ότι είμαστε τόσα χρόνια μαζί. Είναι δυσκολότερο.

Ποιες αρετές αγαπάτε στους συνεργάτες σας;

Δεν έχω ιδιαίτερες προτιμήσεις. Ξέρω όμως τι δεν μου αρέσει: η έλλειψη αυτοθυσίας, η έλλειψη χιούμορ, η έλλειψη πίστης. Μου είναι αδύνατον να τα συγχωρήσω, επειδή πολύ απλά δεν μπορώ να συνυπάρξω μαζί τους. Ολα τα υπόλοιπα είναι αποδεκτά με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.

Με τη Μόσχα έχετε ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς;

Πάντα έχω ανοιχτούς λογαριασμούς. Αγαπούσα τη ρωσική λογοτεχνία και το θέατρο από μικρός. Ποτέ όμως δεν περίμενα ότι θα βρεθώ στη Μόσχα την εποχή του κομμουνισμού. Εζησα έξι χρόνια, από το 1984 έως το 1990. Ηταν μια εποχή που είδα τη γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια μιας ολόκληρης χώρας. Θεωρώ τον εαυτό μου κερδισμένο. Είναι μια εποχή που θα ήθελα πολύ να γράψω γι’ αυτήν.

Υπάρχει κάτι που σας λείπει από εκείνη τη Ρωσία;

Μου λείπουν όσοι χάθηκαν μαζί με τη Ρωσία που άλλαξε. Μου λείπει η απλότητα, η γενναιοδωρία, η μεγαλοψυχία των ανθρώπων που γίνονταν ευτυχισμένοι επειδή τους χάριζες ένα πράσινο φύλλο.

Μετά την κουβέντα μας θα μπείτε στην πρόβα. Τι ώρα θα τελειώσετε;

Αργά. Δώδεκα, ίσως και μία το βράδυ. Εμείς είμαστε του θεατρικού ωαρίου. Οχι του ωραρίου.

INFO

«Ο γάμος του Φίγκαρο» σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη, τηλ. 210-7282.333) κάθε εβδομάδα, από Τετάρτη έως Κυριακή, μέχρι τον Απρίλιο. Πρεμιέρα το Σάββατο 7 Φεβρουαρίου στις 21.00. Εισιτήρια: 22 ευρώ, 18, 14 (φοιτητικό). Κάθε Πέμπτη, γενική είσοδος 14 ευρώ. Παίζουν: Λευτέρης Αγγελάκης, Αργυρώ Ανανιάδου, Δημήτρης Ημελλος, Νίκος Καρδώνης, Γεράσιμος Μιχελής, Διονύσης Μπουλάς, Γιάννης Παναγόπουλος, Μαρία Σαββίδου, Χρήστος Σουγάρης, Αμαλία Τσεκούρα, Γιώργος Τσιαντούλας, Αρης Τρουπάκης, Αντιγόνη Φρυδά.