Κοιτώ τη φωτογραφία. Ή μήπως αυτή με κοιτά; Τη ζωή τη διαβάζουμε ή μήπως μας διαβάζει αυτή; Πέντε άνδρες με βλέπουν. Από τη Γλυφάδα του 1925. Πίσω τους θάλασσα και γη. Απολεοδόμητη. Απολεοδόμητοι και αυτοί, τραχείς, αλύγιστοι σαν παρεξηγημένοι. Σαν κάποιος να τους έβρισε κάτι ιερό, να τους πρόσβαλε τον ανδρισμό τους. Στεγνοί με πρόσωπα όλο γωνίες, με μάτια πύρινα.

Μου θυμίζουν τις φωτογραφίες του πατέρα μου στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη. Είχε το ίδιο ύφος, την ίδια λερωμένη τιμή τις ημέρες των βασανιστηρίων όταν του κραύγαζαν «σου γαμώ τον Λένιν και τον Στάλιν σου, κομμούνι». Στις αφηγήσεις του μου έκανε εντύπωση ότι προσπερνούσε πάντα τα βασανιστήρια, σχεδόν δεν αναφερόταν σε αυτά. Τον ενοχλούσε όμως βαθιά μες στην ψυχή του ότι του «πείραζαν τον Λένιν» γιατί ο Βλαδίμηρος Ιλιτς Ουλιάνοφ ήταν ο Στάλκερ που τον οδήγησε έξω από την κανονική ζωή, στην παραμυθία της επανάστασης και στο μαρτύριο. Ηταν ο οδηγός του, ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο πατέρας του. Ο άλλος πατέρας του στην Κρήτη μόλις τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν του άλλαξε τον κλήρο. Τον άφησε έσχατο. Του έδωσε κάτι κατσάβραχα. Εξάλλου όλοι τον θεωρούσαν ήδη νεκρό, αυτός όμως γύρισε με ανήκεστο βλάβη της υγείας του χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Ηρθε στην Αθήνα, άνοιξε ραφτάδικο και άρχισε να ράβει φτερά στους ώμους πεπτωκότων αγγέλων. Εκεί, μες στην ασπρόμαυρη λιτανεία της εποχής γνώρισε τη μάνα μου. Ερχόταν κι αυτή με το δικό της μαρτυρολόγιο ανεξίτηλα γραμμένο στα τεφτέρια του Θεού. Θερμή επονίτισσα, κοριτσάκι πράμα, την έπιασαν οι τρομαγμένοι νικητές στην Πελοπόννησο. Μια εικονική εκτέλεση, ύστερα άλλη μία. Η καρδούλα της άντεξε. Τότε άνοιξαν ένα λάκκο, βαθύ όσο το ύψος της, την έθαψαν όρθια και τη σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Κι άρχισαν να παίζουν μπάλα με το κεφάλι της. Την έσωσε ένας λοκατζής που ήξερε τον πατέρα της: «Ρε σεις, τι κάνετε; Δικό μας είναι το παιδί» . Ετσι σώθηκε, ενενήντα ημέρες τυφλή. Και όταν έγιανε έφυγε από το Διαβολίτσι και ήρθε στην Αθήνα για να ζητήσει δουλειά στο ραφτάδικο του Μανώλη. Η Μαρία. Εσμιξε μαζί του όπως επουλώνει η γάζα την πληγή. Αυτός είχε έναν τσακισμένο ρυθμό του κόσμου μέσα του να ημερέψει. Και εκείνη έπρεπε να διώξει μακριά τους δαίμονες του φόβου. Παντρεύτηκαν, αγόρασαν ένα οικόπεδο στο Γαλάτσι, έχτισαν το σπίτι τους, μικρό, καθαρό με πατημένο χώμα για πάτωμα –το μωσαϊκό ήρθε πολύ αργότερα. Στον κήπο φύτεψαν ροδιές, βερικοκιές, μια συκιά που έγινε πελώρια και μια κρεβατίνα που κοιμόντουσαν κάτω από τον ίσκιο της τα καλοκαίρια. Είχαν και τενεκέδες με βασιλικό, νυχτολούλουδο και ένα μεγάλο ανυπάκουο όνειρο που φτεροκοπούσε αήττητο στα στήθη τους. Μετά τον γάμο τους φωτογραφίστηκαν με ένα παρανυφάκι που ξεχείλιζε μελαψή πονηριά. Το φλας του φωτογράφου ακινητοποίησε την πνοή τους και έμειναν εκεί να με κοιτούν για πάντα όπως αυτοί οι πρώτοι κολίγοι της Γλυφάδας.

Πρόσωπα του Παζολίνι, άραγε Αρβανίτες, πρόσφυγες από τη Μικρασιατική Καταστροφή ή Αθηναίοι από την Πλάκα; Τι μεγάλος θυμός! Να έρχεσαι από τον Α’ Παγκόσμιο και τη Μικρασία και να πηγαίνεις προς την πολιτική Γκερνίκα, τον Μεταξά, τους Γερμανούς και τον Εμφύλιο. Πόση δύναμη χρειάζεται; Για να κάνεις όνειρα να χτίσεις τη ζωή σου, ενώ λυσσομανά ο άνεμος της Ιστορίας;

Γλυφάδα 1925. Η αρχή μιας πόλης. Κάποτε πήγαιναν εκεί για κυνήγι, για ψάρεμα, για την άγρια βλάστησή της, σήμερα για shopping therapy και κρέπες. Οι πόλεις έχουν χτιστεί με αίμα. Παλιά στη Σαλονίκη ένας φίλος μου έλεγε: «Ευτυχώς που είναι κατηφορικά και φεύγει το αίμα στην παραλία». Ετσι κι εδώ. Κολίγος: δεν ανήκει στον εαυτό του ούτε αυτός ούτε η οικογένειά του, το σπίτι, η σοδειά του. Ανήκουν στον γαιοκτήμονα. Εμείς πού ανήκουμε; Στην αισθητική της βίας; Ή μήπως στον οικονομικό μεταπράτη της ζωής μας;

Αυτοί οι πέντε άνδρες πατάνε τη γη. Γειώνονται. Εμείς πού πατάμε; Σε ένα τοπίο όπου ενεδρεύει ένας αόρατος εχθρός; Με το να έχεις ελευθερία επιλογής δεν σημαίνει ασφαλώς ότι επιλέγεις την ελευθερία σου. Αυτό σημαίνει δημοκρατία υψηλού κινδύνου. Να μην αναγνωρίζεις τον αντίπαλο. Γιατί πιθανώς να είναι η ίδια η επιλογή σου. Αυτοί στη φωτογραφία έχουν ορατό εχθρό. Είναι αυτοί και οι άλλοι, ο αγώνας ή η υποταγή, η υπερηφάνεια ή ο ευτελισμός. Ολα είναι συγκεκριμένα. Εχουν αιτία, μορφή, διαλεκτική εξέλιξη. Σήμερα το μόνο σίγουρο είναι ότι ο εχθρός είναι ενδογενής. Θυμάμαι το «Zabriskie Point» του Αντονιόνι, με όλη την οικιακή μικροαστική υποδομή να τινάζεται στο τέλος του φιλμ στον αέρα. Τότε όμως είχαν τον Μάη του ’68, την Πράγα, τα ευαγγέλια του Γκράμσι. Σήμερα έχουμε τον αστικό εφησυχασμό, την ιδιωτεία, τον φονταμενταλισμό του κέρδους.

Τι άλλο μένει να πω, Θανάση; Ας παίξουμε λοιπόν ένα παιχνίδι και ας τελειώσουμε με αυτό. Ας δώσουμε μυθικά ονόματα σε αυτούς τους πέντε άνδρες. Ας τους βαφτίσουμε στον μεγάλο θυμό που τους γέννησε. Από αριστερά προς τα δεξιά. Ορθιοι: Τρότσκι, Λουνατσάρσκι, Μιχάλης Ράπτης-Πάμπλο. Καθιστοί: Λάκης Σάντας, Κομαντάντε Μάρκος.

Ο πατέρας μου με τον Τζαβαλά Καρούζο, τον Κατράκη και τον Ρίτσο δεν είναι στο κάδρο. Κάπου χαμένοι ονειρεύονται μια παράσταση των Περσών που θα στήσουν περίπου δυόμισι δεκαετίες μετά στη Μακρόνησο.