Συνελήφθη το 2002 στη Μαυριτανία ως μέλος της Αλ Κάιντα που σχετίζεται με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Εκτοτε φυλακίστηκε στην Ιορδανία και στο Αφγανιστάν, με τελευταίο σταθμό το Γκουαντάναμο,όπου κρατείται ώς και σήμερα.

Δεκατρία χρόνια ζωής στο ίδιο κελί, μια εμπειρία γεμάτη ταπεινώσεις, ξυλοδαρμούς, ψυχολογική βία και βασανιστήρια που, όπως λέει ο 44χρονος Μοχαμεντού Ουλντ Σλάχι, «κόντεψαν να τον κάνουν να χάσει το μυαλό του», έρχονται στο φως της δημοσιότητας με τη μορφή βιβλίου.

Στις περισσότερες από 446 χειρόγραφες σελίδες που περιλαμβάνει το βιβλίο «Guantanamo Diary» –κυκλοφόρησε μόλις χθες από τον εκδοτικό οίκο Canongate Books, σε συνεργασία με τον βρετανικό «Γκάρντιαν» –ο κρατούμενος περιγράφει με λεπτομέρειες τα βασανιστήρια που έχει ζήσει. «Κάθε φορά που οι φρουροί άλλαζαν βάρδια οι καινούργιοι φρόντιζαν να εφευρίσκουν νέες ιδέες για να κάνουν τη ζωή μου κόλαση» αναφέρει σε απόσπασμα από τα προσωπικά χειρόγραφά του, που για να λάβουν έγκριση δημοσιοποίησης από την αμερικανική κυβέρνηση δέχθηκαν αναγκαστικά περίπου 2.500 τροποποιήσεις. «Με διέταζαν να πίνω νερό με αλάτι και μου έδιναν ελάχιστη ποσότητα φαγητού που έπρεπε να το φάω μέσα σε 30 δευτερόλεπτα, το πολύ ένα λεπτό.

Αλλοτε πάλι με ανάγκαζαν να διπλώνω τις πετσέτες και τις κουβέρτες μου ξανά και ξανά με κάθε δυνατό τρόπο μέχρι να μείνουν ικανοποιημένοι. Η τουαλέτα μου έπρεπε να είναι πάντα στεγνή. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να τη σκουπίζω με τη μία και μοναδική στολή που φορούσα στο κελί. Αυτή ήταν η «συνταγή» που ακολουθούσαν οι φρουροί.

Εγώ από τη μεριά μου, ως τεχνική αυτοάμυνας, έδειχνα πάντα μεγαλύτερο φόβο απ’ ό,τι στην πραγματικότητα ένιωθα. Αν πήγαιναν στους ανωτέρους και έλεγαν πως δεν φοβήθηκα, τα βασανιστήρια θα πολλαπλασιάζονταν».

«Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΝΟΥΣΕ». Εφτασε, μοιραία, και η στιγμή που ο Σλάχι έμοιαζε με σκελετωμένο φάντασμα. Τα μαλλιά του γκρίζαραν, ένδειξη της βαθιάς κατάθλιψης, όπως ο ίδιος διέγνωσε. Οσο η πίεση απέναντί του αυξανόταν το σχέδιο των ανακριτών δούλευε κανονικά: ο κρατούμενος τους εξιστορούσε όλο και περισσότερες ιστορίες και κάπου εκεί ανάμεσα ομολογούσε ψευδώς όλες τις επιθέσεις που υποτίθεται ότι σχεδίαζε και εκείνοι περίμεναν (επιτέλους) να ακούσουν. Η επιστροφή στο κελί ήταν βάσανο.

Ο χρόνος δεν περνούσε –δεν ήξερε καν αν ήταν μέρα ή νύχτα –και το μόνο που του έμενε ήταν να απαγγέλλει αποσπάσματα από το Κοράνι και να μετράει μία-μία τις τρύπες στους τοίχους. Και υπάρχουν πολλές, «κοντά τέσσερις χιλιάδες» παραδέχεται ο ίδιος.