Αν σκύβουμε με συγκίνηση και ευλάβεια πάνω από τη φωτογραφία που με τον δικό του μαγικό τρόπο σχολιάζει ο πεζογράφος και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός, δεν είναι μόνον γιατί φωτογραφία και κείμενο ανακινούν την βαθύριζη καταγωγή της ελληνικής ζωής. Είναι ακόμη γιατί πρόσωπα που δεν απέβλεψαν ποτέ σε καμιά επιβίωση ή δημοσιότητα ξανάρχονται κοντά μας με έναν σπαρακτικό τρόπο. και ο μόνος τρόπος για να τιμούμε τα πρόσωπα αυτά είναι η ανιδιοτελής αγάπη για τον τόπο μας.

Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί το 1930. Η οικογένεια Τσιαβαλιάρη κατέβηκε από το χωρίο Πιαλεία στα Τρίκαλα –με τα καλά τους όλοι. Πιθανολογώ ότι σκοπός αυτής της εξόδου ήταν η φωτογράφιση. Αλλά η απόφαση ποιανού ήταν; Του πατέρα, της Αγορής, των παιδιών; Στήθηκαν μπροστά στον φακό με σοβαρότητα, χωρίς αβαθή χαμόγελα, στοχαστικοί, αντιμέτωποι με τον χρόνο. Κι ο φωτογράφος είχε τις αισθητικές του απόψεις βεβαίως.

Ο πατέρας Γιάννης και η μητέρα Αγορή καθιστοί. Πίσω τους, τείχος προστασίας, τα τρία αγόρια. Ο Βαγγέλης, ο Γιώργος, ο Βασίλης. Στο άκρο δεξιά η θυγατέρα Ρίνα, Κατερίνα, ασφαλίζει τα πλευρά, ακουμπώντας με σιγουριά και εμπιστοσύνη το χέρι της στον ώμο του πατέρα. Του μοιάζει στο πρόσωπο. Οπως και ο Βασίλης, όπως και ο Γιώργος. Ο Βασίλης ακουμπάει στον ώμο του Γιώργου, ο Γιώργος στον ώμο του Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης και με τα δυο του χέρια στους ώμους της μητέρας του: η οικογενειακή αλυσίδα με τις δύο άκρες ελεύθερες. Στο αριστερό χέρι ο Βαγγέλης κρατάει τσιγάρο. Ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο. Σβηστό μάλλον και μάλλον σημάδι ανεξαρτησίας. Φοράει τραγιάσκα, το τσιγκελωτό μουστάκι στο στεγνό πρόσωπο δεν αλλοιώνει την ομοιότητά του με την Αγορή. Δίπλα του, κλείνοντας το αριστερό άκρο αυτή, η γυναίκα του Φώτω. Δίπλα αλλά μόνη της. Τα χέρια της σταυρωτά στην κοιλιά της· αυτήν την κοιλιά που υποψιαζόμαστε ότι δεν έχει καρπίσει ακόμη. Τα αίματα δεν έχουν ανακατευθεί ακόμα, η Φώτω δεν αποτελεί ακόμα κρίκο της αλυσίδας. Κανένας δεν ακουμπάει ακόμα σ’ αυτήν. Μια διάφανη πίκρα υπομονής διαχέεται στο πρόσωπό της. Φοράει φαρδιά άσπρη ζώνη με χοντρή πόρπη και ένα ακαθόριστο κόσμημα κρέμεται απ’ τον λαιμό της.

Ο πατέρας Γιάννης σταυροπόδι με άσπρα κοντοκομμένα γένια. Αγέρωχος, στιβαρός, παρ όλ’ αυτά δεν μπορεί να κρύψει εκείνη τη θλίψη που κουβαλάν όλοι στα μάτια τους. Δεξιά του, η Αγορή. Μικρόσωμη, μια σταλιά, με το τσεμπέρι να πλαισιώνει τα έντονα ζυγωματικά της και τα χέρια δεμένα αμήχανα στην ποδιά. Αγορή: η μαγική παρέμβαση για την αποτροπή της καταραμένης θηλυγονίας.

Την έχω ξαναδεί την Αγορή. Αλλού. Φορτωμένη με κιβώτια πυρομαχικών να ανεβαίνει διπλωμένη στα δύο τα κακοτράχαλα μονοπάτια της Ηπείρου. Καθιστή στο έδαφος με τα πόδια παράλληλα τεντωμένα, να σπάει χαλίκια για το στρώσιμο δρόμων ή ξανά στα μαύρα και τα μαλλιά λυτά, να πρωτοστατεί σε οδυρμούς θανάτου.

Πώς έκλαψε και πώς μοιρολόγησε τον γιο της Βασίλη δέκα χρόνια αργότερα η Αγορή Τσιαβαλιάρη; Ο Βασίλης είναι ο τρίτος απ’ τα παιδιά δεξιά. Ατενίζει μπροστά το μέλλον. Το απροσδιόριστο μέλλον. Κοιτάζει δηλαδή τον φακό. Στη φωτογραφία είναι δεκαοκτώ χρονών. Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1930. Τι μπορεί να διαισθάνεται αυτό το αγόρι με τα σαρκώδη χείλη και την έκφραση δυσανεξίας από την καταδρομή της εφηβείας του;

Δέκα χρόνια αργότερα θα σκοτωθεί. Στις πέντε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 χτυπημένος από θραύσμα ιταλικού όλμου. Υπηρετούσε στο 51ο Σύνταγμα Πεζικού· σκοπευτής πολυβόλου, υπεράσπιζε το 21ο φυλάκιο των ελληνοαλβανικών συνόρων. Εκεί έπεσε. Ηταν είκοσι οκτώ χρονών. Ηταν ο πρώτος νεκρός στρατιώτης του πολέμου που μόλις άρχιζε. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί, είχε τρία μικρά παιδιά. Η τελευταία του σκέψη ήταν σ’ αυτά. Θα τα αφήσει ορφανά· τη γυναίκα του χήρα. Αραγε πώς να πορεύτηκε στη ζωή της εκείνη;

Η φωτογραφία και τα σχετικά στοιχεία προέρχονται απ’ τον δάσκαλο Γεώργιο Παπαβασιλείου. Από την ημέρα θανάτου του Βασίλη Τσιαβαλιάρη έχουν περάσει εβδομήντα πέντε χρόνια. Κανένας απ’ όσους είναι στη φωτογραφία δεν ζει. Ισως τα παιδιά του Βασίλη –και τα εγγόνια του. Κάποια απ’ τα παιδιά των άλλων επίσης. Του Γιώργου, του Βαγγέλη, της Ρίνας. Τα παιδιά της Φώτως ίσως, τα εγγόνια της σίγουρα. Σίγουρα θα έφυγε απ’ το πρόσωπό της η θλίψη και όχι μόνο επειδή τώρα είναι πια ψιλή ψιλή σκόνη.