Οπως συμβαίνει με όλους τους δημοσιογράφους που έγιναν γνωστοί συγγραφείς, έτσι και στην περίπτωση της Λιλίκας Νάκου η δημοσιογραφική ιδιότητα ξεχάστηκε με τον χρόνο. Ωστόσο είχε κάνει σημαντικά ρεπορτάζ, ιδίως τη δεκαετία του ’30, σε εφημερίδες –κυρίως στην «Ακρόπολι» –και σε περιοδικά όπως η «Νέα Εστία».

Ενα από αυτά, τεράστιο και πολύ ενδιαφέρον, δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στην «Ακρόπολι» τον Φεβρουάριο του 1936. Αφορούσε τα Βούρλα, τον θρυλικό οικισμό της Δραπετσώνας όπου ζούσαν έγκλειστες –εντός τειχών –και δούλευαν οι πόρνες της εποχής:

«Ενας τοίχος μεγάλος που περιτοιχίζει ένα απέραντο μέρος. Μια πόρτα μεγάλη. Στο βάθος κάτι σπιτάκια. Να τι πρωτοείδα (…). Τράβηξα προς την απέραντη αυλή. Δεν ήξερα πού να κατευθυνθώ και προπαντός πώς ν’ αρχίσω την κουβέντα μου με τις γυναίκες. Καθόμουν ‘κεί πέρα ορθή, μη ξέροντας τι να πω. Εβρεχε τώρα σιγά. (…) Μια γυναίκα με σηκωμένο το γιακά του πανωφοριού της, και με μακρύ φουστάνι βραδυνό, έμπαινε τρέχοντας από την πόρτα. Κρατούσε τσιγάρα στα χέρια. Της φώναξα: Δεσποινίς! Μια στιγμούλα παρακαλώ… Γυρεύω μια κοπέλλα που λέγεται Μαρία Τάδε… Μήπως την ξέρετε; (…) Ακολούθησα τη γυναίκα. Περάσαμε όλη την πλατεία, μπήκαμε σε κάτι σπιτάκια, τα περάσαμε και αυτά και τέλος βρεθήκαμε σε ένα καφενείο. Πέντε-έξη γυναίκες με ρόμπες καθισμένες στις καρέκλες, κουβέντιαζαν. Μόλις μπήκα, τα μάτια τους καρφώθηκαν σε μένα. (…)

–Και ποια ώρα σας κλείνουν την νύχτα την πόρτα; ρωτώ τα κορίτσια.

–Εις τις δώδεκα δεν επιτρέπονται πια οι επισκέψεις. Μα από το πρωΐ είναι ελεύθερα. Οι πελάτες έρχονται καμμιά φορά και πρωΐ… Αναλόγως, βλέπεις και τα παπόρια πότε πιάνουν στον Πειραιά…, λέγει η Μυρσίνη ψήνοντας τον καφέ.

-Τώρα, μετά την επανάστασι του Μάρτη, έκοψε η πελατεία… είπε η Θεανώ… Πριν από το Μάρτη, είχαμε σαράντα, πενήντα πελάτες την ημέρα η κάθε μία… από είκοσι πέντε δραχμές, κάνουνε κάμποσα λεφτά… (…)

Η Μυρσίνη τώρα έβηχε πάλι ξανά. «Δεν ξέρω τι έχω, είπε. Κρύωσα. Είχα έναν πελάτη γρουσούζη προχθές που με ήθελε ξέντυτη. Και κρύωσα…». Η Θεανώ είπε: «Είνε μερικοί πελάτες που δεν σε λυπούνται… Εγώ άμα βλέπω καλοντυμένον φοβάμαι… Οι εργάτες όχι. Κάθονται μια στιγμή και φεύγουν…».

Η αφήγηση αυτή περιέχεται ολόκληρη στο παράρτημα του βιβλίου του Νίκου Μπακουνάκη «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ός αιώνας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις. Στο ίδιο παράρτημα περιέχονται και άλλες περιγραφές, όπως η πυρκαγιά που κατέκαψε τη Θεσσαλονίκη (Αύγουστος 1890), η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου (Ιούνιος 1933), το έγκλημα του Κηφισού (δολοφονία Αθανασόπουλου, Ιανουάριος 1931), έτσι όπως αποτυπώθηκαν στις εφημερίδες της εποχής.

Το απόσπασμα που προηγήθηκε δείχνει καθαρά τους άμεσους διαύλους επικοινωνίας δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. Που εκείνη την εποχή, αλλά και όλη σχεδόν τη διάρκεια του «αιώνα των εφημερίδων», όπως αποκαλεί ο Μπακουνάκης την περίοδο 1873-1989, είναι βασικό πολιτισμικό στοιχείο. Πέρα από μια μελέτη του αείμνηστου Παναγιώτη Μουλλά, είναι η πρώτη φορά που κάποιος καταπιάνεται συστηματικά με την αφήγηση στον Τύπο.

«Ανθρώπινο ενδιαφέρον»

Μέσα από πλήθος πληροφοριών, που διαβάζονται και αυτές σαν ωραίο αφήγημα, ο πανεπιστημιακός και αρχισυντάκτης των πολιτιστικών σελίδων του «Βήματος» Νίκος Μπακουνάκης αναδεικνύει τη στενή αυτή σχέση που άρχισε να αποτυπώνεται από την ώρα που οι εφημερίδες σταμάτησαν να είναι μόνο αυτό που ήθελε λ.χ. ο Ζολά, να είναι δηλαδή όργανα έκφρασης γνώμης και πολεμικής, και επέλεξαν να παρουσιάζουν και «ιστορίες με ανθρώπινο ενδιαφέρον».

Η αφήγηση με στόχο την περιέργεια και τη συγκίνηση μπήκε στα ενδιαφέροντα του γραπτού Τύπου –στην Ελλάδα σε έναν βαθμό με την «Εφημερίδα», την πρώτη (από το 1873) καθημερινή εφημερίδα, αλλά κυρίως με την «Ακρόπολι» του Βλάσση Γαβριηλίδη που θεωρείται πρωτοπόρος του είδους –ενώ, ως γνωστόν, μυθιστορήματα δημοσιεύονταν απευθείας εκεί σε συνέχειες, κάτι που άλλαξε και τη λογοτεχνία.

Το αστυνομικό δελτίο… φταίει

Τομή αποτέλεσε η ώσμωση αστυνομικής λογοτεχνίας και αστυνομικού ρεπορτάζ που οδήγησε, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι., σε μια γενικότερη ρεπορταζιακή αντίληψη αστυνομικού τύπου, όπου καίριο ρόλο έπαιζε το στοιχείο της αγωνίας, ακόμη και η πλοκή. Δεν είναι τυχαίο ότι τα διηγήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόε του 1841-1842, που θεωρούνται παγκόσμια αφετηρία της αστυνομικής λογοτεχνίας, είναι εμπνευσμένα από το αστυνομικό ρεπορτάζ, ούτε ότι η νουβέλα «Το έγκλημα του Ψυχικού» του Παύλου Νιρβάνα, κάπου 85 χρόνια μετά, ένα από τα πρώτα ελληνικά κείμενα αστυνομικής λογοτεχνίας, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στον Τύπο και είχε έμμεσα ως θέμα τον ίδιο τον Τύπο.

Το βιβλίο του Νίκου Μπακουνάκη δεν είναι μόνο μια πολύτιμη συνεισφορά στο πεδίο της κοινωνικής ιστορίας και των πολιτισμικών σπουδών. Είναι και ένα απολαυστικό ανάγνωσμα για κάθε φιλοπερίεργο και φιλίστορα αναγνώστη.

INFO

Νίκος Μπακουνάκης

Δημοσιογράφος

Ή ρεπόρτερ.

Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες,

19ος-20ός αιώνας

Εκδόσεις Πόλις, 2014,

Σελ. 472. τιμή 18 ευρώ