Τι λέει το όνομα Χριστίνα Τσίγκου σήμερα στους Ελληνες; Επειδή το πιθανότερο είναι να μη λέει τίποτα, ενώ θα έπρεπε να συνεχίζει να λέει πάρα πολλά, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία το γράμμα της στον σπουδαίο σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη για να θυμίσουμε αυτή την αιθέρια καλλιτεχνικά ύπαρξη, ηθοποιό και σκηνοθέτιδα, που ωστόσο στις επιλογές της ήταν συμπαγής σαν γρανίτης. Ελκοντας την καταγωγή της από την Αίγυπτο, καταλαβαίνει κανείς αμέσως τα πνευματικά της ενδιαφέροντα, φτάνει να σημειώσουμε ότι πρώτος της σύζυγος υπήρξε ο ζωγράφος Θάνος Τσίγκος (50 χρόνια μετά τον θάνατό του παραμένει στα ύψη στο χρηματιστήριο της τέχνης)

Ηαγάπη της για την Ελλάδα την έφερε για πολλά χρόνια ως σύντροφο του γάλλου ελληνιστή Μισέλ Σονιέ. Επιπλέον η αδελφή της Ελπίδα υπήρξε σύζυγος του πολύ σημαντικού πεζογράφου της γενιάς του ’30 Θράσου Καστανάκη, ενώ κάποια συγγένεια τις έδενε με τον (αιγυπτιώτη επίσης) ζωγράφο και καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών Γιώργο Μαυροΐδη.

Είναι άδικο όμως να θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αξία της Χριστίνας Τσίγκου και να μιλάμε για τις σχέσεις της με τους άλλους, όταν η ίδια υπήρξε τόσο διακριτή και διακεκριμένη –έστω και αν οι έλληνες θεατρόφιλοι τη γνώρισαν μέσα από μονάχα δύο δουλειές της. Οταν σκηνοθέτησε τη δεκαετία του ’60 το «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ στο ΚΘΒΕ και κυρίως όταν έκανε το «Ευτυχισμένες μέρες», του Μπέκετ επίσης (για πρώτη φορά το 1966 στο θέατρο Βεργή και για δεύτερη στο θέατρο Αθηνά, το 1972). Μα με τόσο λίγα στοιχεία πώς μπορείτε και τη χαρακτηρίζετε σπουδαία; Ερώτηση ανιστόρητου, όπως υπήρξαμε όλοι μας κάποια στιγμή σε σχέση με την Τσίγκου. Αν υπήρξε σπουδαία δεν είναι μόνο γιατί έχει παίξει σημαντικούς ρόλους σε ταινίες ευρωπαίων σκηνοθετών. Είναι γιατί δεν ήξερε να κεφαλαιοποιεί όσα θαυμαστά έκανε, έστω κι αν γίνονταν κυρίως στη Γαλλία.

Οπως για παράδειγμα το θέατρό της στο Παρίσι, το Gaîté Montparnasse (με την ίδια να πιστώνεται την πρώτη θεατρική εμφάνιση του Ζαν-Πολ Μπελμοντό). Την περιοδεία της, επίσης, το 1946 σε όλη τη Γαλλία που είχε οργανωθεί ως συμπαράσταση στους έλληνες εργάτες. Κυρίως όμως για το γεγονός ότι είχε παίξει στην πρώτη παράσταση του έργου «Μύγες» του Ζαν-Πολ Σαρτρ, όπως επίσης είχε παίξει στο «Τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ, στην παγκόσμια μάλιστα πρεμιέρα του στο Royal Court. Δεν αποκλείεται η «εξειδίκευσή» της στο έργα του ιρλανδού δραματουργού να οφείλεται στο γεγονός ότι υπήρξαν οι δυο τους στενοί φίλοι (υπάρχει μια θαυμάσια φωτογραφία που τους απεικονίζει στην ταράτσα του Μουσείου Γιάννη Τσαρούχη –μαζί τους βέβαια και ο ζωγράφος –που είχε κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια στις «Ευτυχισμένες μέρες».

Αν και η μαρτυρία του Σταμάτη Φασουλή αποκλείει το ενδεχόμενο να υπήρξε η φιλία τους το κινητήριο έναυσμα της εμμονής της Τσίγκου και ότι η ίδια θα επέλεγε τον Μπέκετ ακόμη κι αν δεν τον είχε γνωρίσει: «Τότε λοιπόν καταλάβαμε πως όσο κι αν μίλαγε με αυτή τη χαμηλή φωνή (τι μίλαγε; ψιθύριζε σχεδόν), τίποτα δεν χανόταν από τον λόγο του Ιρλανδού. Οχι μόνο δεν χανόταν, αλλά μέσα από κάθε ανάσα, κάθε χαραμάδα αυτού του ισχνού σε ένταση λόγου ανοιγόταν ένα παράθυρο που έβλεπε κατάφατσα στην ερημιά του κόσμου».

Να ‘ταν άραγε η θέα αυτής της ερημιάς που θα τη συντρόφευε λίγες ημέρες αργότερα, αφού είχαν τελειώσει οι παραστάσεις των «Ευτυχισμένων ημερών», σε μια ταράτσα ενός σπιτιού στις Σπέτσες όπου άφησε την τελευταία της πνοή; Γεγονός είναι ότι δεν χρειάζεται να κάνει κανείς χίλια πράγματα για να τον θυμούνται οι άλλοι. Η Χριστίνα Τσίγκου, μαζί με το βαθύ καλλιτεχνικό της χνάρι, μας κληροδότησε το υπόδειγμα του πλάνητα καλλιτέχνη (σ’ ένα έξοχο επιμνημόσυνο κείμενό της η Φανή Πετραλιά τη θυμάται με μια αρμαθιά κλειδιά από σπίτια φίλων της όπου κατέφευγε) που δεν στεριώνει πουθενά. Διέρχεται τον κόσμο σαν ένα λυτρωτικό για τους άλλους αλλά βασανιστικό για τον εαυτό του αεράκι.

Είναι ίσως η ζωηρότερη αίσθηση που αποκομίζει κανείς μιλώντας με φίλους της, όπως ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, ο οποίος, παραλήπτης συγκλονιστικών γραμμάτων της Τσίγκου (όπως αυτό που παραθέτουμε), έχει να θυμηθεί ταυτόχρονα τη συνεργασία τους για το γύρισμα σε ταινία της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη και τα δοκιμαστικά που της είχε κάνει. Και εμείς, την υψηλόσωμη παρουσία του Οδυσσέα Ελύτη στην κηδεία της, τέλος άνοιξης με αρχές καλοκαιριού του 1973, στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου.

«Αγαπητέ Παντελή

Θα ήθελα να έρθω να ξαναπαίξω τις «Ευτυχισμένες μέρες» για 15 παραστάσεις είτε κατά τις 15 Μαΐου είτε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη. Κουβέντιασέ το με τον Νίκο τον Στεφάνου, με τον Τσάγκα και με την Αννα Συνοδινού. Ο Κωστής και η Φανή που με είχαν βοηθήσει για το ανέβασμα το 1966 δεν έχουν καιρό αυτή τη στιγμή να ασχοληθούν με μένα. Το πιο συμπαθητικό θέατρο της Αθήνας είναι για μένα του «Μουσούρη» γιατί είναι κάπως απομονωμένο και δεν ακούς από δεξιά ένα night club και από αριστερά έναν κινηματογράφο όπως συνέβαινε στης «Βεργή». Οι «Ευτυχισμένες μέρες» είναι έργο όπου η σιγή, οι σιωπές παίζουν μεγάλο ρόλο. Υπάρχουν πιθανότητες (όχι ακόμα βέβαιες) για δουλειά ενδιαφέρουσα στο Παρίσι το φθινόπωρο –πρόβες που θ’ αρχίσουν κατά τις 15 Σεπτεμβρίου –γι’ αυτό, αν γινόταν τίποτα τώρα, θα ήμουν πιο ήσυχη. Αν με την ίδια ευκαιρία γυρίζαμε και μια ταινία τον Ιούνιο και Ιούλιο, θα ήμουν πανευτυχισμένη. Το 1971 αρνήθηκα πέντε προτάσεις δουλειάς, είτε επειδή συνέπεφταν με την ταινία που γύρισα ή με το έργο που έπαιξα είτε επειδή δεν ήταν έργα ποιότητας. Αυτό το πείσμα που έχω να μην τα κάνω σκατά είναι καταστρεπτικό.

Η ταινία που γύρισα μόλις την τελείωσαν. Υπάρχει τώρα η κόπια «0», δηλαδή εκείνη όπου κάνουν τις επιδιορθώσεις, η καλή κόπια θα είναι έτοιμη κατά τις 20 Απριλίου. Σήμερα η σκηνοθέτις με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι έγινε μια προβολή χτες και ότι όλοι ήταν πολύ επαινετικοί και για την ταινία και ιδιαιτέρως για μένα. Φαίνεται ότι είμαι πολύ συγκινητική. Εγώ που προτιμώ ρόλους κωμικούς, όλο μου δίνουν ρόλους συγκινητικούς. Τέλος πάντων.

Γράψε μου γρήγορα –έστω και δύο λόγια μόλις έχεις κουβεντιάσει με τα παιδιά. Με άλλα λόγια θέλω να νοικιάσω μια αίθουσα για 15 μέρες. Αλλά πριν κλείσετε τίποτα να μου πείτε τους όρους. Δεν έχω λεφτά αλλά θα ψάξω δανεικά. Οταν λάβω το γράμμα σου θα σου τηλεφωνήσω. Φιλιά στην Ολγα, στους φίλους.

Σε φιλώ Χριστίνα».