Δεν έχει μελετηθεί, όσο τα ίδια πράγματα το ζητάνε, ένα πολύ σημαντικό γεγονός που χαρακτηρίζει την ελληνική λογοτεχνία –ίσως να είναι και μια παγκόσμια ιδιαιτερότητα. Ποιητές και πεζογράφοι που έχουν ενταχθεί πολύ νωρίς στα προοδευτικά πολιτικά κινήματα και έχει συνδεθεί η ζωή τους με φυλακές και εξορίες, τις περισσότερες φορές έχουν οι ίδιοι αναπνεύσει στα παιδικά τους χρόνια τον αέρα μιας νησιώτικης ή στεριανής επαρχιακής όμως Ελλάδας. Εχουν βιώσει από πρώτο χέρι τα βάσανα και τον μόχθο των ανθρώπων που δούλευαν τη γη ή στη θάλασσα και το έργο τους όλο το χαρακτηρίζει μια αμεσότητα και μια ειλικρίνεια σε σχέση με το έργο των αστών συγγραφέων.

Σάμπως η ζωή στις πόλεις την προοδευτικότητα να την φόρεσε σαν ένα ρούχο στους συγγραφείς της, ενώ οι συγγραφείς που κατάγονται από τα χωριά και τα νησιά να φέρουν την προοδευτικότητα ως ένα κυτταρικό τους στοιχείο. Δεν ξέρει κανείς ποιο θα ήταν το έργο ποιητών και πεζογράφων, αλλά και η ζωή τους η ίδια, αν για παράδειγμα ο Δημήτρης Χατζής δεν καταγόταν από τα Γιάννινα, ο Νίκος Παπάς από τα Τρίκαλα, ο Ασημάκης Πανσέληνος από τη Μυτιλήνη, ο Τάκης Σινόπουλος από τον Πύργο, ο Γιάννης Μαγκλής από την Κω, ο Πέτρος Γλέζος από τη Νάξο, ο Νικηφόρος Βρεττάκος από το Γύθειο (είχε γεννηθεί στο χωριό Κροκεές).

Αποτελεί μάλιστα ο δημιουργός της «Ωδής στον Ηλιο» μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση σε σχέση με άλλους δημιουργούς όσον αφορά τη γενέτειρά του. Κάθε φορά που «σφίγγανε» οικονομικά και επαγγελματικά τα πράγματα της ζωής του, ιδιαίτερα όταν ήταν νέος άνδρας, επέστρεφε για μακρά χρονικά διαστήματα στον γενέθλιο τόπο του και είναι ίσως ο μόνος ποιητής που, οπουδήποτε και αν ταξίδευε στον κόσμο, το θάμβος και το όραμα του τόπου αυτού υπήρχε διαρκώς μπροστά στα μάτια του. Ετσι ώστε θα έλεγε κανείς ότι η κουβέντα του πυργιώτη ποιητή Τάκη Σινόπουλου «Πατέρας μου είναι ο Αλφειός», ισχύει απολύτως για τον Νικηφόρο Βρεττάκο, φτάνει να αντικαταστήσουμε τον Αλφειό με τον Ταΰγετο, που παραστέκει τρυφερά και αινιγματικά μέσα στους αιώνες το Γύθειο.

Τι είναι αυτό που κάνει τόσο σημαντικό το Γύθειο και το λιμάνι του ώστε να τα αναφέρουν σε κείμενά τους ο Θουκυδίδης, ο Πολύβιος, ο Στράβων, ο Παυσανίας, ο Πλούταρχος, ο Πλίνιος και ο Ξενοφών (ο τελευταίος μάλιστα ως το πολεμικό λιμάνι των Σπαρτιατών); Θα πρέπει να έχει σχέση με το εμπόριο της λακωνικής κεραμικής που η διακίνησή της, καθώς ταχύτατα αναπτυσσόταν κατά τον 6ο προ Χριστού αιώνα, έκανε αναπόφευκτη τη χρήση του Γυθείου ως νευραλγικού εμπορικού λιμανιού. Ενας τόσο ιστορημένος τόπος θα ήταν αδύνατον να μην έχει τη συνέχειά του σε έναν σπουδαίο ποιητή στα νεότερα χρόνια.

Δύσκολο λοιπόν να μη συνδυάσει κανείς τις εικόνες που πρωτοαντίκρισε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στον ιστορικό αυτό τόπο, με την ποίησή του αφού το ομολογεί απερίφραστα ο ίδιος: «Οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, ακόμα οι πρώτες λέξεις / δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάδημα της σιταρήθρας./ Πάνω από το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο / κι έμπαζε μέσα από τ’ ανοιχτό παράθυρο η σιωπή / ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής / γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδιζόταν μέσα μου». Αν όλα στην ποίηση του Βρεττάκου μάς γίνονται γνωστά χάρη στο φως και τις διακυμάνσεις του, που δεν φτάνει όμως ποτέ να γίνει σκότος (και πρόκειται για ένα φως που έχει την αφετηρία του στον γενέθλιο τόπο του) το επιβεβαιώνει και μια απλή παράθεση ορισμένων τίτλων από τα ποιητικά του βιβλία: «Η επιστολή του κύκνου», «Το ταξίδι του αρχαγγέλου», «Εικόνες από το ηλιοβασίλεμα», «Το μεσουράνημα της φωτιάς», «Απογευματινό ηλιοτρόπιο», «Ηλιακός λύχνος», «Συνάντηση με τη θάλασσα».

Μια φορά τον θυμόμαστε να μιλάει για σκοτάδι και να πώς: Αρχές Απριλίου του 1967, λίγες ημέρες πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, του είχαμε ζητήσει να απαντήσει σε μερικά ερωτήματα για τη «Θεσσαλία» του Βόλου. Ανταποκρίθηκε προθυμότατα και με την παροιμιώδη ευγένειά του μας παρέδωσε στα γραφεία της «Επιθεώρησης Τέχνης», στην οδό Σταδίου, χειρόγραφες τις απαντήσεις του. Στην ερώτηση «Πώς εννοείτε τη θέση του πνευματικού ανθρώπου μέσα στον σύγχρονο κόσμο;», απαντούσε: «Διακινδυνεύει να πει κανείς πως μέσα στην ιστορία υπάρχει ένα σκοτάδι που κινείται και μετακινείται διαρκώς. Αυτή τη στιγμή το βρίσκουμε κατά πρώτο λόγο στην Αμερική και κατά δεύτερο λόγο στην Κίνα. Τι εγκυμονεί αυτό το σκοτάδι; Κάθε αληθινός λόγος αποτελεί μια μικρή δέσμη φωτός. Αν ένας ποιητής ή ένας διανοούμενος γενικά, πει την αλήθεια του την ώρα που πρέπει, έχει κάνει το χρέος του».

(Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι αν η συνέντευξη αυτή με τον Νικηφόρο Βρεττάκο έγινε κατορθωτό να δημοσιευτεί στη «Θεσσαλία» τον Σεπτέμβριο τελικά του ’67, ενώ ο ίδιος ο ποιητής ζούσε ήδη αυτοεξόριστος στη Διεθνή Παιδούπολη Πεσταλότσι της Ελβετίας, ήταν γιατί το όνομά του παρέμενε άγνωστο στους λογοκριτές αλλά και χάρη στη φροντίδα του δημοσιογράφου και ποιητή Γιάννη Φάτση που δεν είχε ακόμη συλληφθεί, δικαστεί και εκτοπιστεί.)

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό λογάριασε τον μυχό της γενέτειράς του ως αφετηρία για να έρθει, μέσω της ποίησής του, σε έναν διάλογο με μορφές και με γεγονότα παγκόσμιας σημασίας. Βεβαίως τις αλλιώς ταραγμένες δεκαετίες που γράφει ο Βρεττάκος τα ποιήματά του, ο κόσμος δεν έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί τον εαυτό του σαν ένα παγκόσμιο χωριό. Ετσι ένας ποιητής νομιμοποιείται να πιστεύει ότι μπορεί, μέσω της ποίησής του πάντα, να επικοινωνήσει την ανάγκη του για ειρήνη και ελευθερία με λαούς που συμβαίνει να τις στερούνται. Με την έννοια αυτή γράφονται τα ποιήματα «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ» (είναι ο πατέρας της πυρηνικής βόμβας) και «Πατρίς Λουμούμπα» (ήταν επικεφαλής του απελευθερωτικού αγώνα των μαύρων στο Κονγκό που εξετελέσθη το 1961).