Ο Μανώλης Γλέζος, που στο χωριό του, τ’ Απεράθου, εφάρμοσε μοντέλα άμεσης δημοκρατίας ως πρόεδρος της κοινότητας, θεωρεί ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο δημοκρατίας είναι μεν καλύτερο από παλιότερα καθεστώτα, αλλά ελλιπές. Οι Ελληνες, πιστεύει, έχουν κατά κάποιον τρόπο διασώσει την άμεση δημοκρατία πριν από την ίδρυση σύγχρονου κράτους, στις κοινότητες της οθωμανικής περιόδου λόγου χάρη, αλλά και σήμερα, σε χωριά όπως τ’ Απεράθου, ο Βελβενδός και μερικά άλλα. Για την κεντρική διακυβέρνηση θεωρεί πως δεν χρειάζονται παραπάνω από δυόμισι υπουργεία: το Εξωτερικών, το Αμυνας και μισό Συγκοινωνιών, και αυτό γιατί ο σιδηρόδρομος δεν διασπάται. Ολα τα άλλα θα μπορούσαν, λέει, να τα διαχειρίζονται οι τοπικές κοινωνίες με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας.

Ιδού πώς περιγράφει την απρόσμενη πρόταση του Ανδρέα να γίνει υπουργός Παιδείας: «Ημουν πρόεδρος της κοινότητας στ’ Απεράθου. Και επειδή δεν είχα δεχτεί να παίρνω λεφτά από την κοινότητα, τα διέθετα όλα σε αυτή. Για να ζήσουμε, όμως, άνοιξε η Τζώρτζια ένα μαγαζί τουριστικών ειδών στη Χώρα της Νάξου, αλλά το μαγαζί δεν είχε τηλέφωνο. Ξαφνικά, ο μπακάλης απέναντι, που ήταν δεξιός και είχε και τηλέφωνο, τη φωνάζει και της λέει: «Κυρία Γλέζου, κυρία Γλέζου, σας θέλει ο πρωθυπουργός». Πήγε στο τηλέφωνο και ο Ανδρέας τής λέει: «Θέλω τον Μανώλη και δεν τον βρίσκω». Στα γραφεία της κοινότητας δεν μπορούσε να με βρει, γιατί εγώ γυρνούσα τα βουνά και τα λαγκάδια, δεν καθόμουν στην κοινότητα. Και είναι χαρακτηριστικό πως η εξουσία σε βρίσκει αμέσως (…). Να διαπιστώσει, δηλαδή, ότι δεν είχε τηλέφωνο η Τζώρτζια και είχε απέναντι ο μπακάλης, ο δεξιός. Τον ρωτάει: «Τι τον θέλεις;» Απαντά: «Είναι απόλυτη ανάγκη να έρθει αμέσως στην Αθήνα». Πολιτικά, είχαμε διαχωρίσει τις σχέσεις μας (…) αλλά είχαμε κάποια ανθρώπινη επαφή. Πήραμε το καράβι και ήρθαμε στην Αθήνα. Πάω και τον βρίσκω. «Τι συμβαίνει, Ανδρέα;». Μου απαντά: «Σε θέλω να αναλάβεις το υπουργείο Παιδείας, που έχουν κηρύξει απεργία οι εκπαιδευτικοί εναντίον του Τρίτση και μόνο εσένα θα ακούσουν». Βέβαια, δεν ήταν τυχαίο αυτό, γιατί με είχε ακούσει πολλές φορές στη Βουλή στην ανάπτυξη που έκανα σε θέματα παιδείας και ήξερε τις απόψεις μου. Δηλαδή, και ήθελε να με εκμεταλλευτεί, αλλά και ήξερε πού το δίνει. Του λέω: «Δεν το δέχομαι, διότι τι θα γίνει; Αν δεχτώ, ύστερα από λίγο θα με παραιτήσεις με ανακοινώσεις κι εγώ δεν θα παραιτούμαι και θα γίνει το μπάχαλο». «Όχι, όχι». Αρχισε, λοιπόν, ολόκληρη συζήτηση. Στο τέλος, μου λέει: «Θα το σκεφτείς πάλι και έλα αύριο να κουβεντιάσουμε». Εν τω μεταξύ, εγώ, όπως συνηθίζω πάντα, ρωτάω. Οι μισοί φίλοι μού λένε να δεχτώ και οι άλλοι μισοί μού λένε όχι. Ακριβώς στη μέση. Την άλλη μέρα πάω και του λέω: «Ανδρέα, ξέρεις τι θα κάνω; Μου λες να αναλάβω υπουργός». Λέει: «Τι θα κάνεις;». Λέω: «Θα καταργήσω το υπουργείο. Και υπουργείο θα ανακηρύξω όλα τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών, τους πρυτάνεις και τους φοιτητικούς συλλόγους. Και θα πω: Εμείς είμαστε το υπουργείο. Το δέχεσαι;». Λέει: «Ναι». Λέω: «Η γρηγοράδα που το είπες με φοβίζει, γι’ αυτό σου απαντώ οριστικά όχι». Εφυγα πολύ στενοχωρημένος. Επειδή με βασάνιζε το θέμα (…) παθαίνω το έμφραγμα. Πάω στο ΝΙΜΤΣ, στην εντατική, και αυτό που θα σου πω το είχαν γράψει οι εφημερίδες. Ο Λαλιώτης είναι απέξω απ’ την εντατική και προσπαθεί να πάρει τη συγκατάθεση του Γλέζου να γίνει υπουργός. Ρωτάει τον γιατρό μου, που είναι φίλος μου, ανήκει στο ΠαΣοΚ, αλλά είναι Καλαματιανός: «Μπορεί να ορκιστεί ο Γλέζος;» Και απαντάει: «Από άποψη υγείας ναι, κοστούμι δεν ξέρω αν έχει». Μιλάμε για Καλαματιανό ολκής».