Αναχρονιστική αγκύλωση θεωρείται από νομικούς αλλά και από πολλούς δικαστικούς η διάταξη του νόμου που προβλέπει τη σύλληψη δημοσιογράφων για τα αδικήματα περί Τύπου. Το οξύμωρο μάλιστα είναι ότι ενώ με βάση τον Ποινικό Κώδικα κανένας δεν προφυλακίζεται για πλημμελήματα, εν τούτοις οι… δράστες των αδικημάτων περί Τύπου κινδυνεύουν ανά πάσα ώρα και στιγμή να συλληφθούν στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας ύστερα από μήνυση, ακόμα και αν αυτή δεν αφορά πραγματικό περιστατικό αλλά σε κρίση σχόλιο ή διατύπωση γνώμης εκ μέρους του δημοσιογράφου.

Τα πρόσφατα παραδείγματα με τη σύλληψη του αρθρογράφου των «ΝΕΩΝ» Γιώργου Παπαχρήστου ύστερα από μήνυση του προέδρου των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνου Καμμένου και της αρχισυντάκτριας του «Ελεύθερου Τύπου» Δέσποινας Κονταράκη ύστερα από μήνυση της βουλευτού των ΑΝΕΛ Ραχήλ Μακρή, όπως παρατηρούν νομικοί, αποτελούν πλήγμα κατά της ελευθεροτυπίας.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Και αυτό επειδή, όπως εξηγούν, η ενεργοποίηση του ακραίου μέσου της σύλληψης έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ίδιο το Σύνταγμα που προστατεύει την ελευθεροτυπία, ενώ είναι αντίθετο και με διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Δεν είναι τυχαίο ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει εκδώσει αποφάσεις που δικαιώνουν δημοσιογράφους, ενώ κατά κανόνα στην Ευρώπη δεν προβλέπεται σύλληψη για αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα, όπως είναι τα αδικήματα περί Τύπου.

Για τον λόγο αυτόν, μάλιστα, αν και η διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ότι «τα εγκλήματα που τελούνται διά του Τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα», οι εισαγγελείς στην πράξη είναι ιδιαίτερα φειδωλοί στην εφαρμογή της.

Υπό αυτό το πρίσμα, σε συνεννόηση με τον αρμόδιο εισαγγελέα, θα πρέπει να κινούνται και να πράττουν σύμφωνα με τις οδηγίες του οι αστυνομικοί στις περιπτώσεις που παραλαμβάνουν μηνύσεις για αδικήματα περί Τύπου από οποιονδήποτε, όπως προβλέπεται σε εγκύκλιο του αρχηγού της Αστυνομίας αντιστράτηγου Νικόλαου Παπαγιαννόπουλου, που απεστάλη χθες σε όλες τις αστυνομικές υπηρεσίες.

Και το υπουργείο Δικαιοσύνης, εξάλλου, μελετά ξανά την επίμαχη αυτή διάταξη στο πλαίσιο της αναμόρφωσης και του εκσυγχρονισμού των δύο βασικών Κωδίκων (Ποινικού και Ποινικής Δικονομίας ) που αποτελούν τις βασικές συντεταγμένες του Ποινικού Δικαίου.

Οπως είχε επισημάνει εξάλλου σε πρόσφατο άρθρο του στα «ΝΕΑ» ο δικηγόρος Χριστόφορος Αργυρόπουλος, η επίμαχη διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας «έχει περιεχόμενο αντίθετο προς το Σύνταγμα αφού αντιβαίνει στη ρητή βούληση του νομοθέτη να καταργήσει τον χαρακτηρισμό των αδικημάτων του Τύπου ως αυτοφώρων» διότι, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, «η κατάργηση της παραγράφου 7 του άρθρου 14 περί αυτόφωρου χαρακτήρα των αδικημάτων του Τύπου αποτελεί αναγκαίο «εκσυγχρονισμό» της διάταξης, αφού οδηγεί στην απάλειψη μιας αναχρονιστικής και μετεμφυλιακής αγκύλωσης».

Αναχρονιστική όμως χαρακτηρίζει και ο δικηγόρος Βασίλης Χειρδάρης την αυτόφωρη σύλληψη των δημοσιογράφων, εκφράζοντας την άποψη ότι η τακτική αυτή «έρχεται σε πλήρη αντίφαση με το Ποινικό Δίκαιο, αφού για πλημμελήματα κανένας δεν κρατείται προσωρινά και δεν φυλακίζεται καθώς υπάρχει η δυνατότητα ακόμα και σε περίπτωση καταδίκης η ποινή του είτε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα είτε να είναι εξαγοράσιμη».

ΕΞΥΒΡΙΣΗ – ΔΥΣΦΗΜΗΣΗ. Εισαγγελικές πηγές, από την άλλη πλευρά, επισημαίνουν ότι αποφεύγουν την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας και επιλέγουν πιο ήπιες τακτικές διερεύνησης ενός αδικήματος, όπως η εξύβριση ή η συκοφαντική δυσφήμηση. Ετσι, συνηθίζεται να προχωρούν στη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης δίνοντας την ευκαιρία σε μηνυτή και μηνυόμενο να καταθέσουν τις δικές τους απόψεις ώστε να σχηματίσει και ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός σαφέστερη εικόνα για τα γεγονότα και την προσωπικότητα των εμπλεκομένων προσώπων πριν αποτιμήσει το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και αποφασίσει αν θα προχωρήσει στην άσκηση ποινικής δίωξης ή αν θα θέσει τη δικογραφία στο αρχείο.