Στους κυνικούς αρέσει να λένε ότι η κοινή γνώμη είναι απλώς μια κοινή χωρίς γνώμη. Βαριές κουβέντες, ομολογουμένως, για να εκφέρονται σε περιβάλλον κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, χωρίς να ονοματίζουμε κόμματα και πρόσωπα, δεν απηχεί, αλήθεια, η κυνική αυτή παρατήρηση το αποτέλεσμα των εκλογών του 2012; Δεν χρειάζεται να κάνουμε διάκριση μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης, αφού ο Μάιος επικύρωσε στην ουσία τον Ιούνιο. Ετσι έχουμε ένα Κοινοβούλιο όπου μπράβοι νυχτερινών κέντρων εξελέγησαν βουλευτές και πρόσωπα που δεν θα άντεχαν σε στοιχειώδη έλεγχο των πεπραγμένων τους ηγούνται κομματικών σχηματισμών.

Δεν είναι απορίας άξιον αλλά μάλλον καθησυχαστικό πως ό,τι ξεκίνησε πολιτικά βρέθηκε σε λιγότερο από δύο χρόνια ενώπιον της Δικαιοσύνης. Υπάρχει όμως μια κρίσιμη διαφορά. Η μεν Χρυσή Αυγή ερευνάται ως εγκληματική οργάνωση από την Εισαγγελία. Οι δε Ανεξάρτητοι Ελληνες πάνε τους πάντες _ και κυρίως τους δημοσιογράφους _ στα δικαστήρια. Μάλιστα, επειδή η πολιτική είναι δυναμική διαδικασία, η κλασική επιλογή των αστικών αγωγών που αιτούνται αποζημιώσεως δεν ικανοποιεί πλέον τους ΑΝΕΛ. Η διαδικασία είναι αργή, δεν προσφέρει δημοσιότητα και τα επιδικαζόμενα ποσά δεν είναι επαρκώς μεγάλα ώστε να λειτουργούν εκφοβιστικά. Εχει λοιπόν προτιμηθεί η παλιομοδίτικη αλλά καλή οδός των μηνύσεων για δυσφήμηση που ξαναζωντανεύουν το φάντασμα του Αυτοφώρου για τα εγκλήματα Τύπου. Είναι μια νομική πατέντα που επανέφερε ο Πάνος Καμμένος _ ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ είναι παντρεμένος με δικηγόρο _ κατά του δημοσιογράφου των «ΝΕΩΝ» Γιώργου Παπαχρήστου που εντοπίσθηκε και συνελήφθη κυριακάτικα στα Γιάννινα _, για να αφεθεί μετά ελεύθερος! Την επανέλαβε η Ραχήλ Μακρή, μηνύοντας για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμηση την αρχισυντάκτρια του «Ελεύθερου Τύπου» Δέσποινα Κονταράκη _ η οποία επίσης συνελήφθη! _, τον αρθρογράφο των «ΝΕΩΝ» Ι. Κ. Πρετεντέρη και άλλους.

Αν η κοινή λογική δεν ήταν μια κοινή χωρίς λογική, θα υποδείκνυε την ανάλυση του κορυφαίου ποινικολόγου Χριστόφορου Αργυρόπουλου ότι τα διά του Τύπου αδικήματα δεν είναι, μετά το 2001, αυτόφωρα κατά το Σύνταγμα και ότι η απλή νομοθετική πρόβλεψη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν αρκεί. Αλλά στη σημερινή Ελλάδα αρκεί να βρει κανείς ένα αστυνομικό τμήμα στο Λεκανοπέδιο όπου ο αξιωματικός υπηρεσίας να μην τολμήσει να προβεί σε τέτοιες νομικές διακρίσεις ώστε να μπαγλαρωθεί ένας δημοσιογράφος με τις αναγκαίες εκφοβιστικές συνδηλώσεις. Ολα αυτά με τις αναγκαίες δηλώσεις για τα ΜΜΕ που εκφράζουν συμφέροντα και υποβλέπουν αυτούς που τα καταγγέλλουν ενώ ξημεροβραδιάζονται σε αυτά. Οι ΑΝΕΛ και η Χρυσή Αυγή δεν θα υπήρχαν χωρίς τη μιντιακή υπερπροβολή των στελεχών τους. Αν πάσχουμε από κάτι, είναι από ακατάσχετη τηλεδημοκρατία χωρίς όριο.

Οπως πάντα στην πολιτική, όλα πρέπει να διαβάζονται από την ανάποδη. Οι διώκτες των δημοσιογράφων μέσω αγωγών και μηνύσεων θέλουν να εμφανίζονται ως διωκόμενοι. Ως θύματα μιας εκτεταμένης συνωμοσίας μεταξύ πολιτικών δυνάμεων, επιχειρηματικών συμφερόντων και ΜΜΕ που θέλουν να τους δυσφημήσουν και να τους φιμώσουν. Η συλλογιστική τους είναι ότι η αναμέτρηση με τα ΜΜΕ αποτελεί πολιτικό αφήγημα που έχει απήχηση σε ένα περιθωριακό ακροατήριο και μπορεί να επανασυσπειρώσει μια βάση ψηφοφόρων η οποία δείχνει να αποσαθρώνεται γρήγορα. Η ποινική διάσταση είναι κρίσιμη: η συλλογιστική είναι ότι στο μυαλό του απλού κόσμου, για να συλλαμβάνεται κάποιος, είναι ένοχος. Είναι η γνωστή σύγχυση μεταξύ προφυλάκισης και καταδίκης. Αλλά και η συνέπεια της εισαγγελικής πρακτικής των αθρόων προφυλακίσεων κατηγορουμένων για αδικήματα λευκού κολάρου _ που δεν την πληρώνουν, βέβαια, γιατί αποτελούν σκληρούς εγκληματίες αλλά γιατί είναι πολιτικοί ή επώνυμοι επιχειρηματίες.

Συμπέρασμα: πρόκειται για παιχνίδια εντυπώσεων σε μια φάση της δημόσιας ζωής όπου πολιτικοί, Δικαιοσύνη και δημοσιογραφία έχουν σαλατοποιηθεί.